Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

(074).Επέτειος ΕΠΟΥΣ ΄40 (2014)!Μαρτυρίες πολεμιστών 6ου Σ.Π.!

                                                                                            
Στην ανυπέρβλητη Ιεροτελεστία του αίματος, στο ΈΠΟΣ του '40, σε αυτό το θαύμα  της εκ ψυχής ανάβλυσης, στη συγκεκριμένη χρονική περιόδο σε συλλογικό και προσωπικό επίπεδο, των αρετών της φυλής μας και δη της ΑΝΔΡΕΙΑΣ, οι ΕΛΛΗΝΕΣ καθολικά και εν τα πεδία των μαχών, όλοι κατά κανόνα πολέμησαν για το ιδανικό της ΠΑΤΡΙΔΟΣ και απέδειξαν περιτράνως ότι ήσαν αντάξιοι των Μαραθωνομάχων προγόνων!
Παρατίθενται κατωτέρω τιμής ένεκεν, τρεις μαρτυρίες Ελλήνων πολεμιστών κατά το Ελληνοϊταλικό πόλεμο  με σκοπό και πρόθεση γενικώς της αφαίρεσης κάθε βέβηλης φαντασίας και ανάμιξης του μυθιστορηματικού στο Έπος του ΄40 ,μιάς και αυτή καθ΄αυτή η εκστρατεία του 1940-41 είναι πολύ πλούσια σε περιεχόμενο και δεν χρειάζεται τη συμπλήρωση της σκηνοθεσίας κανενός. Η κατοχή, η αντίσταση, η εμφυλιακή διαμάχη είναι σε άλλο κεφάλαιο της ιστορίας μας και ας μην αδικούν και σκεπάζουν  την ανεπανάληπτη αυτή χρονική περίοδο του Ελληνικού λαού! 
Οι στρατευμένοι μάρτυρες ανήκαν στο ηρωικό 6ο Σύνταγμα Πεζικού Κορίνθου! 
Α/ Μαρτυρία του στρ/του Χρήστου Καλομοίρη του Παν. από τον Κουταλά Κορινθίας
Β/ Μαρτυρία του ανθυπολοχαγού Αλέκου Παπαγεωργίου από την Μοσιά Κορινθίας
Γ/ Μαρτυρία του στρ/του Δημητρίου Μαστέλλου από το Ξυλόκαστρο Κορινθίας.

(Ηλ-κή Επιμέλεια και οι με μπλέ γραφή σημειώσεις επί των κειμένων εμού του ιδίου)
=======================================================
        (Α). ΧΡΗΣΤΟΣ Παν. ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ

Λέγομαι Χρήστος Καλομοίρης του Παναγιώτη.
Γεννήθηκα 14 Βλεβάρη 1914. Ήμουνα του '35 κληρωτός στην Κόρινθο , όλη την θητεία μου 17 μήνες την έκανα εκεί. Το '38 ξαναπήγα με για μετεκπαίδευση! Το  '40 είχε πάρει 10 ηλικίες ,μας πήγανε στην Αλβανία! Το '48 και παντρεμένος με ξαναπήρανε φαντάρο , εθνοφρουρά λεγόμαστε.
Την ίδια μέρα 28 Οκτωβρίου πήγαμε στην Κόρινθο μας εντύσανε όξω πέρα στα νταμάρια ,όχι στις στρατώνες ,κάναμε κάποιες μέρες για φύγουμε Ήταν ατμοκίνητο το καράβι.
Στο Μεσολόγγι που βγήκαμε, 2 μέρες ανάπαυση, προχωράγαμε, με τα πόδια πηγαίναμε, πήγαμε στο Αγρίνιο άλλες 2 ημέρες ανάπαυση και ούτω καθ' εξής ,πήγαμε στην Άρτα ,πήγαμε στα Γιάννενα. Μετά τα Γιάννενα περάσαμε το Καλπάκι και πήγαμε στα σύνορα σε ένα ποτάμι που περάσαμε, τα άλογα και τα μουλάρια δεν βγαίνανε μόλις πήγαινες να τα τραβήξεις βάζανε τα κεφάλια ... μες το νερό και δεν φεύγανε από το ποτάμι ,μόλις το τράβαγε ο ημιονηγούς απ! έβαζαν το κεφάλι πάλι μες το νερό!
Μάχη δώσαμε κοντά στο άνω Πέπελι κάτω Πέπελι, περάσανε 5-6 και χωριά εκεί στο πλάϊ και δεν θυμάμαι πως τα λέγανε! και  ρώτησα  ένα Αλβανό -“πεσε μου, τα χωριά ρε;” και δεν τ' αξερε και κείνος !Και φτάσαμε στους Γουργουτσάδες σε 5-6 μέρες! είχαμε κάτι θύματα! Όταν τελειώσαμε την μάχη, προς τα πέρα σκοτώθηκε της “Mπαζίνας” ο συμπέθερος τότε! Ήμουνα στον 10ο Λόχο .Τον πατέρα σου τον ήξερα! Ήτανε λοχίας, στον ίδιο Λόχο ήμαστε, σε άλλη διμοιρία !Ο πατέρα σου μια βραδιά όπως προχωρούσε ο Λόχος κοντά στους Γουργουτσάδες κόπηκε, και το σύνθημα ήτανε  στάσιμοι οι μισοί από δω οι μισοί από κει! Ο πατέρα σου μας έριξε μιά κουβέρτα Ιταλικιά και κουκουλωθήκαμε τρεις -τέσσερις εκεί και κοιμηθήκαμε με την κουβέρτα του πατέρα σου !Την νύχτα εμένανε μου φύγανε τα δόντια από το κρύο !Το πρωί α! α! α! Διαλογίστηκα τον πατέρα μου.... όλους στο σπίτι οπ! ξανά “φυτρώσανε” τα δόντια ! Εμένα μου 'φηγε και ο γελιός και δεν είχα και κουβέρτα!
Απέναντι απ' εκεί, σαν του Κοντοστάβλου ήταν η πρωτεύουσα το Αργυρόκαστρο τρέχαν τα ποτάμια νερό Δεν μπήκαμε μέσα στο Αργυρόκαστρο Το καταλάβαμε δίχως μάχη, φύγανε οι Ιταλοί.
Είχαμε τον Κακουσαίο Λοχαγό του κόπηκε το πόδι! και νοσηλευότανε μετά στο 401. Είχανε δυό διμοιρίες  με τον Σωτήρη το Μιχαλόπουλο από το Μερτσαούσι και όταν ερχόσανε από κάτω απ' τον παραλιακό τομέα που ήταν η θάλασσα μας κυκλώσανε οι Ιταλοί στρατιώτες  και ευτυχώς που ερχόσανε δύο διμοιρίες του Σωτήρη και λακίσανε  και τους σκοτώσανε διότι θα μας πιάνανε αιχμάλωτους.Όταν του λοχαγού μας Κακουσαίου του εκόπηκε το πόδι του έγινε διοικητής Λόχου ο Ανθυπολοχαγός Καννέλος- “Μπέκιος” από το Χιλιομόδι!
Πήγαμε στο χωριό Αγ. Βασίλειος το θυμάμαι , είχαμε τέσσερες -πέντε μέρες νηστικοί να φάμε ψωμί ,πρώτα μας δώσανε κάτι κουραμάνες και τα ψίχαλα εκεί τα βούτηξα από χάμω από τα χορτάρια και κατάπια  μισό στάχυ, και  μου έκατσε στο λαιμό,  κόντεψα να πνιγώ! γχά -γχά ..και το 'φτησα!
Τι τρώγαμε; μην συζητάς το ρύζι και τα φασόλια μες στο τσουβάλι μας το φέρνανε , οι μουλαράδες  τρώγανε το ζουμί και μας φέρνανε τα...Η κουραμάνα στα τέσσερα, ένα κομματάκι τόσο! Όταν ζυγώναμε σε κάνα σπίτι αλβανό:
-“Ιχτιν -Ίχτιν”(!) (Να φύγετε) ! -“Σκαρ-Σκαρ”!!(Δεν έχω) -“Ιφτιν -Ίφτιν”(!)(Να φύγετε)!
Καμιά “τούντα” με αραποσίτια που κρεμότανε σε κάνα σπίτι που πηγαίναμε για να την πάρουμε , πέφτανε απάνω να μας φάνε .Το αραποσίτι το ψέναμε δεν το τρώγαμε έτσι!
Στη Χιμάρα ήρθαμε απ' τα απέναντι βουνά  το Τάγμα, και μας πήγαμε σε μιά εκκλησία, πήγαμε  11-12 ώρα νύχτα ,ο 10ος Λόχος στην εκκλησία των Αγ. Πάντων και ξενυχτήσαμε! Η εκκλησία δεν είχε ούτε εικόνες ,ούτε παπά, τίποτα, απλώς κάτι στασίδια είχε και βάλαμε τα κεφάλια μας χάμω στα στασίδια γιά μαξιλάρι!*(*Ο 10ος Λόχος την 21ην ώραν εισήλθεν εις Χειμάραν κινηθείς εν μέσω πυκνοτάτης ομίχλης και χιονοθυέλλης και την πρωϊαν της 23ης κινείται προς ύψωμα Σκουτάρας, ένθα αφικνείται την 12ην περίπου ώραν.-Από την έκθεση Ταγμ. Εμμ. Βαζαίου-βλ. ανάρτηση 005)
Από κεί πήγαμε απάνω στη Σκουτάρα ,είχαμε και κάνα 2-3-4 απώλειες, λακίσανε οι Ιταλοί, θύματα είχανε και οι Ιταλοί 4-5 και τους κηδέψαμε έπειτα από 5-6 μέρες  που ήρθανε χωροφυλάκοι από κάτω από την Χιμάρα και φέρανε 5-6-8 πολίτες με ξινάρια και φτυάρια, στην πάνω μεριά στην Σκουτάρα εκεί ήτανε κάτι παλιογάλαρα ,εκεί βρήκανε χώμα  σκάψανε έτσι-έτσι και τους πετάξανε μέσα και τους σκεπάσανε και τους δικούς μας και τους Ιταλούς αυτό το θυμάμαι καλά-καλά εγώ.
Ανήμερα του Χριστού  στη Σκουτάρα! Ο Μπαρμπα- Αντρέας έπεσε στη νεκρά ζώνη  που δεν την είχαμε ούτε μεις ούτε κείνοι , δεν είναι πουθενά θαμμένος τον 'νε φάγανε τα τσακάλια! *(*Σκούπας Ανδρέας του Χρήστου. Στρατιώτης: Γεννήθηκε στο Αγιονόρι  Κορινθίας το 1914. Φονεύθηκε στη Σκουτάρα (ΒΔ. Χειμάρρας) στις 26 Δεκεμβρίου 1940.)Δεν έχω ακούσει τίποτα (εάν το Κράτος ενδιαφέρθηκε για την περισυλλογή των οστών τους!) Οι όλμοι μας χτυπάγανε !Κάναμε τρείς επιθέσεις να καταλάβουμε το Μοναστήρι μπροστά, τον Αί Γιώρη αλλά αποτύχαμε! *(*Το Μοναστήρι επί της Σκουτάρας ήτανε της Παναγίας της Σκουταριώτησσας-Φωτογραφία-Βλ.  ανάρτηση 001 και 011)
Του Χρηστού ανεβήκαμε στη Χιμάρα ! 6-7 Φεβράρη φύγαμε , πήγαμε στην παραλία στην περιοχή  Λούκοβο γιά καν' ένα μήνα για ανάπαυση !Ήταν ζεστό το μέρος, εκεί ήσανε και πορτοκαλιές και φάγαμε και πορτοκάλια και φάγαμε και τις πορτοκαλιές, τ'άλογα και τα μουλάργια τις ξύσανε, τις μαδίσανε ας πούμε  και έπειτα μας πήγανε στο Μεσημέρι δεξιά της Σκουτάρας μέσα στο βάθος. Από την ονομασία μπορεί να καταλάβεις , το πιό ψηλό βουνό και γύρο-γύρο είχε βουναλάκια . Κάτσαμε άλλες 35-40 μέρες, από κει έγινε η οπισθοχώρηση!
Απάνω στην Σκουτάρα δεν είχα και παγούρι γιά νερό μου είχε πέσει και μπροστά μου  ένας Ιταλός και έλεγα του Νίκου του Τόγια που είμαστε μαζί απ' εδώ απ'το Χιλιομόδι, έχει πεθάνει τώρα , μου λέει:
-“Να παγούρι που δεν έχεις, να πας αύριο  βράδυ να το πάρεις"
Είχε πέσει ο Ιταλός ανάσκελα και είχε το παγούρι. Τό 'να βράδυ τ' άλλο βράδυ δεν πήγα γω να το πάρω.  Α! πήγα και μύριζε ο Ιταλός και γυρίζω πίσω και του λέω του Νίκου Τόγια:
- “Δεν θέλω ούτε το νερό σου ,ούτε τίποτε”!
- “Γιατί;” μου λέει!
-“Βρώμαγε” του λέω ο Ιταλός! Τ' άλλο βράδυ πήγε ο Νίκος ο Τόγιας και ήφερε και το παγούρι και ήτανε γεμάτο με νερό! Ο Σταύρος του Λελέκου (Ανιψιός του γέρο Σταύρου του Λελέκου-Δικηγόρου) ήτανε δεκανέας και είχε πάει σ΄ ένα Ιταλό που είχε πέσει από δω στα 200 μέτρα και πήγε και ήφερε μια κονσέρβα και 'τρωγε και του λέω:
-“Πτού! Κονσέρβα από τον Ιταλό τρώς;”
Εκεί στη Σκουτάρα, εμείς είχαμε έναν εύσωμο ανθυπολοχαγό νέο, από της Τριπόλεως τα μέρη και φόραγε και γυαλιά μυωπίας και του λέει ένας στρατιώτης:
-“Kοίταξε κει τι κάνουν οι Ιταλοί;” !Ευθεία ήτανε 160 μέτρα αλλά για να κατέβαινες και ν' ανέβαινες ήθελες ένα μεσημέρι, και πήγε κει κάτου να δει και τακ τούρχετε μία. Εκεί σκοτώθηκε και του Νέζη του Φαρμακοποιού ο αδερφός ,Λοχίας ! Το μισό βουνό της Σκουτάρας ήτανε γκρεμίλα και δεν κατεβαίνανε το άλλο μισό απ' εδώ όποιος κατέβαινε δεν ξανανέβαινε! Ο Γιός του Σταμάτη του Κορδώση ο Γιώρης (ή Μπλατσάρας) έμεινε τραυματίας μέσα σε μιά ρεματιά μία μέρα ,ένα 24ωρο, κουκουλωμένος με την μαντία και τον μαζέψανε  οι Ιταλοί τον περιθάλψανε ,τον ποτίσανε τον ταϊσανε και μετά τον πήρανε Ιταλία , είχανε πιάσει και τον Παπαγεωργίου με τρία Γαλόνια -Λοχαγός ήτανε υπασπιστής του Συντάγματος !Πως τον επιάσανε!!!!!! αυτόν δεν ξέρω . Αυτός τους πέρασε απ' τα βουνά, τις Άλπεις , και ήρθανε (μετά)! *(* Το πότε συνελήφθη ο Λοχαγός Χαρ. Παπαγεωργίου αναφέρεται στο βιβλίο του Εμμ. Βαζαίου-- "..Εν τω μεταξύ οι Ιταλοί εναργήσαντες σποραδικές συλλήψεις μονίμων Αξ/κών εις όλην την Ελλάδα, συνέλαβαν εις Κόρινθον τους Ταγματάρχην Ταρσούλην Γ. και Λοχαγόν Παπαγεωργίου Χαραλ. και τους απέστειλαν ομήρους εις Ιταλίαν." Βλ. Ανάρτηση 017)
Πιάσαμε Ιταλούς αιχμαλώτους! Περάσανε καλά οι Ιταλοί... !
Τον Βαζαίο τον είχα ακούσει!
Μιά βολή του Πυροβολικού μας, από λάθος εκτύπησε εμάς  και σκότωσε τρεις η οβίδα. Έναν στο φορείο τον τραυματία και δύο  που τον μεταφέρναν !
Το ορειβατικό πυροβολικό ήταν κοντά 6-7 χιλιόμετρα μακριά μας απάνω στα βουνά , το βαρύ πυροβολικό ήταν 20 χιλιόμετρα μακριά τα τραβάγανε αυτοκίνητα και ήτανε και πεδινό που το τραβάγανε τ' άλογα ! Ήτανε  δύο ειδών βλήματα εθαίρο-φλεγή και κρούση-φλεγή. Τα εθαιρο-βλεγή σκάζανε στο κεφάλι μας .
Στη Σκουτάρα ήμουνα με τον Γιώρη τον Κριεμπάρδη από τον Αγιάννη όπως είχαμε λουμώξει , απ' όπως είμαστε κάναμε έτσι, τραβάει το πόδι του και πέφτει μιά οβίδα , να σαν το χέρι μου, πάφ!, εκεί πούχε το πόδι του! Παναγία βοήθα !τυχερή η Βαγγελιώ, η γυναίκα του ,σε κανα δεκαριά μέρες παιδοκομάει το τρίτο  η Βαγγελιώ , φτιάχνει τα χαρτιά του, απαλλάγηκε.
Ήτανε επάνω ο Κώστας ο Γαλάνης απ 'το Αγιονόρι, ο Γιάννης ο Ζέγκιος.....!Από τον Αϊβασίλη ήσαν  λοχίοι: Ήταν ο Παπαμιχαήλ Λοχίας, της Φωτούλας του Μπρινιάκου Λοχίας, και ο Καραντάσης λοχίας Τον Καραντάση τον σκοτώσανε οι χήρες έπειτα , είχε κάνει εγκλήματα, τα αίσχη του! *(*Γιώργιος Χαρ. Καραντάσης τσαγκάρης. Γεννήθηκε στον Άγιο Βασίλειο το 1914. Στέλεχος ΕΑΜ-ΚΚΕ !!!. Το 1946 συνελήφθη στο Στεφάνι και εφονεύθη από παρακρατικούς στον Άγιο Βασίλειο)! Ο “Κουβέλος” Μιχάλης Παπαϊωάνου από τον Αγιοβασίλη αυτοτραυματίστηκε στο δάκτυλο του, ήτανε και λοχίας!
Τα πόδια μου τ' άχω απ' τον Νίκο τον Τόγια ή δε άλλως τα πόδια μου θα μου τα κόβανε!
“Νίκο- Νίκο , τα  πόδια μου παγώσανε , έλα σήκω τον κώλο σου -μετά συγχωρήσεως- !Τα 'βαζα στο κώλο του!
-“Νίκο-Νίκο τα πόδια μου μουδιάσανε” !Τακ ,τα 'βγαζα !
 “Νίκο- Νίκο τα πόδια μου παγώσανε”! Τα πόδια μου να σώσω! Το μεγάλο μου δάκτυλο δεν έχει νύχι , τα γλίτωσα τα πόδια μου! Το γελιό το είχαμε για μαξιλάρι , είχε μιά αλλαξιά εσώρουχα να πούμε ,το κασκόλ......! Εσώρουχα είχα να αλλάξω από τον καιρό που έφυγα απ' την μάνα μου, έχασα το γελιό και δεν είχα, κάθε 15 ημέρες τα γύριζα ανάποδα.Π ου να έβρισκα μαγαζί να αγοράσω!
Από το Μεσημέρι έγινε η οπισθοχώρηση χωρίς σύνθημα! Στην Πρέβεζα πήγαμε όπως μπόργιε ο καθένας, φύγαμε χωρίς κανένα σύνθημα καμία συμβολή! Όταν ήρθαμε στην Πρέβεζα, ανέβηκε ο Διοικητής Συντ/χης Ζαλαχώρης επάνω στο τραπέζι και λέει: “Απ' αυτή την στιγμή και πέρα ήμαστε υπόδουλοι, ήμαστε αιχμάλωτοι όπως μπορέσετε να πάτε στα σπίτια σας , από τα μονοπάτια!”
Ξέρεις τι είχε πεί ο Ζαλοχώρης; “Οικονομία πυρομαχικών κατανάλωση ανδρών” και του απαντάει ο Ταγματάρχης Ταρσούλης: “Την Παναγία σου και το Χρηστό σου” -συγνώμη για την φράση- δεν σ' έχω πιό κοντά να χαραμίσω μιά σφαίρα! *(* Ο Παππούς μου καθηγητής Αναστ. Γ. Καραντούνιας υπηρετούσε στα μετόπισθεν σε μονάδα εφοδιασμού. Μου εξιστορούσε ότι ο ανώτερος αξιωματικός,τους έλεγε: "Πρέπει να τα διαθέσουμε όλα τα εφόδια του στρατού μας στο μέτωπο, διότι έαν χάσουμε τον πόλεμο δεν θα έχουμε ενοχές ότι δεν διαθέσαμε όλα τα εφοδιά μας  για την θεμιτή νίκη, εάν πάλι κερδίσουμε τον πόλεμο θα ήμαστε ήσυχοι, διότι καλώς τα διαθέσαμε όλα για την νίκη" !)
   Τ' Αγιωργιού ήμαστε στην Άρτα !Κάπου στην Άρτα από πάνω ήτανε ένα χωριουδάκι και ήτανε πλούσιο χωριό, και είχε και εφοδιασμό ο Στρατός στην οπισθοχώρηση παπούτσια αρβύλες ιματισμό τ' άχανε σκώσει και έμεινε ένας ντενεκές χαλβά, και πήραμε το χαλβά και φάγαμε και τον πετάξαμε , ήμαστε 7, εγώ, ο Βαγγέλης ο Δρεμούρας , ο Μιχάλης ο Μπισμπιρούλιας, ο Νίκος ο Τόγιας, Κώστας ο Γαλάνης... εγώ πήρα και ένα κουτί αλογόκαρφα τα είχα μιά μέρα και μετά τα πέταξα τι να τα 'κανα!

ΠΗΓΗ: Προσωπική, μαρτυρία του εκατονταετούς παππού τον Αύγουστο του 2013.    

===========================================================
    (Β). Αλέκος Παπαγεωργίου (1915-2006)


Γεννήθηκα το 1915 στο χωριό Μοσιά Κορινθίας).
……………………....................!
Οι εισαγωγικές εξετάσεις στη Σχολή Ευελπίδων ήταν δύσκολες. Υπήρχε μεγάλος συναγωνισμός.
……………………………………!
Μετά τη Σχολή Εφαρμογής της Θεσσαλονίκης, τοποθετήθηκα στη Στρατιωτική Φρουρά της Κορίνθου, στο 6ο Σύνταγμα.
………………………………………!
Όταν φτάσαμε στην Κακαβιά, έπρεπε να εγκαταλείψουμε το δρόμο και να ακολουθήσουμε τα υψώματα. Τα μουλάρια που μετέφεραν τα πυροβόλα κιότεψαν. Το ένα μετά το άλλο τα τετράποδα έπεφταν. Έπρεπε να τα ξεφορτώνουμε, για να μπορούν να σταθούν στα πόδια τους. Να τα φορτώνεις ξανά και εκείνα να ξαναπέφτουν. Η φάλαγγα σταμάτησε νύχτα, με βροχή δυνατή. Μια λύση υπήρχε. Να ανεβάσουμε τα πυροβόλα με τα χέρια. Επρόκειτο για μια υπεράνθρωπή προσπάθεια των στρατιωτών να ανεβάσουν τα πυροβόλα στη κορυφή του υψώματος.
………………………………………………….!
Βρεθήκαμε στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Το 6ο Σύνταγμα μπήκε στη μάχη και έπρεπε να καταληφθούν τα υψώματα, για να ελευθερωθεί το χωριό Μπουλαράτ, νότια του Αργυρόκαστρου.
Είχα καλή συνεργασία με το Συνταγματάρχη Παν. Ζαλαχώρη και τον επιτελή του Λοχαγό Μανώλη Βαζαίο. Οι όλμοι έκαναν καλή δουλειά. Τα βλήματα έπεφταν στα χαρακώματα και ύστερα από σκληρή μάχη οι Ιταλοί υποχώρησαν άτακτα και το χωριό έπεσε στα χέρια μας. Οι Ιταλοί οπισθοχώρησαν και κατέλαβαν τη γραμμή κοντά στο χωριό Γεωργουτσάδες.
Εκεί δόθηκε σκληρή μάχη. Ήταν το προπύργιο του Αργυρόκαστρου. Πέφτοντας η γραμμή στο χωριό Γεωργουτσάδες, ο δρόμος ήταν σχεδόν ελεύθερος για την κατάληψη του Αργυρόκαστρου. Η πρώτη γραμμή έπεσε. Ετοιμαζόμασταν για την τελική επίθεση. Εκεί σκοτώθηκε ο χειριστής του οπλοπολυβόλου. Έτσι το πήρα εγώ. Μετά τις πρώτες ριπές με χτύπησε σφαίρα πολυβόλου από ένα ύψωμα που ήταν αριστερά μας και αντιστεκόταν. Τραυματίας πλέον, με πήραν για το Σταθμό επιδέσεως και κατόπιν για το νοσοκομείο Ιωαννίνων.
Ύστερα από λίγες μέρες με μετέφεραν στο νοσοκομείο «Έλενα Βενιζέλου» στην Αθήνα, που είχε μετατραπεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Μετά τη θεραπεία πήγα στο 6ο Σύνταγμα Πεζικού στην Κόρινθο, που είχε γίνει Κέντρο Εκπαίδευσης Εφέδρων. Μετά την εκπαίδευση, οι έφεδροι κατευθύνονταν στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Εκεί ο διοικητής μου έδωσε διαταγή να μείνω στο Κέντρο.
Σύμφωνα με το νόμο, οι τραυματίες, μετά την αποθεραπεία τους, έμεναν στα μετόπισθεν. Εγώ ζήτησα να πάω ξανά στο μέτωπο. Ο διοικητής επέμενε. Ύστερα από την άρνησή μου να μείνω, απευθύνθηκε στην Αθήνα. Η Αθήνα απάντησε εφόσον επιμένει να πάει στο μέτωπο, δώσε του φύλλο πορείας να πάει στην περιοχή της Χιμάρας.
Στη Χιμάρα ενάντια στο ύψωμα Σκουτάρα που το κρατούσαν οι Ιταλοί επιχειρήθηκαν τρεις επιθέσεις. Και οι τρεις απέτυχαν με σοβαρές απώλειες.
………………………………………..
Η Γερμανική εισβολή
Στις 6 του Απρίλη του 1941 τα Γερμανικά στρατεύματα επιτέθηκαν ενάντια στην Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα από το Βουλγαρικό έδαφος. Τα ελληνικά στρατεύματα στα σύνορα Ελλάδας- Βουλγαρίας, μετά από σκληρές μάχες, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και οι Γερμανοί κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη.
Οι Ιταλοί βρήκαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν στο μέτωπο της Αλβανίας ενάντια στα ελληνικά στρατεύματα. Στο μέτωπο της Χιμάρας, μετά από σκηρές μάχες, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Τότε διοικητής της ΙΙΙ Μεραρχίας ήταν ο συνταγματάρχης Κωσταντίνος Γεωργαντάς. Οι Ιταλοί, αφού κατέλαβαν το Πιλιούρι, προχώρησαν και απείλησαν με αιχμαλωσία τη διοίκηση της ΙΙΙ Μεραρχίας. Τότε πήρα διαταγή με το λόχο να κινηθώ, για να κλείσω το ρήγμα που είχε δημιουργηθεί σ΄ αυτόν τον τομέα. Τρέχοντας ανεβήκαμε το ύψωμα και αφού αποκρούσαμε τους Ιταλούς οργανώσαμε αντεπίθεση, πιάσαμε και τρεις Ιταλούς αιχμαλώτους. Αυτοί ήταν και οι τελευταίοι Ιταλοί αιχμάλωτοι στον τομέα της Χιμάρας. Έπειτα από μια μέρα πήρα διαταγή να οπισθοχωρήσω. Η κίνηση ήταν κανονική, με λόχο απόλυτα συγκροτημένο και με ηθικό ακμαίο.
Με κάλεσε ο Μέραρχος, με συνεχάρη, πρότεινε να μου αποδοθεί το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας και να προαχθώ επ΄ ανδραγαθία στο βαθμό του υπολοχαγού. Μου δόθηκε η διαταγή να καλύψω την υποχώρηση των τμημάτων του συντάγματος και με την ίλη του Έσερμαν και ένα τμήμα μηχανικού να ανατινάξουμε τις γέφυρες αφού περάσουν όλα τα τμήματα.
Η συνθηκολόγηση
Δυστυχώς, οι τρείς Σωματάρχες Γ. Τσολάκογλου, Παν, Δεμέστιχας, Γεώργιος  Μπάκος μαζί με το Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα συνωμοτούσαν από τις αρχές του Μάρτη για να συνθηκολογήσουν με τα Γερμανικά στρατεύματα που θα επιτίθονταν εναντίον της Ελλάδας.
Για τον Σπυρίδωνα οι Γερμανοί δε θεωρούνταν εχθροί.
Στη Κονίσπολη μας ανακοινώθηκε ότι έγινε συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς και ότι έπρεπε να κινηθούμε για την Πρέβεζα. Εκεί μας ανακοινώθηκε ότι έπρεπε να παραδώσουμε τα όπλα στους Γερμανούς. Τότε πλησίασα ορισμένους αξιωματικούς. Τον υπολοχαγό Κώστα Γκίζα, τον Σταύρο Ηλιόπουλο, τον Ταγματάρχη Ταρσούλη, τον Σακελλαρίου από το Ξυλόκαστρο, και τους πρότεινα να μην παραδώσουμε τα όπλα, γιατί ο πόλεμος δεν τελείωσε. Αντίθετα, τώρα αρχίζει ενάντια στους κατακτητές. Τα όπλα μας χρειάζονταν, μας ήταν απαραίτητα.
Πρότεινα μάλιστα, εάν ο διοικητής του συντάγματος έφερνε αντίρρηση, να τον αντιμετωπίζαμε καταλλήλως. Τα όπλα θα τα δίναμε στους κατοίκους των πλησιέστερων χωριών. Δυστυχώς, υπήρξαν ορισμένες αντιρρήσεις και το σχέδιο ναυάγησε.
Έτσι παραδόθηκε όλος ο οπλισμός, εκτός από ορισμένα όπλα, τα οποία πήραν κρυφά οι στρατιώτες που κατάγωνταν από την Ήπειρο.
Όσοι κατάγονταν από την Ήπειρο πήραν το δρόμο για τα χωριά τους. Οι υπόλοιποι βάδιζαν το δημόσιο δρόμο Πρέβεζα- Άρτα. Τα περισσότερα τμήματα βάδιζαν χωρίς συνοχή. Ήταν ανακατεμένα. Η κατάσταση γινόταν πιο δύσκολη. Δούλευε η Πέμπτη Φάλαγγα!
Βαδίζοντας είχαμε και ένα ατύχημα. Μερικοί στρατιώτες προσπάθησαν να περάσουν το Λούρο ποταμό για να φτάσουν στην Άρτα έγκαιρα. Τρεις στρατιώτες πνίγηκαν. Μεταξύ αυτών πνίγηκε και ο Βασίλης Μαλαχιάς, από το Μεσινό Κορινθίας.
Σε μένα επιφύλαξε η τύχη να ανακοινώσω στους γονείς του ότι πνίγηκε ο γιός τους στον ποταμό Λούρο. Πέρασε όλες τις μάχες και τελικά τον κατάπιε ο Λούρος.
Περάσαμε την Άρτα και σταματήσαμε για ξεκούραση. ‘Ηταν βράδυ, έβγαλα τα άρβυλα (τα φορούσα πάνω από 20 μέρες) και ξάπλωσα. Με πλησίασε ένας φαντάρος και μου είπε: «Κύριε λοχαγέ, φόρεσε τα άρβυλα γιατί θα σου τα πάρουν». «Όχι ρε Κώστα δεν γίνονται αυτά τα πράγματα». ‘Άκου που σου λέω. Θα σου τα πάρουν για να οικονομήσουν λίγο ψωμί από κανένα χωριάτι». Με έπεισε και τον ευχαρίστησα. Τα ξαναφόρεσα και με πήρε αμέσως ο ύπνος.
Στα αγροκτήματα με τις πορτοκαλιές επέδραμαν σαν τις ακρίδες να φάνε τα τελευταία πορτοκάλια. Γέμιζαν όπου έβρισκαν, τους γυλιούς και έφευγαν. Όσοι υπηρετούσαν στα μεταγωγικά πήραν μαζί τους τα μουλάρια. Στην πορεία τα πουλούσαν για ένα καρβέλι ψωμί. Τα άλλα τμήματα που ακολουθούσαν και έβρισκαν μουλάρι στα χωράφια το έπαιρναν για να το πουλήσουν πιο κάτω για ένα- δύο καρβέλια ψωμί. Μερικοί στρατιώτες κρατούσαν το μουλάρι το δικό δικό τους, που το είχαν επιτάξει μόλις ξέσπασε ο πόλεμος. Έτσι, έφτιαχναν 5-6 μαζί μια ομάδα και τα φύλαγαν να μην τους πάρουν οι άλλοι στρατιώτες.
Πέρα από τη Ναύπακτο, τραβώντας για την Κόρινθο. Παρουσιάζονταν μπροστά τους οπλισμένοι χωρικοί που τους έπαιρναν τα δικά τους μουλάρια με τα όπλα. Οι φαντάροι ήταν άοπλοι και υποχωρούσαν μπροστά στη βία. Όσοι δεν είχαν ζώα, πέρασαν στο Ρίο μα καϊκια. Πέρασα στην Πάτρα και από κει κατευθείαν στο χωριό μου, στη Μοσιά Κορινθίας.
…………………………………………………………!
Στην Γερμανοϊταλική κατοχή βρέθηκα στην Αθήνα. ..Οργανώθηκα στο ΕΑΜ. Εντάχτηκα στον ΕΛΑΣ Αθήνας ως υπολοχαγός. Στην συνέχεια βγήκα στο βουνό. Ήμουν εκπαιδευτής και καπετάνιος της Σχολής Αξιωματικών του ΕΛΑΣ. Το Κράτος με αντάμειψε με φυλακίσεις δύο φορές. Με καταδίκασε σε θάνατο, δραπέτευσα από την φυλακή. Στον Εμφύλιο Πόλεμο 1946-1949 πήρα μέρος με το βαθμό συνταγματάρχη του ΔΣΕ. Διετέλεσα επιτελάρχης του Κλιμακίου της Νότιας Ελλάδας (ΚΓΑΝΕ)
Μετά την ήττα του ΔΣΕ πήρα το δρόμο για την Σοβιετική Ένωση….!

ΠΗΓΗ: Βιβλίο ΔΥΤΙΚΗ ΚΟΡΙΝΘΙΑ - ΚΑΤΟΧΗ, ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, ΕΜΦΥΛΙΟΣ Εκδ. Παρασκήνιο, Αθήνα  2008)

=======================================================
). Δημήτριος Γ Μαστέλλος (1915-1995)

 Γεννήθηκα στο Ξυλόκαστρο 2 Δεκεμβρίου 1915...........................!
Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου ήμουν στο καφενείο του Σιδηροδρομικού Σταθμού με τον αγαπημένο φίλο Αθανάσιον Φίλην, Σταθμάρχην τότε της ΣΠΑΠ Ξυλοκάστρου.
Ήτο 9η πρωϊνή όταν ακούσαμε βόμβον πολλών αεροπλάνων πολύ ψηλά με κατεύθυνσιν την Αθήνα, χωρίς να γνωρίζουμε την εθνικότητά τους……………………….!
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και ακούσαμε βομβαρδισμό χωρίς να ξέρουμε που…
Στου Κατή το Πεύκο, όργωναν αγρότες Καρυώτες οι οποίοι είδαν σύννεφα σκόνης να υψώνονται στον ουρανό και υποψιαστήκαμε βομβαρδισμό του Ισθμού Κορίνθου. Ώρα 10 το πρωϊνή κατέφθασε στρατιωτικό αυτοκίνητο από το οποίον κατέβηκε ο συμπολίτης μας στρατιώτης όν, Ευστράτιος Φιαμέγκος ο οποίος παρέδωσε στον Σταθμάρχη Αθανάσιον Φίλην, σφραγισμένον φάκελο  επιστρατεύσεως, τον οποίον ο σταθμάρχηε έπρεπε αμέσως να παραδώση στον Πρόεδρο της Κοινότητος της πόλεως, Κωνσταντίνον Βλας. Γιαλκέτσην.
Έτσι και έγινε.
…………………..!
Της κλάσεως 1923 ενθυμούμαι ήσαν στο Ξυλόκαστρο οι: Ιωάννης Δούρος (Δικηγόρος), Παναγιώτης Κάτσαβος, Δημήτριος Ψαράκης, Γεώργιος Σωτ. Σιώκος, Μιάλης Δέμης, Σωτήριος και Δημήτριος Παύλου, Γεώργιος Δημ. Ματσούκας (σκώρος), Περίανδρος Σταθακόπουλος κ.λ.π. οι οποίοι έμειναν σε διάφορες υπηρεσίες του εσωτερικού.
Άμα τη αναγνώση της διαταγής επιστρατεύσεως, ο ενουσιασμός των νέων υπήρξεν απερίγραπτος εις ολόκληρον την πόλιν μας και την περιφέρειαν.
……………………!
‘Εφυγα τότε αμέσως από τον Σταθμό και ήλθα στο σπίτι να ετοιμασθώ διά την αναχώρησίν μου, ώστε να καταταγώ το συντομώτερον. Η μάννα μου έκλαιγε, ο πατέρας μου παλιός έφεδρος αξιωματικός των Βαλκανικών πολέμων και τα κορίτσια , οι αδερφές μου μςε ενθουσιασμό και ευχές με προέπεμψαν για καλο κατευώδιο. Στο καλό και με την νίκη, μου ηύχοντο.
Πηγαίνοντας στο κέντο της πόλεως και συναντηθείς με πολλούς επιστράτους κατευθύνθημεν στην ταβέρνα του Φίλιππου του Γατσόπουλου, όπου εκεί έγινε τρικούβερτο γλέντι με πατριωτικά τραγούδια και Εθνικό Ύμνο και συζητήσεις επί συζητήσεων μέχρι τις τρείς το απόγευμα. Είχαμε ήδη συγκετρωθή πάνω από 50, ο δε δρόμος είχε κλείσει από κόσμο που ζητωκραύγαζε με ενθουσιασμό και μας επευφήμούσε. Εκεί μάθαμε για τον χωρίς επιτυχία βομβαρδισμό του Ισθμού.
Ο Βάσος ο Βαρβιτσιώτης αδελφικός μου φίλος, επίσης ο Βλάσης ο Δεμερούτης και εγώ, φύγαμε από την παρέα και φθάσαμε στα σχολεία μήπως βρούμε μέσον για να φύγουμε για Κόρινθο, να παρουσιασθούμε και να ντυθούμε στο 6ον Σύνταγμα Πεζικού. Εκεί περιμέναμε αρκετά και περί ώραν 6:30 -7 μ.μ. σταματήσαμε ένα μικρό αυτοκίνητο που ήρχετο από Πάτρα. Επέβαινε του αυτοκινήτου μία έντρομος κυρία, η οποία διεσώθη από τον βομβαρδισμόν των Πατρών, που όπως μάθαμε κατόπιν αριθμούσε πολλά θύματα και επέφερε μεγάλες καταστροφές…………………..!
Κατά τις 9 το βράδυ φθάσαμε στην Κόρινθο……………………!
Κατά της 10:30 το βράδυ άρχισε να ψιχαλίζη και λέγαμε:
-Ρε που θα πάμε; Πουν θα τη ν βγάλουμε απόψε; Και στην αγωνία μας με την έντασι της βροχής ο Βάσος θυμήθηκε ότι εκεί κοντά, στην πλατεία, στο επάνω μέρος, έμενε μία φιλική του οικογένεια από το Μάρκασι-σημερινό Μάνα- τόπον καταγωγής του Βάσου.
………………………………………………………………..!
Τα ξημερώματα σηκωθήκαμε και αφού τους ευχαριστήσαμε τους αποχαιρετήσαμε και ανεβήκαμε στους στρατώνες – στο Σύνταγμά μας για να καταταγούμε.
Μας έντυσαν και μας έστειλαν σε διαφορετικούς λόχους τον κάθε ένα.
Εμένα με έριξαν στον 2ον λόχον, με λοχαγόν τον Δημήτριον Γκάνα, έναν λεβέντη δύο μέτρα.
Ο Βάσος τοποθετήθηκε στον 3ο λόχον πολυβόλων, με λοχαγό τον Παπαγεωργίου και ο Βλάσης στο Τμήμα τραυματιοφορέων.
Την ώρα που μπήκα στην αποθήκη εφοδιασμού για να πάρω ιματισμό και οπλισμό, πίσω μου βρέθηκε ο Βλάσιος Μαλαχάτης συμμαθητής μου και φίλος μου από τα Περαμερίτικα, περιοχή Αργοναυτών Ξυλοκάστρου. Κατήγετο από καλήν οικογένειαν, ήτο εξαιρετικός ψάλτης.
Τον Βάσο και τον Βλάση Δεμερούτη δεν τους ξαναείδα εκεί.
Στην αποθήκη του λόχου μας έδωσαν αντίσκηνο για δύο (Μίμης- Βλάσης Μαλαχάτης) και λοιπά ατομικά είδη.
Στήσαμε τη σκηνή μας και εμείναμε εκεί όλη μέρα και όλη τη νύχτα. Την επομένη το πρωϊ συνεκροτήθη ο λόχος σε διμοιρίες και ομάδες. Εγώ ανήκα στη διμοιρία Καρβέλη με τον Βλάση Μαλαχάτη και τον Μακρή εξ Αιγίου, υπό Διοικητήν Τάγματος, Πρακτικάκην εκ Κρήτης, λεβέντη και μπεσαλή.
Επήραμε τας 6μ.μ. αφού συνεκροτήθη το τάγμα μας, οδοιπορικώς φθάσαμε μέχρι το Δικαστικό Μέγαρο και εκεί στρατοπεδεύσαμε περιμένοντας την επιβίβασίν μας εις το πλοίον. Προηγήθη ημών η επιβίβασίν μας εις το πλοίον. Προηγήθη ημών η επιβίβασις μεταγωγικών, δηλαδή ημιόνων και λοιπών υλικών και βαρέων όπλων του τάγματος.
Κατά τας 10 το βράδυ επεβιβάσθημεν του πλοίου-μικρού φορτηγού-υπό την επωνυμίαν «ΕΛΛΗΝΙΣ».
Η αναχώρησίς μας έγινε κάτω από τις επευφημίες του Κορινθιακού λαού. Διάφορα συναισθήματα πλημμύριζαν το είναι μας. Τι υπερηφάνεια, χαρά, ενθουσιασμός, ένας παλμός που δονούσε την ψυχή και την καρδιά μας, χωρίς καθόλου να σκεπτόμαστε τις ταλαιπωρίες και ό, τιδήποτε άλλο που θα μας περίμεναν στην συνέχεια.
Η νύχτα ήτο φεγγαρόλουστη. Βολευτήκαμε στριμωγμένοι στο κατάστρωμα και εξεκινήσαμε με κατεύθυνσι προς Πάτρας.
Κατά τις 4 η ώρα το πρωϊ ενώ το πλοίο παράπλεε τα δαντελωτά παράλια του Κορινθιακού, περνούσαμε από το Ξυλόκαστρο, μόλις το αντελήφθημεν, δίπλα μου λαγοκοιμόταν ο σαλπιγκτής του λόχου μας, Νίκος Ρολογάς, παλιός υπηρέτης του σπιτιού μου, τον σκούντησα και διαπιστώνοντας και αυτός ότι όντως περνούσαμε από το Ξυλόκαστρον πήρε την σάλπιγγα και εσάλπισε το σήμα: «Προσοχή-Προσοχή» έτσι, σαν ένα γειά στην πόλι μας, και ασφαλώς από την παραλία αντελήφθησαν την διέλευσιν στρατιωτικού τμήματος με πλοίο.
Συνεχίσαμε τον πλούν- το ταξίδι μας και περί ώραν 3-4 μ.μ. το πλοίο έφθασε στο λιμάνι της Ναυπάκτου. Με τάξιν επεβιβάσθημεν στην Ναύπακτο και μας έφησαν ελεύθερους μέχρι τις 5 το απόγευμα, με την διαταγή «άμα τω ακούσματι του προσκλητηρίου σαλπίσματος να συγκεντρωθούμε σε προκαθορισμένο σημείο». Διεσπάρημεν σε διάφορα κέντρα για να φάμε κάτι. Η πόλις φιλοξενούσε τόσον στρατόν και έπρεπε όλοι κάτι να φάνε- εμείς εφάγαμαι θυμάμαι ψαρόσουπα.
Σε λίγο άρχισε να ψιχαλίζη και χωρίς να περιμένουμε το προσκλητήριο σάλπισμα, αρχίσαμε να συγκεντρωνώμεθα στο πρό καθορισθέν σημείον. Όταν συγκεντρώθησαν όλοι, ο διοικητής κ. Πρατικάκης, μας είπε ότι θα βγούμε από την πόλι και θα διανυκτερεύουμε έξω στις σκηνές μας. Δυστυχώς μας παρεπλάνησε σύμφωνα με την διαταγήν, που είχε προφανώς από τους ανωτέρους του.
Και ο Γολγοθάς μας άρχισε: πεζοπορώντας δι΄ όλης της νυχτός και υπό βροχήν οδεύαμε προς μέτωπον.
Κατά το διάστημα της πορείας μας, το τάγμα διελύθη και πολλοί βραδυπορούντες από την κούρασι και κάτω από το βάρος του οπλισμού και μούσκεμα από τη συνεχή βροχή και από τις καρούλες στα άμαθα πόδια, από τις αρβύλες, όντες όλοι ασυνήθιστοι, πέφταμε από δω και από εκεί στις άκρες του δρόμου. Στην ίδια κατάστασι εβρέθημεν και εμείς, ο Βλάσης Μαλαχάτης, ο Σπύρος Σπυρογιαννάκης από Κόρινθο και χειρότερα από όλους εγώ που ήμουν εντελώς αμάθητος από κακουχίες και τέτοιου είδους οδοιπορίες.
Στην ίδια κατάστασι μ΄ εμάς ήσαν και πολλοί άλλοι στρατιώτες. Ο γιατρός του Τάγματος κατόπιν διαταγής, τελευταίος όν, εμάζευε τους βραδυπορούντας και τους παρότρυνε με στοργή και πατρική αγάπη να προχωρήσουν με όλες τους τις δυνάμεις μέχρι του κοντινότερου χωριού Γαβαλού, όπου και θα διημερεύαμε.
Φθάνοντας ο γιατρός στο ύψος που βρισκόμαστε και εμείς οι τρείς, σταμάτησε από τα βογγητά μου κατέβηκε από το άλογό του, και προσπάθησε να με ανεβάση στο άλογο. Επειδή μόνος του δεν τα κατάφερνε, τον βοήθησαν οι δύο συνστρατιώτες μου με όσες δυνάμεις τους είχαν απομείνει…Αφού γονάτισε ο Σπύρος και με έβαλαν πρώτα στην πλάτη του, ο γιατρός και ο Βλάσης ο Μαλαχάτης με κρατούσαν και ο Σπύρος ανωρθωνε σιγά-σιγά την πλάτη του και με ανέβασαν στο άλογο. Εκεί με υποβάσταζαν οι φίλοι μου και έφθάσαμε κατά τις 4 το πρωϊ στην Γαβαλού.
Την σκηνήν αυτού του περιστατικού δεν θα την ξεχάσω ποτέ και θα χρεωστώ ευγνωμοσύνη στους φίλους και συνστρατιώτες μου αυτούς.
Στήσαμε τις σκηνές μας επάνω στον δρόμο, που ήσαν χαραγμένες ροδοσιές από κάρα που είχαν περάσει πριν από εμάς. Εκεί στρώσαμε κλαριά και μία κουβέρτα και στην ίδια σκηνή που είναι μόνο για 2 στρατιώτες στριμωχτήκαμε πλάτη με πλάτη 5 και εκεί ξεραθήκαμε ψόφιοι από κούρασι.
Από την αρχή της αφηγήσεώς μου ξέχασα να αναφέρω ένα σημαντικό προσωπικό μου θέμα. Όταν επιστρατεύθην μόλις είχα αναρρώσει από οξεία αμυγδαλίτιδα και ο φόβος των γονιών μου για την υγεία μου εξισώνετο με αυτόν τον ίδιο τον πόλεμο και τις κακουχίες του. Και όταν έφυγα με φορτώσανε μάλλινες φανέλλες και μπλέ ντε μεθιλέν και πλαφοβίτες-φάρμακα της εποχής- για τον λαιμό. Αλλά εκεί που πηγαίναμε, είχαμε την πίστη και την πεποίθησι ότι μπροστά μας πήγαινε ο Χριστός και η Παναγία μας και μας φύλαγαν και μας βοηθούσαν, και τα πέταξα όλα αυτά, δεν μου χρειάστηκε τίποτε, έγινα άλλος άνθρωπος, τόσο, που δεν το πίστευαν ούτε οι δικοί μου.
Κατά τις 8 το πρωί συννεφιά και ομίχλη ανάγκασε τους ανωτέρους μας να μας ξυπνήσουν, που είμαστε καταμεσής του δρόμου, φοβούμενοι αεροπορικήν επιδρομήν.
Στήσαμε κανονικά τις σκηνές μας στο παρακείμενο δάσος για να καμουφλαριστούμε και εκεί να ξεκουραστούμε και εκεί να ξεκουραστούμε. …......................!
Στην ανάπαυλα αυτή έβ-γαλα τις αρβύλες μου και ο Σπύρος Σπυρογιαννάκης μου έσπασε με την βελόνα-από τα είδη αυτά είχαμε όλοι μας , να ράβουμε κανένα κουμπί κλπ. τις καρούλες κλπ τις καρούλες στα πόδια μου, και από το φαρμακείο του λόχου πήρε ιώδιο και τα απολύμανε.
Εκεί εμείναμε δύο ημερόνυκτα. Αυτές τις ώρες της αναπαύσεως, το μυαλό μου ταξίδεψε στο παρελθόν και μεταξύ των άλλων θυμήθηκα τα λόγια του πατέρα μου: Εγώ πάντα ενθουσιώδης έλεγα «πόλεμος-πόλεμος» και ο μακαρίτης, από την πείρα του των πολέμων 1897 και 1912-13, μου έλεγε "κόκα"(στ΄ αρβανίτικα σημαίνει: αγύριστο κεφάλι) πόλεμος δεν είναι η μάχη, πόλεμος είναι η κακουχία» και τώρα που τα ζούσα και εγώ ο ίδιος και είχε αρχίσει και για μένα η κακουχία,… έκλαψα πικρά. Όχι από δειλία, ούτε από φόβο, αλλά τώρα συμμεριζόμουν το μέγεθος της πραγματικότητος των λόγων του πατέρα μου, που και αυτόν τίποτα δεν τον δείλιασε στους πολέμους που πολέμησε με όλες του τις δυνάμεις. Ήτο ένας αληθινός πατριώτης, συνετός και φιλόπατρις! Ένας σωστός Έλληνας.
Στο χωριό Γαβαλού, μεγάλο χωριό πάνω από 3.000 κατοίκους, μας πήραν στα σπίτια τους μας στέγνωσαν από την βροχή και μείναμε 2 βράδυα εκεί φιλοξενούμενοι σε σπίτια οικογενειών, των οποίων οι άνδρες και τα παιδιά τους ήσαν προ πολλού επιστρατευμένοι, ίσως και προ του τορπιλλισμού της ΕΛΛΗΣ.
Μας φιλοξένησαν ωσάν να είμαστε παιδιά τους, μας έστρωσαν κάτω στρώματα, με καινούργια σεντόνια λευκά. Εκεί εμείναμε οι τρείς μας, ο Σπ. Σπυρογιαννάκης, ο Βλ. Μαλαχάτης και εγώ, για δύο βράδυα. Το σπίτι ήτο ισόγειο, οι άνθρωποι καλοί, μας φρόντισαν με αγάπη και καλοσυνάτη προθυμία. Την Τρίτη ημέρα μείναμε καμουφλαρισμένοι στο χωριό, για φόβο αεροπορικής επιδρομής. Το βράδυ, μόλις άρχισε να συθαμπώνη, όλο το 6ο Σύνταγμα Κορίνθου, συνετάχθημεν υπό τον Συνταγματάρχην Διοικητήν Ζαλαχώρην, με προορισμό το μέτωπο.Με επικεφαλής τον Διοικητή ξεκινήσαμε τελείως ξεκούραστοι .............……………!
Τον Διοικητήν ακολουθούσε το πρώτο τάγμα στρατού υπό τον Ταγματάρχην Μπουαμουρέλην, μετά το δεύτερο τάγμα υπό τον Ταγματάρχην Πρατικάκην όστις ήτο και Διοικητής μου, ένα ξεχωριστό παλληκάρι, με θάρρος και αγωνιστικότητα. Ακολουθούσε το τρίτο τάγμα υπό τον Διοικητήν Ταρσούλην εις του οποίου το τάγμα ανήκε και ο Λοχαγός Χαράλαμπος Παπαγεωργίου εκ Κορίνθου και βοηθός του ο στρατιώτης Βάσος Δ. Βαρβιτσιώτης ως ορτινάντζα.
Ακολουθούσε ένα Τάγμα Ορειβατικού Πυροβολικού με σκοπόν να υπερασπίζη τα πεζοφόρα τμήματα του 6ου Συντάγματος.
Όλη την νύκτα περπατήσαμε χωρίς να κουραζόμαστε, είχαμε πλέον συνηθίσει και το καλαμπουρίζαμε , ταυτοχρόνως δε ο Βλάσης Μαλαχάτης και ο Σπυρογιαννάκης έψελναν καθ΄ οδόν όλη την λειτουργίαν και άλλους εκκλησιαστικούς ύμνους, καθ΄ ότι ο Βλάσης ήτο ψάλτης στον Άγιο Βλάσιο Ξυλοκάστρου. Όλοι εμείς οι άλλοι τους συνοδεύαμε και τους ακομπανιάραμε και έτσι ο Θεός μας δυνάμωνε και με όλα αυτά περνούσε ο δρόμος ευχάριστα.
Μετά τα μεσάνυχτα δηλαδή μετά τις 2-3, οι προφυλακές μας προχωρούσαν και έψαχναν να βρούμε κατάλληλο κατάλυμα για την ημέρα που να μας καλύπτη από τυχόν αεροπορική επιδρομή. Αυτές τις ώρες από 3 π.μ. και έπειτα άρχιζε ο κάματος και περπατούσαμε σχεδόν κοιμισμένοι. Το πρωϊ κατά τις 5 σταματήσαμε και ο λόχος Διοικήσεως του Συντάγματος είχε έτοιμο το τσάϊ με κονιάκ και άρχισε η διανομή, να ζεσταθούμε.
Μετά ανοίξαμε τα αντίσκηνα και πέσαμε για ύπνο όλη την ημέρα.
Το μεσημέρι πήραμε συσσίτιο κανονικό και κατόπιν το πρόγραμμα είχε καθορισμό οπλισμού και πάλι ύπνο μέχρι το σύθαμπο. Αυτό γινόταν ώσπου φθάσαμε στο Αγρίνιο και κατασκηνώσαμε σ΄ ένα ελαιώνα όλη η Μεραρχία ήτοι: 6ον Σύνταγμα Ευζώνων Μεσολογγίου, μαζί μας και το 3ο Σύνταγμα Ορεινού Πυροβολικού. Την πρώτην ημέραν εκεί, αναπαυθήκαμε αρκετά! Την δεύτερην ημέραν μας είπαν ότι θα έκανε επιθεώρησιν ο Διοικητής της Μεραρχίας Στρατηγός Γεώργιος Μπάκος, πολύ λεβέντης και παλληκάρι, τον οποίον έσφαξαν αργότερα οι αντάρτες, στα «Δεκεμβριανά».
Την ώρα που άρχισε να μιλάη για να μας ενθαρρύνη, μας είπε για την άδικη επίθεση των Ιταλικών δυνάμεων και τελείωσε με τα λόγια: «Η πληγωμένη Παναγιά της Τήνου μας βοηθεί και μας προστατεύει» τότε, έκλαψαν όλοι οι στρατιώτες μαζί τους κι  εγώ… Συγκινημένοι και ενθουσιασμένοι από τα λόγια του στρατηγού ζητωκραυγάζαμε: «Ζήτω ή Ελλάς!» Μοιράσθηκε τότε σε όλους, μια χάρτινη εικονίτσα της Παναγίας μας για να μας φυλάει… Δεν την αποχωρίσθηκα ποτέ… Την έχω ακόμη επάνω μου!
Εκεί για τελευταία φορά συνάντησα τον Κώστα Κωνσταντινίδη, ένα λεβέντη, τίμιο και φιλόπατρη πρόσφυγα από την Μικρά Ασία, ο οποίος και σκοτώθηκε μετά σε κάποια μάχη. Ήτο ένας υπέρμαχος άνθρωπος, καλός και θαρραλέος στρατιώτης. Επίσης εκεί συνάντησα για τελευταία φορά και τον Αποστόλη τον Μαγκαφώτη.
Την Τρίτη βραδιά, συνεχίσαμε την πορεία μας, περάσαμε την Άρτα και φτάσαμε έξω από τα Γιάννενα και στρατοπεδεύσαμε για λίγες ώρες στο αεροδρόμιο των Ιωαννίνων.
Εκεί μας μοίρασαν ξηρά τροφή, δηλαδή από μία ρέγκα και κεφαλοτύρι. Κάπου βρήκε ο Σπυρογιαννάκης μια εφημερίδα και έψησε(!) την ρέγκα και αφού τσιμπήσαμε –και λυσσάξαμε, τόσον αλμυρά και τα δύο(!)- ξεκινήσαμε και πάλι πεζοπορία για τον προορισμό μας που ήτο το μέτωπο. Από εκεί κι επάνω ήτο πλέον ζώνη επιχειρήσεων. Εκεί είδαμε τα πρώτα καμιόνια με Ιταλούς αιχμαλώτους να κατεβαίνουν προς Ιωάννινα, αξύριστοι, φοβισμένοι, ταλαιπωρημένοι και ζητούσαν ψωμί και νερό.
Ένας στρατιώτης, Καραγκούνης ονόματι, τους κτυπούσε με το κράνος. Τότε πολλοί στρατιώτες δικοί μας, αγανακτισμένοι τον τραβούσαν και τον μάλωναν γι΄ αυτό που έκανε. Αυτός φοβέριζε και έβριζε ότι σαν θα έφθανε στο μέτωπο δεν θα άφηνε Ιταλό(!) για Ιταλό(!) έκανε το παλληκάρι… Μα τα παλληκάρια, δεν χτυπούν δεμένους αιχμαλώτους, δείχνουν αλλιώς την παλληκαριά τους! Προχωρώντας εφθάσαμε στην γέφυρα των Αγίων. Εκεί είδαμε την πανωλεθρία που είχαν πάθει οι Ιταλοί. Ενώ ήρχοντο κατά φάλαγγας συντεταγμένοι, με προορισμό την Αθήνα, για να πιούνε καφέ στην Ομόνοια, όπως έλεγαν καυχώμενοι, μόλις πέρασαν το μέσον της γέφυρας, ο θρυλικός ταγματάρχης Κωστάκης τους καρτερούσε μαζί με τα παλληκάρια του, έχοντας πιάσει κατάλληλη θέσι, έβαλε με τα πυροβόλα του. Οι δικοί μας ήταν καλά ταμπουρωμένοι, έκαναν επίθεσι κατά της γέφυρας και οι Ιταλοί με τα ποδήλατα έπεσαν όλοι στο ποτάμι που ήτο περίπου 40 μέτρα φάρδος μα από τις βροχές κατέβαζε πάρα πολύ νερό και πνίγηκαν.
Του λοιπού, όπου ακούγανε οι Ιταλοί Κωστάκη, έτρεμαν από το κακό που τους είχε προξενήσει.
Προχωρώντας φθάσαμε στο Καλπάκι. Από εκεί κι επάνω ζήσαμε την βιβλική καταστροφή των Ιταλών κατά την Ελληνική αντεπίθεσι. Στρατιώτες σκοτωμένοι, εγκαταλελειμμένα πυρομαχικά - όλμοι, χειροβομβίδες οπλοπολυβόλα κλπ - άλογα σκοτωμένα, βαλίτσες ανοικτές με διάφορα προσωπικά είδη και κολόνιες σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Έλληνα στρατιώτη σκοτωμένο ως αυτή την ώρα, δεν είδα. Άκουσα από φίλους στρατιώτες, οι οποίοι είδαν με τα μάτια τους τον λόχο σκαπανέων, να συλλέγουν τους Έλληνας νεκρούς και να τους μεταφέρουν για ταφή σε ορισμένους χώρους.
Πόλεμος γινόταν, ήτο δυνατόν να μην υπάρξουν θύματα; Μεταξύ των σκαπανέων του λόχου ήτο και ο εξάδελφος μου Δημήτριος Κων. Μαστέλος, από το Ξυλόκαστρο- αδελφός της Ελευθερίας συζ. Γεωργίου Κίσσα- ένας πανύψηλος, λεβέντης ως εκεί πάνω που δεν δείλιαζε μπροστά σε τίποτα, ο οποίος και σκοτώθηκε αργότερα σε κάποια μάχη για την κατάληψι ενός υψώματος. Ο Θεός ας τον αναπαύση.
Προχωρώντας φθάσαμε στο τελευταίο χωριό των συνόρων, το Περιστέρι, εκεί μείναμε σε ένα δάσος από αγριοκαστανιές. Το έδαφος ήτο στρωμένο από τα φύλλα των δένδρων, γύρω στο ένα μέτρο, είμαστε δε και πέντε (5) μέρες νηστικοί και ψάχναμε να βρούμε αγριοκάστανα για να φάμε.
Από τα κοντινά υψώματα παρακολουθούσαμε τις μάχες. Συνεχώς έβαλαν τα πυροβόλα ορεινού και πεδινού πυροβολικού και από τον ήχο του θορύβου ξεχωρίζαμε τις δικές μας- από τις Ιταλικές οβίδες. Αφουγκραζόμαστε και λέγαμε: -Δική μας! Δική τους!
Εκεί που καθόμαστε με τους άλλους συνστρατιώτες και κατά τις 10-11 το πρωί με πλησιάζει σούρνωντας ένας στρατιώτης ονόματι Σταύρος Πουγκιάλης-συντοπίτης μου- αλλά από τα γένια δεν τον γνώρισα και μου έδωσε κάτι στο χέρι, από τον Βάσο Βαρβιτσιώτη μου είπε. Ήτο ένα κομμάτι μαπολάχανο, ποιος ξέρει που το είχαν βρεί και μου έστειλε κι έμένα ο Βάσος. Ήτο δε τόσο παγωμένο που καθώς κατάπινα, το ένοιωθα να φθάνη παγωμένο στο στομάχι. Ένοιωθες μέσα και έξω παγωνιά. Μα μέσα στην πείνα ήτο καλοδεχούμενο και μου ζέσταινε την καρδιά ή έννοια και το ενδιαφέρον του φίλου μου, που με σκέφθηκε και μου το έστειλε! Έκτοτε, -στο μέτωπο- δεν είδα κανέναν από αυτούς.
Η επομένη, ήτο μία ημέρα ηλιόλουστη και όπως προχωρούσαμε να φθάσουμε στα σύνορα επάνω, σταματήσαμε σε κάτι μεγάλα βαθουλώματα που ίσως να προήρχοντο και από βόμβες Ιταλών. Εκεί βολευτήκαμε ανά 15-20 στρατιώτες. Ήσαν δε πολλά τέτοια βαθουλώματα και πέσαμε να κοιμηθούμε.
Τότε με πλησίασε ο Ανθυπολοχαγός Καρβέλης, διοικητής του λόχου μας  *(* Ο Ανθγός Καρβέλης  Σπυρίδων με καταγωγή από το Μεσολόγγι τραυματίστηκε στις μάχες του υψώματος Αγίου Αθανασίου στο χωριό Βουλιαράτι, σύμφωνα και με την έρευνα του ερευνητή Αγαθοκλή Παναγούλιαμε βοηθούς του λοχίες, από τη Βόχα διδασκάλους το επάγγελμα. Και μου είπε ο Καρβέλης:
-Μαστέλλο το πρωϊ έχουμε επίθεση, δωσ΄ τους θάρρος, το ίδιο θα κάνω και εγώ με τους άλλους, στα άλλα βαθουλώματα.
Τότε εγώ ανέλαβα να τους μιλήσω και να τους ενθαρρύνω με λόγια θερμά και ενθουσιώδη, ο κάθε ένας στο πόστο του και με τις δυνατότητές του να κάνη το καθήκον του………………!
Δεν είχαμε πάρει ακόμα το βάπτισμα του πυρός!
Με ανεβασμένο το ηθικό μας καληνυχτίσαμε ο ένας τον άλλον και πέσαμε για ύπνο ανά δύο. Εγώ έπεσα με τον Χρήστο τον Παπαθεοφάνους βάζοντας τους γυλιούς μας από κάτω για στρώμα και μαξιλάρι και ανοίξαμε μια κουβέρτα και σκεπαστήκαμε. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι και σε λίγα λεπτά τελείωσαν. Σταμάτησαν και οι ελάχιστοι ψίθυροι και σε λίγο είχαμε όλοι κοιμηθή…Ήτο δε μία φεγγαρόλουστη βραδυά εξέχαστη που νόμιζες ότι δεν προμηνούσε τίποτα κακό…Ήτο σαν μια από τις φεγγαρόλουστες νύχτες της ειρήνης, μόνο που σκεπτόμαστε ως ότου μας πάρη ο ύπνος, αν θα επιζούσαμε, γιατί το πρωί ξημερώματα θα μπαίναμε και εμείς ουσιαστικά και πραγματικά στη μάχη, στον πόλεμο! Ναι, το σκεπτόμαστε και δεν ήτο αδυναμία, ήτο ανθρώπινο, αν θα επιζήσουμε να χαρούμε και πάλι τέτοια φεγγαρόλουστη βραδυά. «Όταν κινδυνεύης να χάσης κάτι που έχεις κι ας είναι συνηθισμένο, τότε το εκτιμάς.»
Κατά τις 2.30΄ μ.μ. με ώρα 3΄ μ.μ. ξυπνήσαμε ξαφνικά κάτω από ραγδαιοτάτη βροχή, που ούτε καν είχαμε πάρει είδησι, καθ΄ ότι η βραδιά δεν προμηνούσε κάτι τέτοιο. Σηκωθήκαμε και οι αξιωματικοί μας φώναζαν και έδιναν το σύνθημα να συνταχθούμε και να προχωρήσουμε, ώστε να φθάσουμε στην κορυφή του υψώματος που θα αντικαθιστούσαμε το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων Λαμίας, που ήδη βρισκόταν στην πρώτη γραμμή από την πρώτη στιγμή της επιθέσως.
Αυτό και εκάναμε. Αυτό που είδα δεν θα το ξεχάσω ποτέ όσο ζώ!!!
Αυτό ήτο η πρώτη γεύση των μαχομένων… Είδαμε τα φαντάσματα του 5/42… Στρατιώτες καταπονημένοι, αξύριστοι, ξυπόλητοι γιατί οι αρβύλες τους  είχαν κομματιαστεί, κατακουρασμένοι και αγριεμένοι από τη μάχη, αλλά θαρραλέοι. Αυτοί ήταν που έδιναν κουράγιο και θάρος σ΄ εμάς που παίρναμε την θέσι τους στην μάχη. Ολοκληρώθηκε η αποχώρησίς των, υπό ραγδιοτάτην βροχήν και επήραμε εμείς την θέσι του πλέον.
Μαζί πάντα με τον Χρήστο Παπαθεοφάνους, βάλαμε τους δυό γυλιούς κάτω και καθίσαμε κοντά- κοντά, πλάτη με πλάτη και σκεπαστήκαμε με το αντίσκηνο ως όπου περάση η βροχή το ίδιο έκαναν και οι άλλοι στρατιώτες. Όπως κρατούσαμε το αντίσκηνο με τα χέρια μας, τις παλάμες προς τα επάνω, έμπαινε το νερό από τον καρπό του χεριού και έφθανε στην μασχάλη. Μπορείτε να φανταστείτε την παγωνιά και το συναίσθημα της πραγματικότηος!!! Και πάλι θυμήθηκα τον πατέρα μου, που μας έλεγε για τις κακουχίες που είχε περάσει στους πολέμους του 1912-13 στο Κιλκίς, στο Λαχανά και του 1917 με τρομερές εμπειρίες, τις οποίες ζούσα και εγώ αυτές τις ώρες και έκλαψα βουβά και πάλι…
Η βροχή συνεχίστηκε μέχρι τις 7 η ώρα το πρωί. Ξημέρωσε μία θολή συννεφιασμένη ημέρα αλλά επιτέλους η βροχή είχε κοπάσει.
Τότε ακούσαμε βόμβο αεροπλάνων. Ήτο ένα ανιχνευτικό Ελληνικό. Μετά παρέλευσιν δευτερολέπτων άρχισε μπαράζ βαρέως πυροβολικού και δικού μας και εχθρικού: προοίμιον επιθέσεως. Κατά τις 7.45 π.μ. (οκτώ παρά τέταρτο), ο λοχαγός διέταξε να βγάλουμε ανιχνευτάς προς αναγνώρισιν εδάφους. Τότε διέταξε ο Χρήστος Παπαθεοφάνους τον Νικολάου και τον Καραγκούνην να προχωρήσουν καμιά εκατοστή (100) μέτρα γι΄ αυτόν τον σκοπόν. Ο Νικολάου υπήκουσε εις την διαταγήν, εν αντιθέσει προς τον Καραγκούνην, που έκανε τον παλληκαρά στον δρόμο, φέρνοντας αντίρρησιν είπε: «σκτώστε με δεν πάω πουθενά», είχε τόσο πανικοβληθή ο καημένος! Τότε προχωρήσαμε ο Νικολάου κι εγώ με κάθε επιφύλαξι και προσοχή, δεδομένου ότι στα (100) εκατό μέτρα βασίλευε πανδαιμόνιο από τις οβίδες. Χαλούσε ο κόσμος! Ήτο αδύνατον να προχωρήσουμε από τα διασταυρούμενα πυρά!
Ήτο η ώρα οκτώ παρά ένα λεπτό. Ο λοχαγός μας με το επιτελείο του ήτο πίσω μας, επάνω σε μία μεγάλη πέτρα. Καθώς ήτο ψηλός και λεβέντης εφάνταζε ωσάν Ολύμπιος Ζεύς!
5 Δεκεμβρίου 1940, *(*Ο τραυματισμός του Δ. Μαστέλλου έγινε ή 30 Νοεμβρίου 1940 ή 1η Δεκμβρίου 1940 και όχι 5/12/40, σύμφωνα και με την έκθεση του Ταγματάρχη Εμμ. Βαζαίου , όπου αναφέρεται: "...Κατά την 29-11-1940 τα δύο Συντάγματα  6ον και 12ον ενήργησαν τας αναγνωρίσεις των, καθώρισαν τους αντικειμενικούς των σκοπούς και ήσαν έτοιμοι να ενεργήσωσι την επίθεσίν των την πρωϊαν της 30-11-1940.1)  Μάχη Μπουλαράτ.­ Αυτή διήρκεσεν επί διήμερον , του 6ου Συντάγματος καταλαβόντος τα χωρία Βοντίνιε, Μπουντρίστε, Μπουλαράτ..."(Βλέπε ανάρτηση 005) ώρα 8 τo πρωί! Αριστερά μας, ψηλά στo ύψωμα ήταν το 12ο Σύνταγμα Πατρών και δεξιά μας προς Κακκαβιά τo 39ο Σύνταγμα Μεσολογγίου. Οκτώ η ώρα ακριβώς ακούστηκε η βροντερή φωνή του λοχαγού:
-«Έφ όπλου λόγχη!» και ταυτόχρονα είχε δοθεί η ίδια εντολή σε όλη τη γραμμή από Κορυφής έως Κακκαβιάς, από το στρατηγείο.
Την ίδια στιγμή οι σαλπιγκτές έδιναν με τις σάλπιγγες το σύνθημα "προχωρείτε-προχωρείτε" Ανατρίχιασα. Ανάμικτα συναισθήματα κυριαρχούσαν μέσα μου. Ενθουσιασμός, συγκίνηση κι αυτό το δυνατό αίσθημα ότι υπερασπιζόμουν αυτή την στιγμή ό, τι ιερότερο είχα, την τιμή και το δίκαιο της πατρίδος μου. Όλα αυτά με γέμισαν έναν αυθορμητισμό, πού πιστεύω ότι όλοι μας έτσι σκεπτόμαστε: να ριχτούμε στην μάχη και να νικήσουμε με κάθε τρόπο τον εχθρό!.
Οι αλαλαγμοί μας έφθαναν στον ουρανό. Κι έτσι μ' αυτό τo σύνθημα ξεκινήσαμε αλαλάζοντες συνθήματα ενθουσιώδη όπως: « Αέρα- Αέρα! Στην θάλασσα τους Ιταλούς! Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω η Βόρειος Ήπειρος!», και προχωρούσαμε προς κατάληψη του χωριού.
Όταν φθάσαμε στα πρώτα σπίτια του χωριού Βουλιαράτες, απευθύνεται σε μένα αγριεμένος ο ανθυπολοχαγός Καρβέλης (2) και μου λέει:
-«Προχώρα στο κέντρο του χωριού και εγώ πάω δεξιά να πιάσω τα μεταγωγικά με κανόνια ορειβατικού πυροβολικού που είχαν κυκλώσει οι δικοί μας.» Ήταν η τελευταία στιγμή που είδα τον Καρβέλη. Χάθηκε τρέχοντας από τα μάτια μου, καθώς προχωρούσα προσεκτικά προς το κέντρο του χωριού εκτελώντας τη διαταγή του. Οι άνδρες είχαν μοιραστεί. Κάποιοι τον ακολούθησαν, άλλοι προχωρούσαμε μαζί ακροβολισμένοι, κοντά στα σπίτια, στον δρόμο του χωριού, προς τα εκεί που πιστεύαμε ότι θα βρίσκαμε την πλατεία. Νοιώθαμε πίσω από τα παραθυρόφυλλα μάτια να μας παρακολουθούν. Ελπίζαμε να ήσαν φιλικά και τότε, άρχισαν να τερετίζουν τα μυδραλιοβόλα. Όλμοι έπεφταν από παντού, εμείς προσπαθούσαμε να καλυφθούμε χωρίς να διαλυθούμε, να οχυρωθούμε κάπου και να απαντήσουμε στα πυρά. Με κοφτές διαταγές ένας λοχίας μας οδήγησε προς το ύψωμα Άγιος Αθανάσιος από τη μιά πλαγιά του χωριού. Πυροβολούσαμε προς το σημείο που φαίνονταν τα εχθρικά πυρά. Κάποιοι από τους δικούς μας που είχαν προηγηθεί και βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του χωριού χωρίς να τους έχουν πάρει είδηση οι Ιταλοί, έκαναν αιφνιδιαστική έφοδο. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Μπροστά στα μάτια μας, καθώς ξεχυθήκαμε κι εμείς με "Αέρα! Αέρα!", ξετυλίχθηκαν στιγμές ηρωισμού.
Η μάχη προχωρούσε, εμείς προωθούμεθα για να ενωθούμε με τους υπολοίπους. Ένας δικός μας, τόσο μπαρουτοκαπνισμένος, ώστε δεν μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του, είχε πιάσει κάποιους Ιταλούς αιχμαλώτους. Υπό την απειλή  του όπλου του, οδηγούσε τρεις - τέσσερεις φρατέλλους  προς ένα δίπατο  σπίτι. Ήσαν αξιοθρήνητοι. Με τα χέρια ψηλά έκλαιγαν και κάτι έλεγαν σιγανά. Σαν παρακάλια μου φάνηκαν. Όλα αυτά τα είδα και τα αντελήφθην με την άκρη των ματιών μου σε κλάσματα δευτερολέπτων. Συνέχισα να τρέχω μαζί με τους άλλους κρατώντας το όπλο μου στο χέρι στο ύψος του ποδιού μου. Εκείνη την στιγμή έκρηξη, λάμψη, πόνος, όλα μαζί και μετά σκοτάδι.
Όταν συνήλθα, ο πόνος μου τρύπαγε το μυαλό. Ήμουν μόνος, δεν ήξερα τι ώρα ήτο, δεν ήξερα τι είχε γίνει στην μάχη και το πόδι μου αιμορραγούσε και πονούσε αβάσταχτα. Είχα παγώσει και με δυσκολία προσπάθησα να τραβήξω από το γυλιό μου κάτι από το κουτί πρώτων βοηθειών για να δέσω το πόδι μου. Βλέποντας το αίμα να τρέχει ένοιωσα στο στόμα μου μία λιγούρα, στα μάτια μία θολούρα, μία ζάλη. Μόνος εκεί, μέσα στην λάσπη, στην παγωνιά, έκλαψα καθώς θυμόμουν τα λόγια του πατέρα μου για τις κακουχίες. Τότε, άκουσα λίγο πιο πέρα βογκητά και συνειδητοποίησα ότι η μάχη είχε σταματήσει, δεν ακούγονταν ούτε πυροβολισμοί, ούτε όλμοι, ούτε τίποτα. Αγωνία με κυρίευσε για την έκβασή της. Κοίταξα γύρω μου για το όπλο μου. Ήταν πιο πέρα διαλυμένο. Ο όλμος το είχε διαλύσει πριν με κτυπήσει.
- Συνάδελφε, με ακούς; άκουσα λίγο πιο κάτω μία φωνή. Τα χείλη μου ήταν ξερά, προσπάθησα να μιλήσω, μα η φωνή μου δεν έβγαινε.
- Ζεις ρε; ξαναφώναξε πάλι.
- Ζω! απάντησα με κόπο. Προσπάθησα να κουνηθώ λίγο αλλά ο πόνος μου έκοψε την ανάσα.
Άκουγα τον άλλον να έρχεται σκυφτά προς το μέρος μου βογκώντας  σιγανά.
- Που κτύπησες εσύ; τον ρώτησα χαμηλόφωνα.
- Στο χέρι, εσύ;
- Στο πόδι!
Είχε πια πλησιάσει.
- Συνάδελφε! αφού δεν μας φάγανε οι παλιομακαρονάδες, πάλι καλά!
   Τον ρώτησα για την μάχη. Δεν ήξερε κι αυτός σίγουρα, - Μάλλον νικήσαμε, μου απάντησε, αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό. Το χέρι του κρεμόταν και μία άσχημη πληγή φαινόταν μέσα από το σκισμένο και καμένο του μανίκι. Τον βοήθησα να το δέσει, ώστε να σταματήσουμε την αιμορραγία. Τον έλεγαν Κώστα κι ήταν από ένα χωριό της Κορίνθου. Τότε, αφού δέσαμε το χέρι του όσο καλύτερα μπορούσαμε, σχίσαμε με την ξιφολόγχη του την σκελέα μου. Το πόδι αιμορραγούσε συνεχώς. Έπρεπε να το δέσουμε. Από το γυλιό τραβήξαμε μία φανέλα. Την κόψαμε στα δύο και δέσαμε το πόδι επάνω και κάτω από το γόνατο σφιχτά. Προσπάθησα να τεντώσω λίγο το πόδι μου κρατώντας το με το χέρι μου. μήπως έτσι αντιληφθώ το μέγεθος της  ζημιάς.


Τότε ένοιωσα έναν πόνο οξύ, διαπεραστικό και ταυτοχρόνως, κάτι να πέφτει στην χούφτα μου. Ήταν το βλήμα που  με είχε κτυπήσει. Από μία παραξενιά της τύχης κρατούσα στο χέρι μου το γύρισμα της ζωής μου. Το έβαλα μ' ένα μικρό, ίσως μοιρολατρικό χαμόγελο στον γυλιό μου. ‘Ηθελα να το φυλάξω αυτό το βλήμα, που είχε απ' ότι φαίνεται εξοστρακιστεί στο όπλο μου -το όποιον και διέλυσε- πριν με κτυπήσει, ως ενθύμιο αυτής της μάχης, ως παράσημο της δικής μου συνεισφοράς αίματος για την αγαπημένη μου πατρίδα και την ελευθερία της, για τα ιερά μου ιδανικά. Το έφερα μαζί μου σαν γύρισα ζωντανός αργότερα και το έχω για να θυμάμαι τα γεγονότα αυτά να το δείχνω στα παιδιά μου και τα εγγόνια μου και να τους διηγούμαι αυτή την ιστορία, όπως έφερε ο μακαρίτης ο πατέρας μου τα παράσημα του από τις νίκες που του θύμιζαν τις ηρωικές και συνάμα τραγικές στιγμές εκείνων των μαχών το 1912, 1913 έως και το 1917...Όστροβον, Σόροβιτς, Κορυτσά! Κιλκίς-Λαχανά, Κρέσνα- Τσουμαγιά. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου, συναισθανόμενος την συνέχεια, την αλυσίδα, την διάρκεια των υπέρ της Πίστεως και της Πατρίδος Αγώνων των Ελλήνων Ήταν  η σειρά της δικής μου της γενιάς.
Τότε από το ύψωμα ακούσαμε ελληνικές φωνές και είδαμε δικούς μας στρατιώτες να προχωρούν παρατεταγμένοι προς το χωριό. Φωνάξαμε να μας βοηθήσουν, μα οι φωνές μας από την αιμορραγία, τον πόνο είχαν εξασθενήσει. Αλλά και από την φασαρία πού έκαναν οι ίδιοι δεν ήταν δυνατόν να μας ακούσουν. Τους βλέπαμε να απομακρύνονται και απογοητευθήκαμε!
-Μήπως σε κρατάνε τα πόδια σου να πάς εσύ να τους φθάσεις; ρώτησα τον συνάδελφο. Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
-Δεν σ' αφήνω μόνο σου, μου είπε. Με συγκίνησε η αυταπάρνηση και η ευγένεια της ψυχής του! Δεν κοίταξε τον εαυτό του όπως ίσως θα έκαναν οι περισσότεροι. Έμεινε πίσω για μένα. Ειλικρινά τα πιο ζεστά και βαθιά ανθρώπινα αισθήματα ευγνωμοσύνης κατέκλυσαν την ψυχή μου. Τότε ο συνάδελφος Κώστας, έσκυψε και δείχνοντας μου την πλάτη, του μου είπε.
- Ανέβα Μίμη στην πλάτη μου και κρατήσου καλά. Αν μείνουμε εδώ να περιμένουμε, θα παγώσουμε από το κρύο. Ας προσπαθήσουμε μόνοι μας να πάμε σε κάποιο σπίτι και μετά, βλέπουμε.
Είχε δίκαιο. Με κόπο και πόνο και μετά οπό πολλές αποτυχημένες προσπάθειες κατόρθωσα να ανεβώ στην πλάτη του. Το χέρι του πονούσε, το πόδι μου το ίδιο και είχαμε αρχίσει να μουδιάζουμε από το κρύο, αλλά τα καταφέραμε. Η βροχή είχε ξαναρχίσει. Τα γκρίζα σύννεφα κι η ομίχλη μας τριγύριζαν σαν σάβανο. Σαν μεθυσμένοι κατηφορίσαμε προς το χωριό. Το θέαμα για κάποιον τρίτο θα ήταν κωμικοτραγικό. Οι πόνοι μας γίνονταν αβάσταχτοι. Ο Κώστας είχε λαχανιάσει. Η αιμορραγία στο χέρι του, το βάρος μου και το κρύο τον είχαν εξουθενώσει. Το καταλάβαινα κι η ευγνωμοσύνη μου για την πράξη του πλημμύριζε την ψυχή μου. Θα μπορούσε να με είχε αφήσει εκεί που με βρήκε. ‘Η να φύγει μόνος του και να προσπαθήσει να ειδοποιήσει για μένα..ή...πολλά τα ή... Όμως όχι. Βρισκόμαστε κι οι δύο, ο ένας επάνω στον άλλον σ' έναν λασπωμένο χωματόδρομο, ενός Βορειοηπειρωτικού  χωριού, τραυματισμένοι, εξαντλημένοι, ανήμποροι πλέον μα όμως αλληλέγγυοι και Δόξα τω Θεό, ζωντανοί. Η Μεγαλόχαρη μας είχε σκεπάσει και μας είχε σώσει.
Μπροστά μας υψωνόταν ένα μεγάλο πέτρινο σπίτι με πολλά παράθυρα από την πλευρά του δρόμου και μια τεράστια ξύλινη αυλόπορτα. Κτυπήσαμε δυνατά και κροταλίσαμε το σιδερένιο ζεμπερέκι. Σε λίγο ακούστηκαν βήματα στην εσωτερική αυλή και σύρτες να τραβιούνται. Η πόρτα μισάνοιξε, ένα κεφάλι πρόβαλε λίγο διστακτικά πίσω από το πορτόφυλλο και αμέσως, ω του θαύματος, η πόρτα άνοιξε! *
........................................................................



*Άνω Φωτογραφίες: Το φιλόξενο σπίτι που πρόσφερε βοήθεια και περιποίηση στους τραυματίες ήταν της Βορειοηπειρωτικής οικογένειας, του Ιωάννου Ζιώγκα (1886-1975) και της Αμαλίας Ζιώγκα (1905-2002), σύμφωνα και με την επιτόπια έρευνα του ερευνητή Αγαθοκλή Παναγούλια-Ηλ/κη Δ/ση: http://agpanag.blogspot.gr/search?updated-max=2011-10-07T02:53:00-07:00&max-results=7&start=30&by-date=false
........................................................................
Μια ψηλή γεροδεμένη γυναίκα στεκόταν στην είσοδο.  Μας κοίταξε καλά και σταδιακά πέρασαν από το πρόσωπο της διάφορες εκφράσεις. Συγκινημένη γονάτισε επάνω στις λασπωμένες πέτρες της αυλής κι έσκυψε το αρχοντικό της μαντηλοφορεμένο κεφάλι και φίλησε τα πόδια μας. Μα τι κάνετε εκεί; ρωτήσαμε με όση φωνή μας είχε απομείνει μ' ένα στόμα κι οι δύο.
-Είχα ορκιστεί να φιλήσω τα πόδια των ελευθερωτών μας! Τα πόδια των πρώτων Ελλήνων στρατιωτών που θα έφθαναν στο χωριό μας, στο σπιτικό μας ελευθερωτές!
Τα μάτια μας έσταζαν δάκρυα. Τέτοια υποδοχή δεν την φανταζόμαστε. Δάκρυα κυλούσαν κι από τα δικά της μάτια. Σηκώθηκε, άνοιξε διάπλατα την πόρτα της κι άπλωσε τα χέρια της  σε μία κίνηση, σε μία αγκαλιά να περάσουμε.
- Περάστε παλικάρια μας! Περάστε αδέλφια μας! Περάστε ελευθερωτές μας!
Τότε κατάλαβε το πόσο τραυματισμένοι είμαστε. Έβαλε μια φωνή και μας βοήθησε να φθάσουμε στην σκάλα. Εκεί έγειρε ο Κώστας και με ακούμπησε όσο πιο σιγά μπορούσε στα σκαλοπάτια. Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό και σωριάστηκε πλάι μου ξέπνοος από την τόση υπεράνθρωπη προσπάθεια που είχε καταβάλει.
Για πότε γέμισε η σκάλα, η αυλή φωνές και πρόσωπα δεν καταλάβαμε. Σαν να σήμανε συναγερμός. Μας ελευθέρωσαν από τους γυλιούς, τις μουσκεμένες χλαίνες, τα κράνη και τ' άμπέχωνα.
Σε λίγο, ο ψυχογιός της αρχόντισσας έκοβε μ' ένα ψαλίδι το παντελόνι μου. Η εικόνα που παρουσίαζε το πόδι μου με άφησε άφωνο. Ήταν καταμέλανο κι αιμορραγούσε σε πολλά σημεία. Αλλά το κυρίως τραύμα ήταν στο γόνατο. Το κοίταζα κι έκανα τον σταυρό μου. "Παναγία μου! Άγιε μου Γεράσιμε κι Άγιε μου Βλάση!" ψιθύρισα. Θα ξανα περπατήσω; Θα μείνω κουτσός ή μήπως και μου κόψουν το πόδι; Οι σκέψεις θόλωσαν το μυαλό μου. Ανησύχησα πολύ για το πόδι μου. Μα οι περιποιήσεις και η αγάπη με την οποίαν μας περιέβαλαν αυτοί οι άνθρωποι μας έκαναν τόση εντύπωσα. Σε λίγο μας έπλυναν με ζεστό νερό, μας έδωσαν καθαρά ρούχα να φορέσουμε και μας έβαλαν σε κρεβάτια να αναπαυθούμε και να κοιμηθούμε. Τα λευκά σεντόνια έτριζαν από καθαριότητα, κολλαρισμένα και μοσχοβολούσαν λεβάντα. Μας σκέπασαν με υφαντές κουβέρτες. Το πόδι μου το είχαν τυλίξει με επιδέσμους και ένα αφέψημα πού μου είχαν δώσει είχε λιγοστέψει τους πόνους μου.
Ο Νικολιός ο παραγιός είχε πάει στην πλατεία να ειδοποιήσει τον στρατό για μας. Το τί γινόταν στην πλατεία μας είπε όταν γύρισε, χαλασμός! Γλέντι τρικούβερτο! Οι χωριανοί πανηγύριζαν την Ελευθερία τους! Μα και στο σπίτι του νοικοκύρη Γιάννη Τσόγκα *(*πρόκειται για τον Γιάννη Ζιώγκα) που ήταν στην Αμερική και είμαστε φιλοξενούμενοί του καθώς μας είπαν, έγινε μεγάλο γλέντι. Αργότερα μας έφεραν να φάμε. Ώ Θεέ μου μεγαλεία!
Από μία μεγάλη πορσελάνινη σουπιέρα μας σέρβιραν αχνιστή κοτόσουπα με τραχανά, αυγοκομμένη. Με λεμόνι και πιπεράκι. Τρώγοντας κάναμε κι εμείς γλέντι. Νηστικοί, πεινασμένοι, κακοπαθημένοι, μας φάνηκε ότι δεν είχαμε ξαναφάει πιό νόστιμη σούπα! 'Ακολούθησε ο μεζές... πανδαισία. Ούτε στα πλουσιότερα ανάκτορα, ούτε τα πολυτελέστερα εδέσματα δεν θα μας έκαναν τόση ευχαρίστηση κι εντύπωση. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την φιλοξενία τους, την αγάπη τους, την προσφορά τους, τον ελληνισμό τους. Ας είναι καλά όσοι απ’ αυτούς τους ανθρώπους ζούνε, κι ο Κύριος ας αναπαύει τις ψυχές των κεκοιμημένων που  μας άνοιξαν το σπίτι τους και την καρδιά τους.
Η οικοδέσποινα έδωσε το πρόσταγμα να μας αφήσουν να κοιμηθούμε. Πριν φύγει μας έδωσε πάλι το αφέψημα και πράγματι κοιμηθήκαμε βαριά σαν μολύβι. Ηταν η κούραση, ήταν η αϋπνία τόσων ημερών, το αίμα που είχα χάσει, ο πόνος που με κατέβαλε, η συγκίνηση;  Δεν ξέρω. Κοιμήθηκα σαν μωρό.
Το πρωί μας ξύπνησαν οι ζητωκραυγές από τον δρόμο. Μπήκε η νοικοκυρά κι άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα. Του 'Αγίου Νικολάου σήμερα κι οι καμπάνες κτυπούσαν χαρμόσυνα. Σύρθηκα μέχρι το παράθυρο. Ο Κώστας είχε ήδη πιάσει θέση. Τι ήταν εκείνο που αντικρίσαμε Θεέ μου; Όλο το χωριό είχε ξεχυθεί στους δρόμους. Σε κάθε παράθυρο ανέμιζε από μία ελληνική σημαία. Τις είχαν υφάνει στους αργαλειούς, τις φύλαγαν στην κασέλα τους γι' αυτήν την ώρα, την ώρα της λευτεριάς. Μ' αυτό τον βαθιά κρυφό πόθο ζούσαν οι Βορειοηπειρώτες. Και τώρα βίωναν οι άνθρωποι σαν σε όνειρο, αυτό που χρόνια περίμεναν: την λευτεριά τους.
Στο αρχοντόσπιτο, οι περιποιήσεις έδιναν κι έπαιρναν. Μας έφεραν ζεστό, φρεσκοαρμεγμένο γάλα, καφέ, χονδρές φέτες ψωμί, τουλουμίσιο τυρί και μέλι. Όταν αποφάγαμε και πήραμε και πάλι το ευπρόσδεκτο πια αναλγητικό αφέψημα, η οικοδέσποινα μας είπε ότι περίμεναν με λαχτάρα να μας δουν κάποιοι συγχωριανοί της. Εμάς;  Ναι  Διότι σ' εσάς βλέπουμε τους ελευθερωτές. Τα παιδιά μας. Αυτούς που τραυματίστηκαν απελευθερώνοντας το χωριό μας. Αυτό που ακολούθησε ήταν πάνω από τη φαντασία μας. Παρέλασε όλη η γειτονιά να μας ευχηθεί τα δέοντα. Με περηφάνια και συγκίνηση δεχθήκαμε τις εκδηλώσεις αγάπης και πατριωτικού ενθουσιασμού των κατοίκων του χωριού. Μέσα σ'  αυτό το κλίμα έφθασαν και οι τραυματιοφορείς του λόχου να μας μεταφέρουν στο πρόχειρο ιατρείο που είχε συσταθεί για την περίθαλψη των τραυματιών. Έτσι, με συγκίνηση κι αισθήματα ευγνωμοσύνης, αποχαιρετήσαμε την φιλόξενη ευεργέτιδά μας, την οικογένεια της και το σπιτικό της που μας αγκάλιασε με τόση στοργή και φροντίδα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτούς τους ανθρώπους. Θα τους ευγνωμονώ όσο ζω και θα προσεύχομαι γι αυτούς. Το μικρό διάλειμμα της ανάπαυλας, των περιποιήσεων, της ζεστασιάς, της οικογενειακής θαλπωρής τελείωσε. Πίσω στην ζωή του πολεμιστή τώρα. Στο αντίσκηνο που λειτουργούσε σαν ιατρείο ο γιατρός μας εξέτασε. Έβγαλε την σφαίρα από το χέρι του Κώστα, τον έραψε, τον περιποιήθηκε και τον έστειλε να του γράψουν αναρρωτική άδεια. Μετά γύρισε σ' έμενα. Με κατάπληξη με άκουσε να του διηγούμαι για το πώς έπεσε το θραύσμα της οβίδας μέσα στην χούφτα μου. Και με ακόμα μεγαλύτερη κατάπληξη διαπίστωσε ότι το γόνατο και τα κόκαλα δεν είχαν πειραχτεί. Εκανε τον σταυρό του. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο διαμπερές τραύμα που να μην έχουν πειραχτεί τα οστά ή τα νεύρα. Μου είπε ότι ήμουν τυχερός στην ατυχία μου και με περιποιήθηκε με μεγάλη προσοχή.
- Άγιο είχες! μου είπε χαμογελώντας. Με καθησύχασαν τα λόγια και η συμπεριφορά του κι ευχαρίστησα και πάλι την Παναγία, τον Άγιο Γεράσιμο και τον Άγιο Βλάσιο πολιούχους του Ξυλοκάστρου και προστάτες μου. Και βέβαια τον Άγιο Σάββα που γιόρταζε την ημέρα που τραυματίστηκα.
Από κει και  μετά οι διαδικασίες ακολούθησαν τον δρόμο τους με ρυθμούς χελώνας, πολλά εμπόδια και δυσκολίες λόγω των συνθηκών πολέμου και του χειμώνα που έπεφτε βαρύς. Διακομισθήκαμε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων και από εκεί στο Μεσολόγγι.
Εδώ θα ήθελα να σταθώ στον αποχαιρετισμό μου με τον Κώστα, ο οποίος έφυγε απ' τα Γιάννενα για το σπίτι του με άδεια ενός μηνός. Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κλαίγαμε σαν μικρά παιδιά. Είναι αλήθεια ότι ο τραυματισμός μου με είχε κάνει πολύ ευσυγκίνητο.
-Μου έσωσες την ζωή, ο Θεός να σου δίνει πάντα υγεία κι ευτυχία κι ότι άλλο επιθυμείς, του ευχήθηκα  με ευγνωμοσύνη. Καλή  αντάμωσιν!
-Το  ίδιο θα έκανες κι εσύ, μου απάντησε ταπεινά. Περαστικά. Και καλή αντάμωσιν
-Στην Ρώμη! Του φώναξα, καθώς ανέβαινε στο καμιόνι που θα τον κατέβαζε πιο κάτω!
-Στην Ρώμη! Φώαξε κι΄εκείνος κουνώντας μου το γερό του χέρι σε αποχαιρετισμό.
Αυτή ήτο και η τελευταία φορά που τον είδα. Ο Κώστας ο σωτήρας μου, μετά την ανάρρωσι ξαναγύρισε στο μέτωπο και όπως έμαθα αργότερα από την οικογενειά του όταν τον αναζήτησα μετά το πέρας του πολέμου, σκοτώθηκε από τους Γερμανούς κατά την εαρινή επίθεσι τον Απρίλιο του 1941. Αιωνία του η μνήμη! Άγιο το χώμα που τον σκέπασε, αυτόν τον καλό Σαμαρείτη, τον απλό Έλληνα στρατιώτη με την μεγάλη καρδιά! Τον ήρωα της Πατρίδος!
          Από την Ιερά Πόλι του Μεσολογγίου, μπόρεσα να ειδοποιήσω τους δικούς μου!
……………………………………………………………..!
          Τις επόμενες ημέρες ήλθε διαταγή να επιβιβαστούμε σε πλοίο με κατεύθυνσι τον Πειραιά και τελικόν προορισμόν την Αθήνα…………………….........................!
Φθάσαμε στην Κόρινθο. Εκεί εδώθη διαταγή να μας πάνε στο Λουτράκι, όπου στο μεταξύ είχαν διαμορφώσει και εξοπλίσει ξενοδοχεία ως νοσοκομεία, στελεχωμένα δε, με ιατρικό και νοσοκομειακό προσωπικό                                      .                        ……………………………………………………………………………!
Εκεί, στο νοσοκομείο Λουτρακίου, περάσαμε τις εορτές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων! ……………………!
Μέσα σ΄ αυτή την ατμόσφαιρα ήλθε σαν επιστέγασμα και η επίσκεψις της τραγουδίστριας της νίκης, της μεγάλης, της ανεπανάληπτης Σοφίας Βέμπο!
Το τι έγινε στους θαλάμους των τραυματιών δεν περιγράφεται! Ενθουσιασμός, συγκίνησις, καταπληκτικές στιγμές! Μας τραγουδούσε, μας ενεθάρρυνε, μας τίμησε και την αποθεώσαμε! Μαζί της τραγουδήσαμε και κλάψαμε, μαζί της ξεσηκώσαμε το νοσοκομείο στο πόδι!
Θα το πω για να το μάθη ο ντουνιάς,
Το τραγούδι της λεβέντικης γενιάς,
Που το παίρνει ο αγέρας με τον τόννο της φλογέρας,
Που διηγιέται τον καημό της λευτεριάς…..
…………………………………………..!
Κόντευε να τελειώση η Μεγάλη Σαρακοστή όταν πήρα το εξιτήριό μου από το νοσοκομείο.
……………………………………!
Στο κάλεσμα αυτό βρέθηκα κι εγώ παρών, πυκνώνοντας τις τάξεις του Εθνικού Κομμιτάτου Ελλήνων Πατριωτών! Εκεί αγωνιστήκαμε μ΄ όλες μας τις δυνάμεις στα χρόνια της κατοχής για να αποτινάξουμε τον βάρβαρο Γερμανό κατακτητή και να ξαναφέρουμε την Ελευθερία στην Πατρίδα μας! Εκεί , μία από τις επιχειρήσεις που αναλάβαμε ήτο η περίθαλψις Άγγλων στρατιωτών που πεινασμένοι και ρακένδυτοι εκρύβοντο σε μία σπηλιά, στο πλησίον του Ξυλοκάστρου λεγόμενον Βουνό της Παναγίας περιοχής Καμαρίου Κορινθίας. Δημιουργήσαμε δίκτυο βοηθείας, αλλά δυστυχώς προδοθήκαμε. Με την κατηγορίαν «διά περίθαλψιν Εγγλέζων» μετά από ανακρίσεις προφυλακίσθηκα στις φυλακές Τριπόλεως το 1942. Έμεινα εκεί υπόδικος οκτώ μήνες. ……………………………………………………..!
Και η Πατρίδα μας κάλεσε πάλι………………..!
Στο κάλεσμα βρέθηκα από τους πρώτους στις τάξεις του Εθνικού Στρατού, στου Θών στους Αμπελοκήπους, τον «κόκκινο Δεκέμβρη» του 1944 .
………………………………………………………………!
Τέλος, αφήνω παρακαταθήκη στα παιδιά μου και τα εγγόνια μου αυτές τις αξίες και τα ιδανικά που κρατούν τον Άνθρωπο στην πραγματική του θέσιν: άνω θρώσκοντα! (δηλ. να κοιτάζη προς τα άνω). Αυτά στάθηκαν για εμένα το στίγμα, η πυξίδα και ο οδηγητικός φάρος στην απλή ζωή μου!
Με αυτά τα λόγια ολοκλήρωσε ο πατέρας μου την υπαγόρευσι της αφηγήσεως του αυτής στην μητέρα μου, λίγες ημέρες πριν από το τέλος του. 
Αιωνία του η μνήμη!
Ελίνα Μαστέλλου-Γιαννάκενα
Αθήνα 2006

ΠΗΓΗ: Τα αποσπάσματα πάρθηκαν από το παραπάνω εικονιζόμενο βιβλίο το οποίον μου παραχώρησαν ευγενώς οι οικείοι του και μου έδωσαν την άδεια αναδημοσίευσης!

===================================================================
16-10-14
         Σωτήριος Ριζόγιαννης
===================================================================
Υ.Γ.- "Πατρός τε και μητρός τε και των άλλων απάντων, τιμιότερον και οσιότερον και σεμνότερον εστίν η Πατρίς. Και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρ' ανθρώποις τοις νουν έχουσιν"ΣΩΚΡΑΤΗΣ!

====================

Διεύθυνση αυτής της "ανάρτησης:  http://rozosotiris.blogspot.gr/2014/10/074-40-2014-6.html