Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

ΕΛΛΗΝΟ-ΕΜΦΥΛΙΟΣ!/ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ!/Βιβλία Π.ΜΠΙΜΠΗ(Από το ΧΕΛΙ) και Γ. ΠΑΠΑΛΙΛΗ(Από την ΜΙΔΕΑ)/ ΜΝΗΜΕΙΑ ΝΕΚΡΩΝ!



""ΤΟ ΨΕΥΔΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ!!! ""


............, 27 Νοεμβρίου 2012
Αγαπητέ κύριε Ριζογιάννη,

Λέγομαι Β.Τ. είμαι ...... ................ και συγγραφέας. Αν βάλετε το όνομά μου στο google θα δείτε τα βιβλία που έχω γράψει, θα βρείτε κριτικές για τα βιβλία μου αλλά και κάποια διηγήματά μου σε ηλεκτρονική μεταφορά. Τολμώ να πω ότι θεωρούμαι καλός συγγραφέας και αυτό το λέω μόνο για να μου έχετε εμπιστοσύνη. Αυτή την εποχή γράφω ένα μυθιστόρημα, την αφήγηση του Γ..........  Μ............, του οποίου ο πατέρας έλαβε μέρος στο κίνημα του 1935, γ........... ων στην Π.... Σ...........Διάβασα την διήγηση του παππού σας -υποθέτω ότι είναι παππούς σας- απόσπασμα της οποίας θα ήθελα να χρησιμοποιήσω στο μυθιστόρημα αυτό. Το κομμάτι που θα χρησιμοποιήσω το έχω επεξεργαστεί για να είναι εύκολα αναγνώσιμο και έχω συμπληρώσει προς το τέλος μια αναφορά που εξυπηρετεί τις ανάγκες του δικού μου κειμένου. Μην τρομάζετε, δεν παραποιώ τίποτε από αυτά που γράφει ο λοχίας Ριζογιάννης. Φυσικά, αν μου δώσετε την άδεια να το χρησιμοποιήσω, το κεφάλαιο θα έχει τον τίτλο: Απόσπασμα από αφήγηση του Αναστασίου Ριζογιάννη, δηλαδή θα φαίνεται καθαρά η πηγή του. Σας επισυνάπτω το "νέο" κείμενο, για να δείτε το πνεύμα, και αν θέλετε μου επιτρέπετε να το χρησιμοποιήσω. 
Αν μου στείλετε τη διεύθυνσή σας, θα σας στείλω ένα από τα βιβλία μου.

Με εκτίμηση,
         Β..... Τ..........
=================================
             Αγαπητέ κύριε Β......Τ............

Μου ζητάτε την πρέπουσα  άδεια να αναδημοσιεύσετε στο υπό συγγραφή βιβλίο σας παραποιημένα κάποια αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα του πατρός μου ΑΝΑΣΤ. Ε. ΡΙΖΟΓΙΑΝΝΗ που έχω αναρτήση στον Ιστοχώρο μου:  : http://rozosotiris.blogspot.gr/search/label/%28020
Τόσο το δείγμα της παραποίησης που μου κοινοποιήσατε είναι άκρως απαράδεκτο , όσο και το ¨θράσος¨ σας να σκυλεύσετε στην Ιστορία (με τον δικό σας τρόπο!)
Ρητώς και κατηγορηματικώς δεν σας επιτρέπω να αναδημοσιεύσετε τίποτα από τα απομνημονεύματα ή το ημερολόγιο του πατρός μου.

         Να είσθε καλά
28-11-2012
     Σωτήρης Ριζόγιαννης

Υ.Γ.
Ελπίζω να σεβαστείτε τα θέσφατα κατά ελάχιστο για την μνήμη του Πατρός μου και του αίματος που έχυσε για την Ελλάδα!
=================================
.........., 28/11/2012

Αγαπητέ κύριε Ριζογιάννη, 
Έλαβα την απάντησή σας και σας ευχαριστώ. Δέχομαι την άποψή σας για την "παραποίηση" του κειμένου που υποθέτω να αναγνωρίζετε ότι είναι ελάχιστη και μόνο γλωσσική. Το "συμπλήρωμα" που έβαλα είναι για τις ανάγκες του μυθιστορήματος και καλά κάνετε και δεν σας νοιάζει, πιθανότατα μάλιστα ορθώς σας ξενίζει. Όσο για το "θράσος μου να σκυλεύσω στην Ιστορία", το εκλαμβάνω ως ατυχή σας έκφραση, γιατί αλλιώς θα πρέπει να αναρωτηθώ κατά πόσο έχετε σοβαρό πρόβλημα ή όχι.
Κατά τα άλλα δέχομαι με μεγάλη κατανόηση το όχι που μου λέτε. 
Ευχαριστώ, 
          Β........... Τ...............
======================================

Το παραποιημένο και συραμένο κείμενο παρμένο από την ανάρτηση μου (020). ΕΛΛΗΝΟΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1935 / ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ- ΑΝ.Ε.ΡΙΖΟΓΙΑΝΝΗ
(Με την κόκκινο -γραφή οι "προσθέσεις"  από τον παραμηθοσυγγραφέα Β.Τ.!!!)

ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
Του ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΡΙΖΟΓΙΑΝΝΗ του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
(Γραφθέντα το 1983)

Το 6ον σύνταγμα λοιπόν, επιβιβαστήκαμε εις τα τρένο και φθάσαμεν το εσπέρας της επομένης  στην Θεσσαλονίκην. Ήταν 7 Μαρτίου 1935 και έριχνε πυκνό χιόνι. Μας έδωσαν κουραμάνα και κονσέρβα και προχορίσαμε στην αρχή με τα πόδια προς Λαγκαδά και μετά μας επιβίβασαν σε στρατιωτικά αυτοκίνητα. Όταν φθάσαμε στον Λαχανά είναι κάτι υψώματα και τα αυτοκίνητα από το χιόνι δεν μπορούσαν να ανέβουν. Εκεί εκατεβίκαμε και επήγαμε σε κάτι αχεργιώνες και ξενιχτίσαμε, το δε χιόνι είχε φθάση 50 πόντους.
Αφού επήρε η μέρα επροχωρίσαμε προς το χωργιό Λιβαδοχώρι και στο δρόμο οι στασιασταί άνιξαν μάχη με τους δικούς μας, όπου εσκοτώθηκε ένας επιλοχίας. Οι δε επαναστάτες οπιστοχώρισαν και ταμπουρώθηκαν εις τα αναχόματα του Στριμώνα ποταμόν.
 Όπου εφτάσαμε εις το Χωργιό Λιβαδοχώρι, κατά την ώραν του σισιτίου εβλήθημεν από το πυροβολικόν των στασιαστών, που το είχαν στίση πιο πέρα από το ποτάμι. Γίναμε έντρομοι και στενοχωρημένοι όταν ακούσαμε τις οβίδες και πέρασαν από πάνω μας, γιατί ήταν θληβερόν να σκοτώνονται Έλληνες με Έλληνες
Όλην την ημέραν εκείνην την βλάλαμε εκεί εις το χωργιό και, μόλις ενίκτωσε, βαδίσαμε προς Στρυμώνα ποταμόν. Αφού φτάσαμε προ του ποταμού εκεί είχε υπερχιλύση ο ποταμός και είχε λάσπες πολλές. Εμείς πηγέναμε με προορισμόν να περάσουμε το ποτάμι με βάρκες, διότι τις γέφυρες τις είχαν καταλάβη οι στασιασταί. Οι δικοί μας, όταν έφθασαν πρό του ποταμού, τις βάρκες τις έσερναν με βουβάλια, δηλαδή βόδια της περιοχής εκείνης.
Εμείς του 6ουσυντάγματος, αφού φθάσαμε εις την άκρη του ποταμού, οι βάρκες με τους γεφυροποιούς ήσαν έτοιμοι και μας περάσαν απέναντι, το ποτάμι είχε φάρδος 100 μέτρα. Εκεί ήταν ένα μεγάλο ανάχωμα, ακροβολιστήκαμε και είμαστε έτοιμοι για επίθεση, αλλά έπεσε το βράδυ.
Όταν πήρε η μέρα, οι στασιασταί είχαν ταμπουρωθή και άρχισαν με τα πολυβόλα να μας βάζουν με διάφορα πυρά. Αμέσως λοιπόν, αφού εβλίθημεν από πολυβόλα που γάζωναν το ανάχωμα, πήραμε διαταγή να κάνουμε εξόρμηση. Εξορμούμε λοιπόν και καταλαμβάνουμε μια διμηρία όπου εφύλαγε την γέφυρα. Μετά επροχορίσαμε σε κάτι χωργιά του Στριμώνα προς τας Σέρρας  και βαδίζοντες μέσα στο κάμπο φθάσαμε το απομασήμερον προ των Σερρών.
Προ των Σερρών είχαν καταρίψει ένα αεροπλάνο, όπου είδαμε τα συντρίμια, αυτό βομβάρδισε τας Σέρρας και μετά το έριξαν οι στασιασταί. Όταν λοιπόν εφτάσαμε εις τας Σέρρας οι στασιασταί αξιωματικοί εγκατέληψαν τους στρατιώτες και έφυγαν προς Δράμα, Ξάνθη.
Εμείς συνεχίζοντας να τους καταδιόκουμε, επιβιβαστήκαμε στα τρένα από Σέρρας και φθάσαμε μέχρι Ξάνθη. Εκεί συλάβαμε τους αξιωματικούς τους επαναστάτες, αλλά μας διέφυγαν οι ανώτεροί τους Καϊμένος και Αναγνωστόπουλος που (παρέμβαση) διέφυγαν τα σύνορα και πήγαν προς την Βουλγαρίαν, το δε σύνταγμά μας εδιατάχθημεν να παραμήνουμε εις την Ξάνθη. Τα δε άλλα συντάγματα 8ον κ.λ.π. επροχώρησαν προς Κομοτινήν προς αναζήτησην των υπολοίπων στασιαστών. Εκεί εις την Ξάνθη όπου εμήναμε καταλάβαμε το τηλεγραφείον και τα λοιπά. Παραμείναμε μέχρι τας είκοσι του Μαρτίου 1935 και μετά πήραμε διαταγή να φύγουμε, διότι το κίνημα κατεστάλη.
Εκεί εις την Ξάνθη επεράσαμε πολύ καλά, διότι είχε καλές κοπελούδες και πολλές τουρκοπούλες, όπου εφορούσαν τον φερετζέ, δηλαδή ένα μαύρο μαντίλη εσκέπαζαν το προσωπό τους. Με όλα αυτά ετελείωσε η περιπέτια του κινήματος.
Ξέχασα να πω ότι με τους επαναστάτες ήταν μαζί και 500 πολίτες. Τους είχαν δώση στολές και όπλα. Αυτούς όταν τους πιάσαμε στον Στρυμώνα δεν τους επιράξαμε, τους πήραμε μόνο τα πανταλόνια και τους στείλαμε στο σπίτι τους.
Ύστερα όμως τους κάλεσε το δικαστήριο και θέλαν να τους πάρουνε τα σπίτια και ότι ήχανε. Γιατί κάνανε επανάσταση  κατά της πατρίδας τους. (Αυτή είναι η παρέμβαση)
Μετά από την αποκατάσταση της τάξης, με έστειλαν εις την Δράμα,  εις τον λόχον διοικήσεως, ο οποίος είχε και σταύλο με 25-30 άλογα. Εκεί έκανα χρέη επιλοχίου, καλά περνούσαμε και μάλιστα τα βράδια πηγέναμε  έφοδο με τα άλογα. Πηγαίναμε πυρομαχικά Καβάλας, αεροδρόμειον, ταμείον πόλεως, αποθήκες υλικού πολέμου κ.λ.π.
Εις την Δράμα όπουν έμεινα, επήγα μια φορά για τα φυλάκια κατά το Νευροκόπη, εκεί ψυλά εις μια ρεματιά, δηλαδή δασομένη  με καστανιές και καριδιές, οι στρατιώτες έλεγαν ότι βλέπουν αγριογούρουνα, εγώ δε εμψυχομένος από το κυνήγι εφύλαξα μια φορά και εσκότωσα ένα γορνόπουλο 15 οκάδες, το μεταφέραμε και το μαγερέψαμε εις τον λόχον.
Μετά το στρατιωτικό εγκαταστάθηκα εις το χωργιό και αποσχολιόμουνα με την αγροτική ζωή και το Σαββατοκύργιακο κινηγούσα. Αυτά εγινόσαν μέχρι το 1938.
Θέλω να αναφέρω ότι το 1938 επανδρέψαμε την αδελφή μας Μαριγό εις το Χιλιομόδιον, εις την οικογένεια Παναγ. Ν. Καλαρά και δόσαμε ως προίκα 200 χιλιάδες δραχμές.
============================================================
============================================================

 Παρακάτω παρατίθεται απόσπασμα από το βιβλίο του Π. ΜΠΙΜΠΗ από το Αραχναίο-Χέλι Άργους που αφορά τα γεγονότα της Κατοχής και του κατοχικού εμφυλίου στην Αργολιδοκορινθία 
Παρατίθεται στη συνέχεια και το βιβλίο του Γ. ΠΑΠΑΛΙΛΗ από την Μιδέα(Γκέρμπεση) Άργους.

Στα δύο βιβλία αναφέρονται κοινά γεγονότα, το πως όμως παρουσιάζονται και ποιά παραλείπονται, δείχνει την προσέγγιση περί της ΑΛΗΘΕΙΑΣ!


Σελ.-242-
62.     Οι τελευταίες ημέρες του πολέμου στην Αργολίδα
Μετά την επίθεση των Γερμανών εναντίον της Ελλάδας και τη ραγδαία προέλαση τους, φυσικό ήταν να καταρρεύσει και το Αλβανικό μέτωπο. Ο Ελληνικός Στρατός στο σύνολο του διαλύθηκε και μερικά μόνο υπολείμματα αυτού, μαζί με συμμαχικά τμήματα, υποχωρούν και προσπαθούν συντεταγμένα και μαχόμενα να φθάσουν στα λιμάνια της Νότιας Ελλάδας για να μπουν εκεί στα Καράβια που τους περίμεναν και να φύγουν για την Κρήτη.
Την Κυριακή του Θωμά 27-4-1941 στις πέντε το απόγευμα, φθάνει στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου στο Αργός το πρώτο Γερμανικό αυτοκίνητο και μια ώρα αργότερα το Αργός γεμίζει από Γερμανούς. Το Ναύπλιο, το Τολό, οι Μύλοι και άλλες παραλίες του Αργολικού Κόλπου έχουν ορισθεί σαν τόποι επιβίβασης Αγγλικών και Ελληνικών Στρατευμάτων σε πλοία που βρίσκονταν εκεί, Ο Διοικητής του Βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα φεύγει με υδροπλάνο από τους Μύλους και την ίδια ημέρα 27-4-1941 βρίσκεται στην Κρήτη.
Τα Γερμανικά Στούκας κατά σμήνη βομβαρδίζουν αδιάκοπα τα Αγγλικά Καράβια τα οποία βυθίζονται το ένα μετά το άλλο. Από το λιμάνι του Ναυπλίου τη νύχτα 24 προς 25 Απριλίου 1941 επιβιβάστηκαν στα Καράβια 6.685 άνδρες του Βρετανικού Στρατού και την επόμενη νύχτα 25 προς 26 Απριλίου 1941 από το λιμάνι του Τολού επιβιβάστηκαν άλλοι 4.527 Βρετανοί και όλοι κατευθύνθηκαν προς την Κρήτη όπου τελικά έφθασαν. Τα Γερμανικά Στούκας συνεχίζουν τον βομβαρδισμό τους στα λιμάνια του Αργολικού Κόλπου και δυσχεραίνουν την επιβίβαση των Άγγλων στα καράβια τους.
Έτσι 2.200 περίπου Άγγλοι παρέμειναν κοντά στα λιμάνια χωρίς να μπορούν να επιβιβαστούν στα Καράβια και να φύγουν για την Κρήτη. Από αυτούς 400 περίπου μπήκαν σε μια φορτηγίδα και ξεκίνησαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν κατάφερε όμως η φορτηγίδα αυτή να απομακρυνθεί από το λιμάνι του Ναυπλίου, γιατί κτυπήθηκε από τα Γερμανικά Στούκας και βυθίστηκε, χωρίς να γίνει γνωστό πόσοι από τους 400 επιβάτες σώθηκαν και ποια η τύχη τους.
Ένας μικρός αριθμός στρατιωτών προσπάθησε με μικρά πλοιάρια να μετακινηθεί προς τα γειτονικά νησιά και λιμάνια του Αργολικού Κόλπου χωρίς αποτέλεσμα, 1300 Άγγλοι στρατιώτες πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Γερμανούς και οι υπόλοιποι έφυγαν προς το εσωτερικό της Αργολικής Χερσονήσου, διασκορπίστηκαν 

Σελ.-243-
σε όλη την Αργολίδα και ζήτησαν προστασία από τους Έλληνες στα διάφορα χωριά και κυρίως τα ορεινά. Πολλοί κατέφυγαν προς το Χέλι και για αρκετό διάστημα οι Χελιώτες τους έκρυβαν επάνω προς την Τραπεζώνα και το βαθύ ρέμα, από όπου αρκετοί από αυτούς σε ομάδες ή και ένας ένας έφυγαν προς τη Μέση Ανατολή και άλλοι προσχώρησαν αργότερα στις αντιστασιακές οργανώσεις.
Στην είσοδο του λιμανιού του Ναυπλίου προσάραξε το Α/Π ULS TER PRΙΝCΕ, ενώ μέσα στο λιμάνι βυθίστηκε και δεύτερο πλοίο. Πίσω στην Αρβανιτιά βρίσκονταν μίσοβυθισμένα άλλα δύο Αγγλικά Καράβια. Ο Αγγλικός Στρατός στη σύγχυση και την άγρια καταδίωξη από τους Γερμανούς εγκαταλείπει τα πάντα από Καράβια ακινητοποιημένα και κατάφορτα από πάσης φύσεως υλικά, αυτοκίνητα φορτωμένα με πολεμικό υλικό και προσπαθεί με κάθε τρόπο να φύγει προς την Κρήτη, όπου αργότερα δόθηκε η τελευταία μάχη με τους Γερμανούς μέσα σε Ελληνικό έδαφος.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση και από τη θέα του εγκαταλειμμένου Στρατιωτικού υλικού στο Ναύπλιο και στη γύρω περιοχή, οι χωρικοί της Αργολίδας και κυρίως οι Χελιώτες σε ομάδες ή και ενας ένας κατέβηκαν στο Ναύπλιο και επιδόθηκαν στη λεηλασία των εγκαταλειμμένων εφοδίων του Αγγλικού Στρατού. Από το Στρατόπεδο του Πολυγώνου φορτώνονται σε μουλάρια παντός είδους τρόφιμα (όσπρια, ζυμαρικά, ζάχαρη, καφές, πάσης φύσεως κονσέρβες, άλευρα κ.λ,π.) αλλά και άλλα υλικά χρήσιμα για οικοδομικές εργασίες, όπως ξυλεία από τη διάλυση των Στρατιωτικών Παραπηγμάτων που υπήρχαν εκεί και ακόμα λάστιχα αυτοκινήτων ολόκληρα αλλά και κομμάτια από αυτά τα οποία αργότερα χρησιμοποίησαν για σόλες στα παπούτσια τους.
Όλα δε αυτά τα υλικά τα μετέφεραν στο Χέλι είτε φορτωμένα στα μουλάρια τους είτε και στην πλάτη τους ακόμα, κάνοντας αρκετά δρομολόγια μέρα και νύχτα αφού η λεηλασία αυτή κράτησε 2-3 ημέρες.
Αργότερα από ένα μισοβουλιαγμένο Καράβι στην Αρβανιτιά, οι Χελιώτες με την βοήθεια Βαρκάρηδων από το Ναύπλιο και με μικρή σχετικά αμοιβή, ξεφόρτωναν από αυτό μουλάρια ζωντανά, τα οποία μετέφεραν και αυτά στο χωριό τους για τις γεωργικές τους ανάγκες.
63. Στα Λάφυρα και ένα βαρύ πολυβόλο.
Οι Γερμανοί δεν είχαν ακόμα εγκατασταθεί μόνιμα στο Ναύπλιο, αλλά πάνοπλοι γύριζαν στην Πόλη και απειλούσαν και με εκτέλεση ακόμα, όλους όσους γύριζαν και λεηλατούσαν τα εγκαταλειμμένα εφόδια των Άγγλων, μα οι χωρικοί όμως δεν είχαν συνειδητοποιήσει τους κινδύνους από την παρουσία των Γερμανών και δεν λογάριαζαν σχεδόν τίποτα και έκαναν τη δουλειά τους, παίζοντας κρυφτούλι με τους Γερμανούς και το έβαζαν στα πόδια μόλις τους έβλεπαν, αλλά και πάλι άρχιζαν τα ίδια και συνέχιζαν τις λεηλασίες μόλις οι Γερμανοί απομακρύνονταν.

Σελ.-244-
Το αίσθημα του φόβου δεν είχε κυριαρχήσει ακόμα μέσα στον Έλληνα Πολίτη και για αυτό δεν άφηνε καμιά ευκαιρία για να αρπάξει ότι έβλεπε γύρω του και το θεωρούσε χρήσιμο και στη συνέχεια έφευγε με χίλιες δυο προφυλάξεις, όχι για τη ζωή του, αλλά περισσότερο για να προστατεύσει τη λεία του που τη θεωρούσε χρήσιμη για το σπίτι του.
 Σε αυτές τις στιγμές βρέθηκαν εκεί στο Ναύπλιο και δυο παιδιά, συμμαθητές στο Γυμνάσιο, ο Γιώργος και ο Παναγιώτης που παρακολουθούσαν όλα όσα γύρω τους συνέβαιναν. Ο Γιώργος και ο Παναγιώτης περιπλανώμενοι μέσα στο Ναύπλιο και στους δρόμους πρόσβασης σε αυτό, παρατηρούσαν έκπληκτοι ότι είχαν αφήσει οι Άγγλοι στην προσπάθεια τους να σώσουν τη ζωή τους, περισσότερα δε από όλα το πολεμικό υλικό, άρματα μάχης, τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, φορτηγά γεμάτα πολεμικό υλικό, Τζιπ κ.λ.π.
Όλα ακινητοποιημένα στους δρόμους και τα περισσότερα ριγμένα μέσα στα χαντάκια και στα χωράφια έξω από την Πόλη, πολλά από αυτά χωρίς λάστιχα που ολόκληρα ή κομμάτια από αυτά τα είχαν αφαιρέσει οι Χελιώτες για τις δικές τους ανάγκες. Στο Γιώργο και στον Παναγιώτη όμως από όλα αυτά που βρίσκονταν σκόρπια στους δρόμους, μεγαλύτερη εντύπωση τους έκανε ένα μεγάλο άρμα μάχης με όλο τον εξοπλισμό του που ήταν αραγμένο μέσα στον ελαιώνα εκεί κοντά στην Ευαγγελίστρια.
Αμέσως πέρασε από το μυαλό τους αν θα μπορούσαν να το κινήσουν όπως ήταν και να το πάρουν να το κρύψουν επάνω στα βουνά, λάφυρο πολύτιμο, ένα άρμα στη κατοχή τους κρυμμένο στα βουνά, ίσως κάποτε να ήταν χρήσιμο, μα οι Άγγλοι είχαν φροντίσει και είχαν προκαλέσει σημαντικές ζημίες στη μηχανή του, έτσι που είχε καταστεί αδύνατη η μετακίνηση του.
Πάνω σε αυτό το άρμα διέκριναν όμως ένα βαρύ πολυβόλο με διάμετρο βλήματος 25-30 χιλιοστά και με την πρώτη γρήγορη ματιά που έριξαν διαπίστωσαν ότι ήταν εύκολη η αποκόλληση του από το άρμα, οπότε σκέφθηκαν να πάρουν τουλάχιστον αυτό, αφού ολόκληρο το άρμα ήταν αδύνατο να μετακινηθεί. Έτσι περίμεναν να νυχτώσει για να κάνουν την επιχείρηση αυτή.
Από νωρίς είχαν προμηθευθεί δύο-τρεις λινάτσες και μετά τη δύση του ηλίου οπότε οι Γερμανοί είχαν αποσυρθεί στους καταυλισμούς τους. θεώρησαν ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους.
Όταν πια νύχτωσε για τα καλά, πλησίασαν το άρμα και αφού διαπίστωσαν ότι εκεί κοντά δεν βρισκόταν κανένας, ούτε Γερμανός, ούτε Ιταλός μα ούτε και Έλληνας και με χίλιες δυο προφυλάξεις μη τους αντιληφθούν οι Γερμανοί, οπότε αλίμονο τους, θα τους έστελναν κατ' ευθείαν στο εκτελεστικό απόσπασμα και κατάφεραν έτσι πολύ γρήγορα να το αποκολλήσουν από το άρμα, να το διπλώσουν πρόχειρα με τις λινάτσες που είχαν μαζί τους και αφού πήραν ακόμα μαζί τους και ένα κιβώτιο με σφαίρες κατάλληλες γι' αυτό, που υπήρχε επάνω στο άρμα και ακόμα δύο δεσμίδες γεμάτες, φρόντισαν αμέσως να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα από τη θέση αυτή και όλα μαζί τα μεταφέρανε μετά από μια κοπιώδη πορεία αρκετά μακριά από την Πόλη του Ναυπλίου.

Σελ.-245-
Μετά από πορεία μιας περίπου ώρας βρέθηκαν στην κοίτη του χειμάρρου που περνάει μέσα από τον Άγιο Αδριανό (το παλαιό Κατσίγκρι ) και εκεί με την ησυχία τους, ενώ βάδιζαν προς το χωριό Κατσίγκρι, αναζητούσαν κατάλληλο μέρος για να το κρύψουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Επειδή όμως ήταν νύχτα και αυτό ήταν αδύνατο να γίνει, τοποθέτησαν τα λάφυρα τους μέσα σε μια συστάδα θάμνων στην όχθη του Χείμαρρου και προσπάθησαν άσο μπορούσαν να τα καλύψουν καλύτερα .για να μη φαίνονται από περαστικούς που τυχόν θα περνούσαν από εκεί κοντά. Την άλλη ημέρα το πρωί τα δύο παιδιά πήγαν στην ίδια περιοχή και περπατώντας μέσα στην κοίτη του χειμάρρου ερευνούσαν τις όχθες για αρκετή ώρα και σε κάποιο σημείο της όχθης ανακάλυψαν μία μικρή τρύπα την οποίαν αφού πλησίασαν την σκάλισαν λίγο και διαπίστωσαν πως όσο προχωρούσαν στο βάθος ήταν πιο φαρδιά και πιο μεγάλη που έμοιαζε σαν μικρή σπηλιά.
Εκεί μέσα λοιπόν βρήκαν την πιο ασφαλή κρυψώνα και με μεγάλη προσοχή τοποθέτησαν το πολυβόλο αφού πρώτα φρόντισαν να το περιτυλίξουν πρώτα με αδιάβροχα χαρτιά και έπειτα με τις λινάτσες για να το προστατέψουν κυρίως από την υγρασία, Μαζί τοποθέτησαν και το κιβώτιο με τις σφαίρες, όπως επίσης και τις δύο δεσμίδες αφού και αυτά συσκευάστηκαν κατάλληλα. Έπειτα με όση επιμέλεια μπορούσαν έκλεισαν το στόμιο της μικρής σπηλιάς καμουφλάροντας την για να μη γίνει φανερή η ύπαρξη των πολύτιμων λαφύρων, περιμένοντας από τότε την κατάλληλη στιγμή που θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν όπου θα χρειαζόταν, οπότε εύκολα θα μπορούσε να γίνει από εκεί η μεταφορά του.

64. Η Εικόνα στην Ελληνική Ύπαιθρο
Τα πολεμικά μέτωπα έχουν όλα καταρρεύσει. Ο Στρατηγός Τσολάκογλου υπόγραψε ανακωχή άνευ όρων με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς και έδωσε εντολή στον Ελληνικό Στρατό να παραδώσει τα όπλα στον εχθρό, που πριν λίγο πολεμούσε στα Αλβανικά βουνά και τον είχε κατατροπώσει. Στο Αλβανικό Μέτωπο, ο Στρατός μας έπειτα από τις λαμπρές νίκες του διαλύθηκε.
Οι Έλληνες φαντάροι άοπλοι πλέον ξεκίνησαν από το Μέτωπο μια κοπιαστική πεζοπορία, κατευθυνόμενοι προς τα χωριά τους. Οι πιο πολλοί από αυτούς έπρεπε να περπατήσουν εκατοντάδες χιλιόμετρα για να φθάσουν στα σπίτια τους. Πολλοί στο δρόμο τους βρίσκανε κανένα αδέσποτο μουλάρι του Στρατού, το έπαιρναν μαζί τους για να ξεκουράσουν λίγο τα πόδια τους, αλλά και αυτό έπειτα από μερικά χιλιόμετρα, αφού τους είχε ξεκουράσει στην πορεία τους, εάν βρίσκανε καμιά ευκαιρία το πούλαγαν για να εξοικονομήσουν λίγα χρήματα με τα οποία αγόραζαν τρόφιμα για να καλύψουν τις ανάγκες τους στο δρόμο.
Τα στρατεύματα κατοχής βρίσκονται ακόμα μόνο στις μεγάλες πόλεις Τα χωριά είναι ελεύθερα γι' αυτό και οι φαντάροι του μετώπου ταξιδεύοντας για την

Σελ.-246-
 πατρίδα τους κινούνται από χωριό σε χωριό αποφεύγοντας τις πόλεις, γιατί έτσι ήσαν πιο ασφαλείς. Η ύπαιθρος της Αργολίδας είναι γεμάτη από φαντάρους που διασκορπίστηκαν από τα στρατόπεδα που τους ετοίμαζαν για να αναχωρήσουν στο μέτωπο, που όμως δεν πρόλαβαν να πάνε.
Στην επαρχία μας ο δρόμος που οδηγούσε στο Χέλι ήταν γεμάτος από στρατιώτες που βάδιζαν χωρισμένοι σε μικρές ομάδες για να αποφύγουν τα Γερμανικά Στούκας τα οποία περιπολούσαν ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο σε χαμηλή πτήση και πολυβολούσαν τις ομάδες των στρατιωτών, οι οποίοι μόλις άκουγαν το βόμβο των αεροπλάνων, διέλυαν και τις μικρές ομάδες, εγκατέλειπαν το δρόμο και σκορπίζονταν στα χωράφια για να μπορέσουν έτσι να σωθούν.
Έχουν περάσει αρκετές ημέρες από την κατάρρευση του Μετώπου στη Αλβανία και οι Χελιώτες στρατιώτες δεν έχουν φθάσει ακόμα στο χωριό και η αγωνία των δικών τους κορυφώνεται περιμένοντας για να ιδούν τα παιδιά τους να γυρίσουν. Καμιά είδηση δεν υπάρχει αν ζουν η έχουν πεθάνει, αν βρίσκονται ελεύθεροι στο δρόμο και έρχονται ή είναι αιχμάλωτοι των κατακτητών και βρίσκονται σε κανένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Μετά από πολλές ημέρες άρχισαν επί τέλους να εμφανίζονται στο χωριό οι πρώτοι στρατιώτες από το μέτωπο και όλοι οι κάτοικοι του χωρίου τους περικύκλωναν και τους ρωτούσαν για τους δικούς των. Άλλοι έπαιρναν πληροφορίες, άλλοι όμως καμία είδηση δεν είχαν για τους δικούς των και η αγωνία τους κορυφώνεται ακόμα περισσότερο. Ένα πρωινό στη στάνη μας εκεί στην αρίζε-Γκίλεζα εμφανίστηκε ο αδερφός μου Τάσος με μερικούς συγχωριανούς παρέα. Ήρθαν πεζοπορώντας από την Αλβανία μέχρι το χωριό. Περπατούσαν αρκετές ημέρες και ήσαν κατάκοποι, αξύριστοι πεινασμένοι για πολλές ημέρες και γεμάτοι ψείρες.
Μετά από δύο-τρείς ημέρες έφθασε και ο άλλος μου αδερφός ο Γιώργος με άλλους μαζί και αυτοί όλοι στην ίδια κατάσταση. Από τη στάνη όλοι πήγαιναν στο χωριό και η πρώτη τους φροντίδα ήταν να γίνουν άνθρωποι, να ξυριστούν, να πλυθούν, να ξεψειριαστούν και αφού για μερικές ημέρες ξεκουράστηκαν ξαναγύρισαν όλοι στις δουλειές τους, άλλοι στα γιδοπρόβατά τους και άλλοι στα χωράφια τους, αφού είναι Μάης και οι δουλειές που τους περίμεναν ήσαν πολλές. Οι διηγήσεις τους από το μέτωπο ήσαν ατέλειωτες.
Για πολλές ημέρες διηγούνταν τα γενόμενα στο Αλβανικό μέτωπο και για τη κοπιαστική τους πορεία από την Αλβανία μέχρι το χωριό.

65. Οι Ιταλοί στο Χέλι
Τα πρώτα χρόνια της κατοχής οι Γερμανοί και οι Ιταλοί αφού εδραιώθηκαν μέσα στις πόλεις, άρχισαν σίγα - σιγά να στέλνουν φυλάκια και στα περισσότερα χωριά, ιδιαίτερα στα πιο απομακρυσμένα και κυρίως στα ορεινά. Τα φυλάκια αυτά στα χωριά ήσαν επανδρωμένα πάντοτε από Ιταλούς, γιατί οι Γερμανοί είχαν περιοριστεί στις πόλεις και μονάχα για επιχειρήσεις έβγαιναν έξω από τις πόλεις.

Σελ.-247-
 Στο Χέλι από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής εγκαταστάθηκε μόνιμη Ιταλική φρουρά από μερικές δεκάδες στρατιώτες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν για στρατώνα το σπίτι του Κωνσταντίνου Ζαφείρη (η Καραμαδούκη) αφού πρώτα έγινε επίταξη σε αυτό. Από τις πρώτες ημέρες που ήρθαν οι Ιταλοί στο χωριό, στο πλευρό τους συντάχθηκε ο Ιωάννης Γεωργίου Δροϋγκας (Πουλέντζης) ή Καφάσης, μόνιμος κάτοικος του χωριού Χέλι, ο οποίος είχε μπει στην υπηρεσία των Ιταλών και φορούσε μάλιστα την Ιταλική στολή με μαύρες ψηλές μπότες και στο χέρι του κρατούσε πάντα ένα μαστίγιο.
Έτσι υπηρετούσε τους Ιταλούς για αρκετό χρονικό διάστημα μέχρι την κατάρρευση των Ιταλών στο τέλος του έτους 1943, Οι Ιταλοί έμειναν στο χωριό ολόκληρο το χρονικό διάστημα από το Μάη του 1941 μέχρι 8-9-1943,οπότε η Ιταλία συνθηκολόγησε και οι Ιταλοί στην Ελλάδα αφοπλίσθηκαν από τους Γερμανούς, οι οποίοι στη συνέχεια τους άφησαν ελεύθερους να πάνε όπου θέλουν, οπότε διασκορπίστηκαν και όσοι μπόρεσαν έφυγαν για την Ιταλία, άλλοι παρέμειναν στην Ελλάδα προσωρινά και δούλευαν κυρίως σε γεωργικές εργασίες, ελάχιστοι προσχώρησαν στις ανταρτικές ομάδες που δρούσαν τότε σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο και άλλοι τέλος έμειναν σε στρατόπεδα μέχρι την απελευθέρωση της χώρας μας από τους Γερμανούς κατακτητές.
Οι Ιταλοί στο χωριό μας, αλλά και σε όλα γενικά τα χωριά δεν συμπεριφέρθηκαν με αυστηρότητα και αγριότητα. Πέρα από το πλιατσικολόγημα που έκαναν παίρνοντας σφάγια, τυριά, λάδια, αυγά και ότι άλλο χρειαζόντουσαν για τη συντήρηση τους στο χωρίο κατά τα άλλα περνούσαν ήρεμα στο χωριό και δεν παρενοχλούσαν κανένα πολίτη, περιμένοντας να τελειώσει ο πόλεμος για να πάνε στα σπίτια τους και στις οικογένειες τους. Με τη διάλυση των Ιταλών ο Καφάσης έμεινε απροστάτευτος, έφυγε από το χωριό και πήγε στο Μετόχι (σημερινό Άγιο Δημήτριο ) όπου βρίσκονταν οι δικοί του, αλλά και εκεί δεν είχε ασφάλεια, γιατί οι αντάρτες που είχαν ήδη εμφανισθεί στη περιοχή εκείνη τον αναζητούσαν, όχι βέβαια για το καλό του.
Για το λόγο αυτό έφυγε και από το Μετόχι και πήγε στην περιοχή των Ερήμων (Μτουλμέτι), νομίζοντας ότι εκεί θα είχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Στη περιοχή αυτή έμεινε για λίγο καιρό ως που κάποτε τον ανακάλυψαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ τον έπιασαν και αποφάσισαν να τον στείλουν με συνοδεία στη Γκούρα, όπου βρισκόταν το στρατηγείο τους, εκεί δε λειτουργούσε τότε και λαϊκό δικαστήριο στο οποίον θα έπρεπε να λογοδοτήσει για τη συνεργασία του με τους Ιταλούς. Δεν έφθασε όμως ποτέ εκεί για να δικαστεί, γιατί οι αντάρτες, ενώ τον πήγαιναν προς την Γκούρα, κάπου εκεί κοντά στη Νεμέα τον εκτέλεσαν χωρίς να περάσει καθόλου από δίκη.
Έτσι ο Καφάσης είναι το πρώτο θύμα του χωριού από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ που τον κατηγόρησαν για προδότη, επειδή συνεργάστηκε με τους Ιταλούς, παρά το γεγονός ότι από τη συνεργασία αυτή κανένας από το χωριό δεν βλάφτηκε.
Τα δυόμισι πρώτα χρόνια της κατοχής πέρασαν στο χωριό μας αναίμακτα και καμιά δραστηριότητα δεν παρατηρήθηκε ούτε από τους Έλληνες, μα ούτε και από τους Ιταλούς κατακτητές, πέρα από τα πλιατσικολογήματά τους.

Σελ.-248-
Δύσκολος ήταν μόνο ο πρώτος χειμώνας της κατοχής 1941-1942 γιατί ο Ελληνικός λαός βρέθηκε απροετοίμαστος και δεν είχε εφόδια αρκετά για να περάσει το χειμώνα του. Τα λίγα προϊόντα που υπήρχαν τα λεηλατούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος ο Κατακτητής. Ο τιμάριθμος κάλπαζε προς τα ύψη. Το χρήμα που κυκλοφορούσε δεν είχε καμιά αξία και η εκτύπωση νέου χαρτονομίσματος μεγαλύτερης αξίας δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τον τιμάριθμο γι αυτό το χρήμα είχε γίνει άχρηστο για τις συναλλαγές.
Έτσι λοιπόν στις συναλλαγές κανένας δεν έπαιρνε χρήματα όταν πωλούσε κάποιο είδος. Η προσφορά των λίγων αγαθών που περίσσευαν στα νοικοκυριά γινόταν μόνο με ανταλλαγή άλλων αγαθών. Αυτό όμως μπορούσε να γίνει μόνο στα χωριά όπου υπήρχαν από όλα τα αγαθά και οι τσοπάνηδες μπορούσαν να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους γάλα, τυρί. βούτυρο, κρέας, κ.λ.π. με σιτάρι, καλαμπόκι κ.λ.π. με τους γεωργούς.
Αντίθετα ο αστικός πληθυσμός και κυρίως των μεγαλουπόλεων Αθήνα-Πειραιά που δεν είχε προϊόντα για να τα ανταλλάξει με τρόφιμα, υπέφερε πάρα πολύ από την πείνα και το κρύο, με αποτέλεσμα στις μεγαλουπόλεις αυτές ο κόσμος κατά εκατοντάδες να πεθαίνει στους δρόμους και οι νεκροί να μαζεύονται κάθε πρωί με τα αυτοκίνητα του Δήμου. Οι Αθηναίοι για να αντιμετωπίσουν την πείνα και να προμηθευτούν λίγο σιτάρι έδιναν τα πάντα από το σπίτι τους έπιπλα, φορέματα, κοσμήματα ακόμα και τα σπίτια τους.
Η πείνα, η δυστυχία από το ένα μέρος και η καταπίεση του κατακτητή από το άλλο μέρος ήσαν οι αιτίες που όπλιζαν τον Ελληνικό λαό με δύναμη και αισιοδοξία και που πάντα προσπαθούσε να βρει τρόπο για να αντισταθεί σε όλα αυτά τα δεινά.

66. Οι πρώτες εκδηλώσεις Εθνικής Αντίστασης των Ελλήνων
Από τις αρχές του 1943 άρχισε σιγά-σιγά να εκδηλώνεται σε όλη την χώρα μια οργανωμένη Εθνική Αντίσταση ενάντια στους κατακτητές Γερμανούς και Ιταλούς, δυστυχώς όμως από την αρχή την καπηλεύθηκε η αριστερή παράταξη, για τον απλούστατο λόγο, γιατί αυτή βρισκόταν στην παρανομία από το 1936 και από τα πρώτα χρόνια της κατοχής αναζήτησε διέξοδο για δράση και την βρήκε εκμεταλλευόμενη τον πατριωτισμό και το αδούλωτο πνεύμα όλων των Ελλήνων.
Στο Χέλι πρωτεργάτης για το απελευθερωτικό κίνημα ήταν ένας παλαιός κομμουνιστής που καταγόταν από το Χέλι, αλλά ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Από το1936 όμως που κηρύχθηκε η δικτατορία του Μεταξά, ζούσε εξόριστος στο χωριό του το Χέλι.
Αυτός ήταν ο Κωνσταντίνος Μάρας ή Κουλός, ο οποίος είχε σπουδάσει Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργαζόταν σε κάποιο συμβολαιογραφείο στην Αθήνα. Από το Ι936 ζούσε στο Χέλι εξόριστος από το καθεστώς του Μεταξά και ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι του πρώτου του εξαδέλφου Γεωργίου Μάρα,

Σελ.-249-
 όλο δε το διάστημα που έμενε εκεί περνούσε μια ήσυχη ζωή στο χωριό, χωρίς προβλήματα και πάντοτε σε συζητήσεις που έκανε στο χωριό, απόφευγε να εκδηλώνει τις αριστερές του ιδέες.
Κηρύχτηκε ο πόλεμος το 1940 και αυτός συνέχιζε να παραμένει στο χωριό, χωρίς κανένα πρόβλημα, μέχρι και την κατάρρευση του Αλβανικού Μετώπου, οπότε εξαφανίστηκε από το χωριό, χωρίς να γνωρίζει κανένας πού βρισκόταν. Το πιθανότερο ήταν να είχε πάει στην Αθήνα και εκεί παρέα με τους παλαιούς του συντρόφους, να εργαζόταν για το κόμμα του. Όταν η Ελλάδα βρέθηκε κάτω από την Ιταλική και Γερμανική κατοχή πρώτοι οι κομουνιστές εκμεταλλευόμενοι την άσβεστη φλόγα των Ελλήνων για ελεύθερη ζωή, άπλωσαν τα πλοκάμια τους παντού ιδρύοντας το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο ( Ε.Α.Μ. ) και πολύ γρήγορα πήραν στα χέρια τους όλες τις ηγετικές θέσεις στο απελευθερωτικό αγώνα όλων των Ελλήνων ενάντια στον κατακτητή.
Ο Κωνσταντίνος Μάρας πολύ γρήγορα αναδείχθηκε σε ένα από τα ηγετικά πολιτικά στελέχη του ΕΑΜ σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, αφού έφθασε να είναι ο πρώτος γραμματέας και πολιτικός καθοδηγητής της Πελοποννήσου μέχρι και την απελευθέρωση, όπως διαπιστώθηκε αργότερα.
Το ΕΑΜ από την ίδρυση του κατόρθωσε να παγιδεύσει όλους τους φιλήσυχους Έλληνες, που εμπνεόμενοι από ασυγκράτητη φιλοπατρία, είχαν τον πόθο να ιδούν την πατρίδα τους ελεύθερη το συντομότερο. Στα βουνά της Ελλάδας έχουν οργανωθεί τα πρώτα ένοπλα τμήματα του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Ε.Λ.Α.Σ.), τα οποία άρχισαν σιγά-σιγά να παρενοχλούν το στρατό κατοχής, με φρικτά βέβαια αποτελέσματα, γιατί για κάθε Γερμανό νεκρό, το τίμημα για τους υπόδουλους Έλληνες ήταν οδυνηρό.
Κατά δεκάδες συλλαμβάνονται οι Έλληνες, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας και άλλοι μεν στέλνονταν στο εκτελεστικό απόσπασμα, άλλους τους κρεμούσαν σε δενδροστοιχίες σε πάρκα και σε δρόμους και εκεί τους άφηναν να αιωρούνται ημέρες πολλές για παραδειγματισμό και άλλοι τέλος στέλνονταν στα Γερμανικά στρατόπεδα στη Γερμανία, από τους οποίους ελάχιστοι επέζησαν για να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα τους, μετά τον τερματισμό του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου.

67. Μεταφορά του Πολυβόλου στο Χέλι
Έχουν περάσει δυο περίπου χρόνια από τότε που ο Γιώργος και ο Παναγιώτης είχαν μεταφέρει και είχαν κρύψει το βαρύ πολυβόλο στην όχθη του ξεροπόταμου που περνάει μέσα από το Κατσίγκρι και βρισκόταν ακόμα εκεί χωρίς να έχει χρησιμοποιηθεί. Ήταν άνοιξη του 1943 και τα σχολεία είχαν διακοπές λόγω των εορτών του Πάσχα. Για το λόγο αυτό βρισκόμουν στο χωριό και μάλιστα στα πρόβατα στην άριζε-Γκίλεζα οπότε μαζί με τον αδερφό μου Χρήστο, πήραμε την απόφαση να πάμε στο "Κατσίγκρι με σκοπό να πάρουμε το πολυβόλο και τα

Σελ.-250-
 πυρομαχικά που βρίσκονταν εκεί κρυμμένα από το 1941 και να τα μεταφέρουμε στο χωριό, για μεγαλύτερη ασφάλεια, αλλά και για να τα χρησιμοποιήσουμε όταν θα έφθανε η κατάλληλη ώρα.
Ήταν ημέρα τετάρτη του Πάσχα όταν πήραμε αυτή την απόφαση με τον αδερφό μου και μόλις βράδιασε, πήραμε το δρόμο προς το Κατσίγκρι και αφού περπατήσαμε για τρεις περίπου ώρες, ακολουθώντας το μονοπάτι πάνω στη ράχη που σχημάτιζαν οι λόφοι οι οποίοι χωρίζουν την περιοχή του Αμαριανού σε δύο κοιλάδες, τη μία με άνοιγμα προς τον Αργολικό κάμπο και την άλλη με άνοιγμα προς το Κατσίγκρι, φθάσαμε έξω από το Κατσίγκρι.
Δεν μπήκαμε μέσα στο χωριό από το φόβο μήπως εκεί βρίσκονταν Γερμανοί ή και συνεργάτες τους ακόμα, γιατί δυστυχώς η περιοχή μας είχε πολλούς, και τότε αλίμονο μας αν πέφταμε στα χέρια τους, η κρεμάλα θα μας υποδεχόταν και τους δυο. Από εκεί αφήσαμε το δρόμο που ακολουθούσαν τα μουλάρια μέσα από το Κατσίγκρι και μπήκαμε μέσα στη ρεματιά, προχωρώντας δε μέσα στην κοίτη του ξεροπόταμου φθάσαμε στο σημείο που ήταν κρυμμένο το πολυβόλο. Δεν μας ήταν καθόλου δύσκολο να επισημάνουνε ακριβώς το μέρος, παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει από τότε δύο χρόνια.
Πλησίαζαν μεσάνυχτα και το φεγγάρι μόλις είχε ξεπροβάλλει από την ανατολή και μας έστελνε ένα αμυδρό φως που μας βοηθούσε στην επικίνδυνη αυτή αποστολή μας. Με μεγάλη προσοχή βγάλαμε από την κρύπτη πρώτα το κιβώτιο με τα πυρομαχικά και έπειτα το πολυβόλο, τα ξεδιπλώσαμε όλα, πετάξαμε τα υλικά συσκευασίας και χωρίς καθυστέρηση καμιά, ο αδερφός μου πήρε στην πλάτη του το πολυβόλο, ενώ εγώ πήρα το κιβώτιο με τις σφαίρες και τις δύο εφεδρικές δεσμίδες και έτσι οι δυο μας πήραμε το δρόμο της επιστροφής, ενώ δίπλα μας απλωνόταν μια νεκρική σιγή και τίποτα δεν τάραζε το σκοτάδι, παρά μόνο τα βήματα μας που προσπαθούσαμε μάλιστα όσο μπορούσαμε να μην κάνουμε καθόλου θόρυβο.
Ο δρόμος της επιστροφής δεν ήταν και τόσο εύκολος, γιατί και ανήφορος ήταν και φορτωμένοι αρκετά ήμασταν, αφού το πολυβόλο θα ζύγιζε πάνω από είκοσι κιλά και το κιβώτιο με τις σφαίρες πάνω από δέκα κιλά, μα ο ενθουσιασμός για το πολύτιμο φορτίο και η λαχτάρα μας να φθάσουμε όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα στο χωριό, μας έβαζαν φτερά στα πόδια μας και περπατούσαμε όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα ακολουθώντας ακριβώς την ίδια διαδρομή που ακολουθήσαμε ερχόμενοι από το χωριό. Μα όμως παρά το γεγονός ότι μέσα μας κυριαρχούσαν ο ενθουσιασμός και η λαχτάρα, ο δρόμος της επιστροφής ήταν αρκετά δύσκολος και έτσι ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε στάσεις για να κατεβάζουμε κάτω το φορτίο μας και να ξεκουραζόμαστε κάπου- κάπου.
Την απόσταση Κατσίγκρι - Χέλι που όταν πηγαίναμε την είχαμε κάνει περίπου τρεις ώρες, την ίδια απόσταση στην επιστροφή φορτωμένοι όπως ήμασταν την κάναμε πέντε περίπου ώρες και φθάσαμε στο τέρμα στην αριζε-Γκίλεζα σχεδόν τα ξημερώματα. Όταν ξημέρωσε καλά, μαζί με τον τρίτο αδελφό μου Γιώργο κάναμε επιθεώρηση του όπλου με την ησυχία μας πια. 
Δοκιμάσαμε αν όλα λειτουργούσανε καλά, το οπλίσαμε χωρίς βέβαια να τοποθετήσουμε 

Σελ.-251-
σφαίρες και δοκιμάσαμε αν η σκανδάλη λειτουργούσε κανονικά, το καθαρίσαμε, το λαδώσαμε όπου έπρεπε και έτσι πια έτοιμο το διπλώσαμε πάλι με μεγαλύτερη τώρα επιμέλεια, αφού είχαμε το χρόνο στη διάθεση μας και έπειτα το τοποθετήσαμε εκεί κοντά στα μαντριά μας σε ασφαλέστερο μέρος, για να το προφυλάξουμε από τη ζέστη, από τη βροχή, και φυσικά από τη θέα για να μην το βρουν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, που συχνά επισκέπτονταν εκείνη την περιοχή για να πλιατσικολογούν τους τσοπάνηδες.
ΣΤΟ μέρος αυτό το πολυβόλο έμεινε κρυμμένο και ασφαλισμένο για αρκετούς μήνες, μέχρι που το έμαθαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που στο μεταξύ είχαν έλθει στο χωριό και έπειτα από πολλές πιέσεις αλλά και απειλές, αναγκάστηκαν τα αδέλφια μου να τους το παραδώσουν και από τότε δεν έγινε γνωστή η τύχη αυτού του όπλου.

68. Η Πτώση ενός Γερμανικού Αεροπλάνου στο Χωριό
Το καλοκαίρι του 1943 στα βουνά της Ελλάδας βρίσκονται πολλά ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ. Οι Γερμανοί έχουν δραστηριοποιηθεί και προσπαθούσαν με εφόδους των χερσαίων στρατευμάτων, αλλά και με την αεροπορία τους, να επιτηρήσουν ολόκληρη την Ελληνική ύπαιθρο. Κάθε ημέρα σχεδόν πάνω από την ορεινή περιοχή του Αραχναίου πετούσαν τα Γερμανικά αεροπλάνα και με χαμηλές πτήσεις χτένιζαν ολόκληρη την περιοχή για να ανακαλύψουν αντάρτες, παρά το γεγονός ότι στην περιοχή του Αραχναίου δεν έχουν κάνει την εμφάνιση τους ακόμα οι αντάρτες του ΕΛΑΣ.
Ήταν μήνας Ιούλιος του 1943 και κάποια μέρα πρωί-πρωί έκαναν την εμφάνιση τους τρία Γερμανικά αεροπλάνα " ΣΤΟΥΚΑΣ " που για αρκετή ώρα έψαχναν ολόκληρη την περιοχή. Πετούσαν πολύ χαμηλά και έμπαιναν ακόμα και μέσα στις χαράδρες. Κάποια στιγμή τα αεροπλάνα αυτά έφθασαν και στην περιοχή άριζε-Γκίλεζα όπου βρισκόμουν μαζί με τον αδερφό μου Χρήστο εκεί κοντά στα πρόβατα. Πετούσαν πολύ χαμηλά και έκαναν βόλτες γύρω στην περιοχή αυτή, οπότε κάποια στιγμή πέρασαν επάνω από τα κεφάλια μας και εμείς τρομαγμένοι, πέσαμε κάτω, ανάμεσα σε βράχους για να προφυλαχθούμε γιατί ήταν πιθανόν να μας περνούσαν για αντάρτες και να μας κτυπούσαν με τα πολυβόλα τους. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και δεν γνωρίζουμε αν οι πιλότοι μας είδαν ή όχι.
Αφού έκαναν μερικές στροφές πάνω από την περιοχή αυτή, πήραν ύστερα κατεύθυνση προς το Μοναστήρι (Μονή Ταλαντίου) που βρισκόταν πολύ χαμηλότερα από το σημείο που βρισκόμασταν εμείς και το πρώτο αεροπλάνο μπήκε μέσα στην χαράδρα της Χούνης για να βγει στον Αμαριανό και από εκεί να πετάξει προς το Κουτσοπόδι όπου ήταν το πρόχειρο αεροδρόμιο των Γερμανών. Την ίδια πορεία ακολούθησε και το δεύτερο αεροπλάνο με τον ίδιο προορισμό.
Το τρίτο αεροπλάνο ακολούθησε την ίδια σχεδόν πορεία, αλλά ακριβώς κάτω από το Μοναστήρι όπου αρχίζει η χαράδρα της χούνης, φαίνεται πως ο πιλότος 

Σελ.-252-
δεν υπολόγισε καλά τους μαιάνδρους του ρέματος και χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει το αριστερό φτερό του αεροπλάνου κτύπησε σε ένα μικρό αντέρεισμα της πλαγιάς με αποτέλεσμα ο πιλότος να χάσει τον έλεγχο του σκάφους και το αεροπλάνο έπειτα από μια σφοδρή έκρηξη να βρεθεί στο έδαφος μετά από λίγα μέτρα.
Στο σημείο της πτώσης υπήρχε ένα μεγάλο δένδρο, αγριοφυστίκια (Κοκορέτσια) όπου στον κορμό του διπλώθηκαν τα φτερά του αεροπλάνου και όλη η άτρακτος σταμάτησε εκεί, με αποτέλεσμα ο κινητήρας του αεροπλάνου, το οποίον στο μεταξύ καιγότανε, εξεσφενδονίστηκε και σταμάτησε στην απέναντι όχθη σε απόσταση πενήντα περίπου μέτρων, το δε σώμα του πιλότου έφυγε από την καμπίνα του αεροπλάνου μισοκαμένο και έπεσε άψυχο μπρούμυτα σε ένα χωράφι σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων.
Με τον αδερφό μου Χρήστο παρακολουθούσαμε όλη την πορεία των αεροπλάνων και είδαμε καθαρά την πτώση του τρίτου αεροπλάνου, ακούγοντας συγχρόνως και την έκρηξη αυτού, αμέσως δε είδαμε και τον μαύρο καπνό από το σημείο εκείνο. Ένα από τα προπορευόμενα αεροπλάνα πήρε ύψος μέσα από την Χαράδρα που πετούσε, έκανε στροφή και γύρισε πίσω, όπου διαπίστωσε φαίνεται τη πτώση του αεροπλάνου, προσδιόρισε και το σημείο της πτώσης και στη συνέχεια πήρε στροφή και χάθηκε προς τον Αργολικό Κάμπο.
Αμέσως με τον αδερφό μου Χρήστο, τρέξαμε προς το μέρος που είχε πέσει το αεροπλάνο, μήπως ο πιλότος ήταν ζωντανός για να του προσφέρουμε βοήθεια. Μέσα σε είκοσι περιττού λεπτά είχαμε φθάσει στο σημείο του ατυχήματος και ενώ ετοιμαζόμασταν να πλησιάσουμε στο σημείο που βρισκόταν το αεροπλάνο, την ίδια στιγμή ακούσαμε διαδοχικές εκρήξεις από την γύρω περιοχή, γεγονός που μας φόβισε και αμέσως απομακρυνθήκαμε από εκεί για να μη συμβεί κανένα ατύχημα.
Φαίνεται πως με την έκρηξη του αεροπλάνου είχαν σκορπιστεί στη γύρω περιοχή πολλά πυρομαχικά μέσα στους θάμνους και επειδή συγχρόνως είχε εκραγεί και πυρκαγιά, για το λόγο αυτό άρχισαν οι εκρήξεις των πυρομαχικών από την θερμότητα που αναπτύχθηκε στους θάμνους που καίγονταν. Εμείς ανηφορήσαμε προς την πλαγιά του Μαρσιάρη και περιμέναμε να σβήσει η φωτιά, για να για να πλησιάσουμε και πάλι.
Ενώ εκεί περιμέναμε εμείς, ξαφνικά βλέπουμε από το μέρος της Σκάλας να κάνει την εμφάνιση του ένα τανκ με Γερμανούς, το οποίον κατέβαινε σιγά-σιγά επειδή το έδαφος ήταν ανώμαλο και έφθασε μέχρι το σημείο του ατυχήματος. Μόλις οι Γερμανοί έφθασαν εκεί, αμέσως περιεργάστηκαν το πτώμα του πιλότου και στη συνέχεια το σκέπασαν με ένα, χοντρό αδιάβροχο στο οποίον γύρω-γύρω τοποθέτησαν μεγάλες πέτρες για να το προστατεύσουν έτσι από τα όρνια και τα αγρίμια της περιοχής.
Δεν ξέρω τι άλλο έκαναν εκεί, πάντως πολύ γρήγορα ανέβηκαν στο άρμα τους και έφυγαν ακολουθώντας την αντίστροφη ακριβώς πορεία, κατευθυνόμενοι στη βάση τους προφανώς στο Άργος. Μετά την αναχώρηση των Γερμανών με τον αδερφό μου τρέξαμε και πάλι και φθάσαμε στο σημείο που είχε πέσει το αεροπλάνο, 

Σελ.-253-
αφού και η φωτιά είχε σβήσει τελείως και οι εκρήξεις είχαν επίσης σταματήσει. Πριν όμως από εμάς είχαν πάει στον τόπο του δυστυχήματος τσοπάνηδες από την περιοχή του Μοναστηριού, που βρισκόντουσαν πιο κοντά και είχαν πάρει το αλεξίπτωτο που βρισκόταν άθικτο εκεί κοντά και το ρόλοι του πιλότου, που και αυτό βρισκόταν εκεί κοντά επίσης άθικτο.
Εμείς με την ησυχία μας τότε περιεργαστήκαμε τα συντρίμμια του αεροπλάνου, είδαμε το πτώμα του πιλότου σκεπασμένο όπως ήταν με το αντίσκηνο, για να το προφυλάξουν, γιατί εκεί έμεινε για μερικές ημέρες, μέχρις ότου ξανάρθουν οι Γερμανοί να το πάρουν. Αφού για αρκετή ώρα το περιεργαστήκαμε και περιπλανηθήκαμε στην γύρω περιοχή και από περιέργεια βέβαια, αλλά περισσότερο προσπαθώντας να βρούμε κάτι πολύτιμο και να το πάρουμε μαζί μας, κυρίως κάτι από τον οπλισμό του αεροπλάνου, αλλά δυστυχώς όλα είχαν γίνει συντρίμμια.
Ένα πολυβόλο βρισκόταν εκεί κοντά, αλλά από την πτώση και τη φωτιά είχε στραβώσει και αχρηστευθεί τελείως. Έτσι αναγκαστήκαμε να φύγουμε από εκεί και να πάμε βέβαια στη δουλειά μας. Μετά από μερικές ημέρες ήρθαν και πάλι οι Γερμανοί, με τον ίδιο τρόπο και αφού πήραν 3-4 Χελιώτες που βρήκαν εκεί στην περιοχή, πήγαν στον τόπο του δυστυχήματος, πήραν το πτώμα που ήδη βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο σήψης και αφού το περιτύλιξαν με ένα αδιάβροχο, το έδεσαν καλά και το μεταφέρανε στο όχημα τους, το φόρτωσαν επάνω σε αυτό και το πήγαν στο Αργός, όπου φυσικά θα έγινε η ταφή του, άγνωστο βέβαια σε εμάς σε ποιο μέρος.
Μετά και την παραλαβή του πτώματος στον τόπο του δυστυχήματος πήγαιναν κάθε ημέρα επισκέπτες από το Χέλι, οι οποίοι στη συνέχεια προέβαιναν σε λεηλασίες, έτσι ώστε σε μικρό χρονικό διάστημα να μη μείνει εκεί τίποτα από το αεροπλάνο, παρά μόνο ο κορμός του κινητήρα που ήταν ογκώδης, αλλά και αυτός λεηλατημένος από τα εξαρτήματα του.
Κάθε σπίτι στο Χέλι είχε πάρει από το αεροπλάνο κάτι για ενθύμιο, ένα κομμάτι από τα φτερά, ένα κομμάτι από την άτρακτο, υπολείμματα από τον ηλεκτρικό εξοπλισμό και τα μέσα επικοινωνίας, πηνία διάφορα, μετασχηματιστές, βίδες διαφόρων μεγεθών κ.λ.π. Όλα αυτά βρίσκονταν στα σπίτια των Χελιωτών και αργότερα τα μάζεψαν οι Γερμανοί, στη διάρκεια των επιχειρήσεων που έκαναν στο χωριό.

Σελ.-254-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ Ε.Α.Μ. ΣΤΟ ΧΕΛΙ

69. Οι Πρώτες Επισκέψεις των Εαμιτών στο Χέλι.
Ήταν αρχές του 1943 και μέσα στο Γυμνάσιο Ναυπλίου έχει δημιουργηθεί ο πρώτος αντιστασιακός πυρήνας, κυρίως μεταξύ των μαθητών της τελευταίας τάξης.
Πρωτεργάτες στη κίνηση αυτή των μαθητών ήσαν δύο κυρίως παιδιά, ο Μιχάλης, ο πρώτος μαθητής της τάξης και ο Γιώργος πολύ καλός επίσης μαθητής και που και οι δυο τους δεν βρίσκονται σήμερα στη ζωή, ο μεν Μιχάλης εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στις αρχές του 1944, έξω από το χωριό του το Μάνεση, κατά τη στιγμή που με τα πόδια πήγαινε στο Γκέρμπεση να ειδοποιήσει ένα τμήμα από αντάρτες που βρίσκονταν εκεί, οτι στο Μάνεση εμφανίστηκαν Γερμανοί, ο δε Γιώργος ήταν αυτός που μαζί με τον Παναγιώτη μεταφέρανε το πολυβόλο από το Ναύπλιο στο ρέμα του Κατσιγκρίου και το τέλος του το περιγράψαμε σε εκείνο το κεφάλαιο.
Στις 23 Απριλίου 1943 ημέρα του Αγίου Γεωργίου, που συνέπεσε μέσα στις διακοπές του Πάσχα, γιορτή κατ' εξοχήν των τσοπάνηδων άλλοτε στο Χέλι, ημέρα κατά την οποίαν ψήνονταν στη σούβλα τα καλύτερα θρεφτάρια από το κοπάδι τους και έπειτα ακολουθούσε μεγάλο γλέντι, αυτήν ακριβώς την ημέρα είχα προσκαλέσει να φιλοξενήσω στο χωριό δύο συμμαθητές μου από το Ναύπλιο, το Γιώργο και το Θεόδωρο.
Ήρθαν από το Ναύπλιο πεζοπορία την παραμονή του Αγίου Γεωργίου και φιλοξενήθηκαν σπίτι μας και το πρωί της επόμενης ημέρας ξεκινήσαμε από το χωριό και οι τρεις μας για τη στάνη, στην οποία φθάσαμε ύστερα από πεζοπορία μιας περίπου ώρας. Στη στάνη φθάσαμε ακριβώς την στιγμή που γίνονταν οι προετοιμασίες για το ψήσιμο του σφαχτού. Η σούβλα ήταν έτοιμη, η φωτιά αναμμένη και μόλις δημιουργήθηκε αρκετή θράκα, η σούβλα τοποθετήθηκε στη θέση της κοντά στη φωτιά και άρχισε το γύρισμα της.
Μετά από αρκετές ώρες ετοιμάστηκε το ψητό, στρώθηκε το τραπέζι και άρχισε το φαγοπότι για να ακολουθήσει έπειτα το μεγάλο γλέντι, κατά τις συνήθειες του χωριού και επάνω στη διασκέδαση και στο κέφι που είχε δημιουργηθεί, μας δόθηκε η ευκαιρία να ανταλλάξουμε σκέψεις γύρω από την οργάνωση του ΕΑΜ, συζητήσαμε αρκετά, χωρίς βέβαια να πάρουμε καμιά απόφαση, απλά έγινε γνωστό σε εμένα και τα αδέλφια μου από τους φιλοξενούμενους ότι ετοιμάζεται κίνηση, για την εξέγερση του υπόδουλου Ελληνικού λαού, εναντίον των κατακτητών.
Στην πολύωρη αυτή συζήτηση δεν έγινε καμιά αναφορά για το ιδεολογικό περιεχόμενο του ΕΑΜ. Όλοι μας μείναμε με την εντύπωση από τη συζήτηση ότι επρόκειτο πραγματικά για ένα Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο με κύριο και αποκλειστικό στόχο την εκδίωξη των κατακτητών από τη χώρα μας.
Ποιος Έλληνας δεν θα ένοιωθε πραγματική συγκίνηση με το άκουσμα μόνο της φράσης Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Αυτό ζητούσαν και καρτερούσαν όλοι οι Έλληνες, έπειτα από δυο χρόνια δουλείας που ζούσε η Ελλάδα κάτω από την μπότα των Γερμανών και των Ιταλών κατακτητών. Αφού κατά τις απογευματινές ώρες τελείωσε το γλέντι στη στάνη φύγαμε πάλι από εκεί και φθάσαμε στο χωριό όπου οι συμμαθητές μου διανυκτέρευσαν για δεύτερη βραδιά και την άλλη ημέρα το πρωί έφυγαν για το Ναύπλιο, αφού έδωσαν την υπόσχεση ότι κάποια άλλη ημέρα θα επισκεφθούν και πάλι το χωριό.
Σε λίγες ημέρες τελείωσαν και οι διακοπές του Πάσχα και την Κυριακή του Θωμά έφυγα και εγώ από το χωριό για το Ναύπλιο, γιατί έπρεπε την .άλλη ημέρα να βρίσκομαι πάλι στο Σχολείο.
Οι παράνομες επαφές μας συνεχίζονταν και μέσα στο σχολείο, με κάθε βέβαια προφύλαξη, αλλά η κύρια δραστηριότητα περιοριζόταν έξω από το σχολείο, κυρίως δε στο σπίτι του συμμαθητή μας Γιώργου. Πολλές όμως φορές οι συναντήσεις μας και οι συζητήσεις για την οργάνωση γίνονταν και πέρα στην Παναγίτσα της παραλίας του Ναυπλίου στο δρόμο για την αρβανιτιά.
Όσο διαρκούσαν τα μαθήματα, μαζί με τον Γιώργο, κάναμε μια ακόμα επίσκεψη στο χωριό. Ένα Σάββατο λίγο πριν βραδιάσει φύγαμε από το Ναύπλιο και πεζοπορώντας για πέντε περίπου ώρες, φθάσαμε στο χωριό λίγο πριν από τα μεσάνυχτα.
Είχαμε ορίσει συνάντηση στο σπίτι του Τάκη στο οποίο εκτός από τον οικοδεσπότη, βρισκόταν και ο αδελφός μου Γιώργος. Εκεί συζητήσαμε διάφορα θέματα σχετικά με την ίδρυση της οργάνωσης στο Χέλι, γενικά βέβαια και αόριστα και η συζήτηση αυτή κράτησε περίπου τρεις ώρες, στη διάρκεια της οποίας ειπώθηκαν πάρα πολλά, χωρίς όμως να παρθούν αποφάσεις.
Στις δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα τελείωσε η συζήτηση μας και φύγαμε πάλι για το Ναύπλιο. Η πορεία που ακολουθήσαμε στην επιστροφή, ήταν διαφορετική από εκείνη που πήγαμε στο χωριό. Πήραμε το δρόμο που οδηγούσε προς το Μοναστήρι της Παναγίας και ακολουθώντας την κοίτη του ξεροπόταμου, αφού διασχίσαμε όλη τη χούνη, βγήκαμε στον Αμαριανό και από εκεί φθάσαμε στην Αγία Τριάδα και με το ξημέρωμα, είχαμε φθάσει και πάλι στο Ναύπλιο, για να προετοιμαστούμε για το Σχολείο της Δευτέρας.

Σελ.-256-
7Ο. Επίσκεψη στο Χέλι κλιμακίου του Ε.Α.Μ. από τη Μηδέα (Γκέρμπεση)
Τελείωσε πια και η τελευταία μας Σχολική χρονιά, έγιναν οι εξετάσεις, πήραμε τα απολυτήρια μας και αφού ανταλλάξαμε ευχές μεταξύ μας όλοι οι συμμαθητές, ευχηθήκαμε πρώτα καλή λευτεριά στην Πατρίδα μας και έπειτα καλή πρόοδο στο μέλλον μας και πραγματοποίηση όλων των ονείρων μας και καθένας πήρε το δρόμο του με την προσδοκία κάποια μέρα να ξανασυναντηθούμε όλοι, πράγμα που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ μέχρι σήμερα- Εγώ έφυγα για το χωριό όπου παρέμεινα ολόκληρο το μήνα Ιούλιο, χωρίς στο χωριό να αναπτυχθεί καμιά αντιστασιακή δραστηριότητα.
Στις 27 Ιουλίου γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα, που γίνεται και σήμερα ακόμα μεγάλο πανηγύρι στο χωριό μας, και μετά την εκκλησία, ενώ όλοι οικογενειακώς επιστέφαμε στο σπίτι, στο δρόμο συναντήσαμε μια ομάδα από τρεις Γκερμπεσιώτες που είχαν έλθει για το πανηγύρι. Μεταξύ αυτών των τριών ήταν και κάποιος Λιλής, γνωστός στην οικογένεια μας, γιατί ήταν βαφτιστήρι του θείου μου Δημητρίου Κύρκα. Υποχρέωση κοινωνική ήταν να προσκαλέσουμε τους ξένους στο σπίτι μας για φαγητό, όπως συνηθιζόταν στο χωριό την ημέρα του Πανηγυριού.
Στα σπίτι τους φιλοξενήσαμε προσφέροντας τους φαγητό και κρασί. Στη διάρκεια του γεύματος έγινε συζήτηση για διάφορα θέματα και σε κάποια στιγμή με πρωτοβουλία δική τους, ξεφύγαμε από τα κοινωνικά θέματα και περάσαμε στο θέμα της οργάνωσης της Εθνικής Αντίστασης και στην περιοχή του Χελιού.
Στη πορεία όμως της συζήτησης διαπίστωσα από τα λεγόμενα τους και τις θέσεις που έπαιρναν, ότι ιδεολογικά βρίσκονταν στο χώρο του Κ,Κ.Ε. και πως η προπαγάνδα τους περιοριζόταν περισσότερο στο να προσηλυτίσει οπαδούς στο Κ,Κ.Ε., παρά στο να οργανώσουν αντίσταση κατά του κατακτητή. Έβαζαν σε πρώτη θέση την αντίσταση κατά του κοινωνικού κατεστημένου, όπως έλεγαν, της κοινωνικής αδικίας και μίλαγαν όχι για αντίσταση κατά του εχθρού, αλλά κυρίως για ανακατανομή του πλούτου από τους κατέχοντες, σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, δηλαδή στην ουσία προσπαθούσαν να μας διδάξουν την Μαρξιστική θεωρία σε πρώτη γραμμή και σε δεύτερη μοίρα έθεταν την αντίσταση κατά του κατακτητή.
Μετά από πολύωρη συζήτηση, εξέφρασα πρώτος τις αντιρρήσεις μου, λέγοντας πως τώρα ένα ζήτημα προέχει και πρέπει αποκλειστικά να μας απασχολεί, η απαλλαγή της Πατρίδας μας από τους κατακτητές και όλα τα άλλα θέματα και θεωρίες τα έθετα σε δεύτερη μοίρα.
Διαπίστωσα την δυσαρέσκεια τους για τις αντιρρήσεις μου αυτές και κατάλαβα πως πίστεψαν ότι είχαν κτυπήσει λάθος πόρτα για να κάνουν την Κομουνιστική τους προπαγάνδα. Έτσι τελείωσε η συζήτηση αυτή χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Πέρασαν λίγες ημέρες ακόμα στο χωριό και στις 3 Αυγούστου έφυγα από το χωριό για την Αθήνα, προκειμένου να δώσω εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Τα μέχρι τώρα γεγονότα του χωριού τα περιέγραψα από δική μου εμπειρία, γιατί τα έζησα όλα και μάλιστα σε πολλά από αυτό ήμουν και πρωταγωνιστής.

Σελ.-257-
Όλα δε τα υπόλοιπα γεγονότα του χωριού, μέχρι και την απελευθέρωση και τα οποία θα αναφερθούν πάρα κάτω δεν τα έζησα προσωπικά, αλλά τα περιγράφω από διηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων, συμπατριωτών μας και συγγενικών προσώπων των πρωταγωνιστών της περιόδου εκείνης, αφού πρώτα έκανα διασταύρωση όλων των πληροφοριών, που είχα πάρει από διάφορες πηγές, ώστε τα γραφόμενα να είναι όσο το δυνατόν πλέον αξιόπιστα.

71. Οι Πρώτοι Πυρήνες του Ε.Α.Μ. στο Χέλι
Ο Κωνσταντίνος Μάρας ή Κουλός που είχε χαθεί από το χωριό με την κατάρρευση του Ελληνοϊταλικού Μετώπου, δεν άργησε και πάλι να κάνει την εμφάνιση του στο χωριό, δεν μπορούσε όμως και να μένει πλέον μέσο στο χωριό, γιατί στο μεταξύ είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό οι Ιταλοί και ήταν δύσκολο γι' αυτόν να βρίσκεται ανάμεσα στους Ιταλούς. Βρισκόταν ήδη στην παρανομία και το κρησφύγετο του το είχε στην περιοχή της Τραπεζώνας, από όπου ελεύθερα κυκλοφορούσε από εκεί μέσα στο βαθύ ρέμα μέχρι και το Μοναστήρι της Παναγίας, πολλές δε φορές τη νύχτα έμπαινε και μέσα στο χωριό για να εφοδιασθεί με τρόφιμα και πάλι όμως έφευγε και βρισκόταν συνήθως πάντα έξω από το χωριό για να είναι περισσότερο ασφαλής.
Στην παρανομία που βρισκόταν είχε μαζί του και δύο Άγγλους στρατιώτες, από αυτούς που δεν μπόρεσαν να φύγουν για την Κρήτη ή για την Μέση Ανατολή και που μπόρεσαν να γλιτώσουν από την αιχμαλωσία των κατακτητών. Και οι τρεις ήσαν οπλισμένοι για την προσωπική τους ασφάλεια και είχαν ακόμα στη διάθεση τους και ασύρματο, με το οποίον επικοινωνούσαν με το Στρατηγείο της Ελεύθερης Ελλάδας τότε στη Μέση Ανατολή, από όπου έπαιρναν τις σχετικές οδηγίες για τις κινήσεις τους και τη δράση τους στην περιοχή που βρίσκονταν.
Το μήνα Σεπτέμβριο του 1943 είχε φθάσει στο χωριό ένας ξένος, ο Βασίλειος Σαίνης, μαζί με τη γυναίκα του Ρούλα, που παρίσταναν τον πλανόδιο μικροπωλητή. Από που είχαν έλθει ήταν άγνωστο, πίστευαν όμως στο χωριό πως η καταγωγή τους ήταν από τη Νίκαια του Πειραιά, η από το Λουτράκι.
Είχε μια μικρή βαλίτσα όπου μέσα είχε κοσμήματα, ρολόγια και πολλά άλλα ψιλικά εμπορεύματα και δεν περιοριζόταν να πουλάει την πραμάτεια του μόνο μέσα στο χωριό, αλλά περιφερόταν και στην ευρύτερη περιοχή, στο Μετόχι, στον Αμαριανό, στα Φράκια, στην Τραπεζώνα, στο Μοναστήρι, όπου επισκεπτόταν και τις καλύβες ακόμα των τσοπάνηδων για να πουλήσει την πραμάτεια του Επισκεπτόταν ακόμα και γειτονικά χωριά, όπως το Κατσίγκρι, το Γκέρμπεση, το Αγγελόκαστρο, κ,λ.π.
Φαίνεται δε, όπως αποδείχθηκε αργότερα, πως η αποστολή του δεν ήταν μόνο να πουλάει ρολόγια και κοσμήματα, αλλά πως μαζί με αυτά πωλούσε και Μαρξιστικές ιδέες εκεί που τριγυρνούσε, κάνοντας μαζί και τη σχετική αντιστασιακή και ιδεολογική του προπαγάνδα. Αυτό φάνηκε αργότερα, αφού κατάφερε πολύ 

Σελ.-258-
γρήγορα να αναδειχθεί ο πρώτος καθοδηγητής της ευρύτερης περιοχής του Χελιού.
Είναι πια μήνας Οκτώβρης 1943 και ενώ οι Ιταλοί έχουν φύγει από το χωριό και σε όλη την Ελληνική ύπαιθρο έχουν συγκροτηθεί τα πρώτα ένοπλα τμήματα του λεγομένου Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ,) τα οποία δρούσαν κυρίως στις ορεινές περιοχές. Εκείνη ακριβώς την εποχή είχαν κάνει την εμφάνιση τους και στην γύρω ορεινή περιοχή του Αραχναίου τα πρώτα τμήματα του ΕΛΑΣ που αποτελούσαν ένα Λόχο. Ο Λόχος αυτός του ΕΛΑΣ μπήκε μέσα στο χωριό και οι υπεύθυνοι του ΕΑΜ στο χωριό έδωσαν εντολή, όλοι οι κάτοικοι να μαζευτούν στην κεντρική  πλατεία, όπου πραγματοποιήθηκε η ορκωμοσία όλων των κατοίκων, κατά  το πρότυπο της προεπαναστατικής περιόδου του 1821.  Έτσι όλος ο κόσμος, άνδρες, γυναίκες και παιδιά μπροστά στους ένοπλους αντάρτες και με τις ευλογίες του Ιερέα του χωριού, ορκίστηκαν ότι είναι έτοιμοι να ξεσηκωθούν και μέσα από τις τάξεις του ΕΛΑΣ να πολεμήσουν και να διώξουν τον κατακτητή από την Πατρίδα μας. Από τη στιγμή αυτή θεωρήθηκε ότι και το Χέλι είναι πια οργανωμένο στο ΕΑΜ.  Στη συνέχεια ορίστηκαν και τα υπεύθυνα μέλη της οργάνωσης τα οποία  εκ περιτροπής είχαν την υπευθυνότητα του ΕΑΜ στο χωριό, με γενικό υπεύθυνο όλης της περιοχής του Αραχναίου το Σαΐνι. Πρωτεργάτες για την ίδρυση του ΕΑΜ στο Χέλι ήσαν ο Κωνσταντίνος Μάρας, ο Βασίλειος Σαίνης, ο Ελατιάς και διάφοροι άλλοι ξένοι προς το χωριό που ήσαν γνωστοί μόνον με τα ψευδώνυμα τους.
Όσο περνούσε ο καιρός άρχισαν να λειτουργούν στο χωριό και οι άλλες υπηρεσίες της οργάνωσης και πρώτα από όλα συγκροτήθηκε το Λαϊκό Δικαστήριο που το αποτελούσαν μέλη της Οργάνωσης, ξένα ως προς το χωριό και αποστολή του ήταν να λειτουργεί σαν πραγματικό Δικαστήριο, στο οποίον παραπέμπονταν να δικαστούν όλα τα άτομα που είχαν συνεργασία με τους κατακτητές, αυτούς που εκδήλωναν την συμπάθεια τους προς τα στρατεύματα κατοχής και γενικά όλα τα άτομα που διαφωνούσαν με τις γραμμές του ΕΑΜ, αλλά και τα άτομα εκείνα που ήθελαν να εξοντώσουν για διάφορους λόγους και για να το πετύχουν τους απέδιδαν μια από τις πάρα πάνω κατηγορίες.
Παράλληλα με το Λαϊκό Δικαστήριο λειτουργούσε και το τμήμα της ΟΠΛΑ. που ήταν το εκτελεστικό απόσπασμα γι' αυτούς που το Λαϊκό Δικαστήριο της Οργάνωσης καταδίκαζε σε θάνατο. Αρχηγός της ΟΠΛΑ ήταν κάποιος από την Κορινθία με το ψευδώνυμο "ΦΛΩΡΟΣ" μέλη δε της ΟΠΛΑ ήσαν αντάρτες του ΕΛΑΣ και αυτοί ξένοι προς το χωριό μας, άτομα αιμοβόρα και σκληρά. Οι συνεδριάσεις των Λαϊκών Δικαστηρίων ήσαν συνοπτικές και οι αποφάσεις τους τελεσίδικες, η δε ΟΠΛΑ εκτελούσε αμέσως αυτές που σχεδόν πάντα ήσαν θανατικές.

Σελ.-259-
72. Η Δράση των Ανταρτών στο Χέλι
Η δράση των Ανταρτών στο Χέλι, από την ίδρυση του ΕΑΜ σε αυτό και την ορκωμοσία που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1943, μέχρι και τον Μάιο του 1944 που οι Γερμανοί έκαναν τις εκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις στη περιοχή αυτή, είχε περιοριστεί στη σύλληψη, την παραπομπή σε δίκη , την καταδίκη και την εκτέλεση αντιφρονούντων πολιτών της Αργολίδας.
Καμιά ενέργεια δολιοφθοράς εναντίον των Γερμανών δεν έγινε στο Χέλι και καμιά σύγκρουση με τους Γερμανούς δεν πραγματοποιήθηκε στην περιοχή εκείνη. Όταν το Μάιο του 1944 εμφανίστηκαν οι Γερμανοί στο Χέλι, οι αντάρτες έγιναν άφαντοι από το Χέλι και άφησαν τους μυημένους από αυτούς Χελιώτες απροστάτευτους και έρμαιους στη διάθεση των κατακτητών, οι οποίοι χωρίς καμιά διαδικασία τους έστησαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Από τον Οκτώβριο του 1943 μέχρι και τον Μάιο του 1944, είχαν πιαστεί στον Αργολικό κάμπο, αλλά και μέσα από τις πόλεις Άργος και Ναύπλιο οκτώ ίσως και περισσότερα άτομα, τα οποία και εκτελέστηκαν στην περιοχή του Χελιού, κατηγορηθεντες σαν συνεργάτες των Γερμανών η ότι είχαν εκδηλωθεί φιλικά προς τους Γερμανούς πριν από τον πόλεμο του 1940.
Οι αντάρτες εύκολα μπορούσαν να μπουν τις νύχτες στις πόλεις Άργος και Ναύπλιο, γιατί οι Γερμανοί τη νύχτα περιορίζονταν μέσα στους καταυλισμούς των και μόνο ελάχιστα καίρια σημεία φύλαγαν και όλα αυτά ήσαν γνωστά στους αντάρτες, οι οποίοι όταν έμπαιναν μέσα στις πόλεις,
απέφευγαν τα σημεία εκείνα με μεγάλη προσοχή.
Τα άτομα που οι αντάρτες εκτέλεσαν στην περιοχή του Χελιού στην πάρα πάνω περίοδο είναι οι παρακάτω για τους οποίους η ταυτότητα τους είναι γνωστή.
1. ΣΠΑΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: από την Πουλακίδα, παλαιός κομμουνιστής και συνεργάτης του Κωνσταντίνου Μάρα. Ο Σπανός είχε πιαστεί από τους Γερμανούς και ύστερα από πιέσεις και απειλές είχε προβεί σε αποκαλύψεις σε βάρος του ΕΑΜ και ιδιαίτερα του φίλου του Κωνσταντίνου Μάρα.
Οι αποκαλύψεις του αυτές θεωρήθηκαν προδοτικές και μια νύχτα οι αντάρτες τον έπιασαν στο χωριό του στην Πουλακίδα, μέσα στο σπίτι του. τον μεταφέρανε στο Χέλι όπου τον πέρασαν από Λαϊκό Δικαστήριο και τον καταδίκασαν σε θάνατο.
Μετά την καταδικαστική απόφαση εναντίον του, τον παρέδωσαν στην ΟΠΛΑ, όπου σε πρώτο στάδιο, δεμένο όπως τον είχαν άρχισαν να τον δέρνουν και να τον βασανίζουν. Οι βασανιστές σε αυτό το πρώτο στάδιο ήσαν Χελιώτες τους οποίους όριζαν οι αντάρτες. Στη συνέχεια τον οδήγησαν έξω από το χωριό όπου αναζητούσαν κατάλληλο μέρος, για την εκτέλεση του και την ταφή.
Τον μεταφέρανε σε μια περιοχή όπου τα παλαιά χρόνια υπήρχε ο οικισμός της Χώριζας και όπου σήμερα υπάρχουν εμφανή τα ερείπια δύο ανεμόμυλων και εκεί ψάχνοντας βρήκαν την κατάλληλη τοποθεσία, την όχθη ενός ρέματος όπου υπήρχε εκεί ένα παλαιό ασβεστοκάμινο. Εκεί τον εκτέλεσαν, άγνωστο με ποιο τρόπο,

Σελ.-260-
 έπειτα τον πέταξαν μέσα στο ασβεστοκάμινο, όπου στη συνέχεια καταπλακώθηκε με πέτρες κλαδιά και χώματα και παρέμεινε εκεί μέσα θαμμένος και είναι άγνωστο αν αργότερα μεταφέρθηκαν τα οστά του ή όχι.
2. ΜΠΟΜΠΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ: Δεύτερος στη σειρά ήταν ο μόνιμος Αξιωματικός Μπόμπος Ανδρέας καταγόμενος από το Αργος όπου και έμενε. Και αυτός πιάστηκε στο σπίτι του στο Αργος και μεταφέρθηκε στο Χέλι όπου πέρασε από Λαϊκό Δικαστήριο και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η κατηγορία εναντίον του ήταν ότι είχε συμμετάσχει στην κίνηση των Αξιωματικών στο Φάρμακα και μετά τη διάλυση της ομάδας αυτής των Αξιωματικών από τον ΕΛΑΣ, δεν προσχώρησε σε αυτό.
Και για τον Μπόμπο ακολούθησαν την ίδια διαδικασία πριν από την εκτέλεση. Αφού πρώτα τον έγδυσαν και τον έδεσαν πισθάγκωνα, για μια ολόκληρη ημέρα είχαν ορίσει πάλι δύο Χελιώτες, οι οποίοι τον έδερναν συνεχώς και για αμοιβή τους έδωσαν το καινούργιο κοστούμι που φορούσε ο Μπόμπος.
Έπειτα μισοπεθαμένο τον έσυραν και τον οδήγησαν πίσω από το Νεκροταφείου του χωριού όπου και τον εκτέλεσαν εκεί και τον σκέπασαν έπειτα πρόχειρα με χώματα και πέτρες. Αργότερα οι δύο Χελιώτες Εαμίτες που τον έδερναν, έγιναν συνεργάτες των Γερμανών, αφού κατατάχθηκαν στα Τάγματα ασφαλείας.

3. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΑΠΩΤΗΣ Πρόεδρος Μέρμπακα
4. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
5.ΤΟΜΠΡΑΣ ΤΑΣΟΣ

Και οι τρεις παραπάνω ήσαν από το Μέρμπακα, τους είχαν πιάσει στο χωριό τους και τους είχαν μεταφέρει στην περιοχή του Χελιού, ειδικότερα κοντά στο Μοναστήρι της Παναγίας. Και τους τρεις τους κατηγόρησαν για Γερμανόφιλους, γιατί σε ανύποπτο χρόνο και πριν από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, σε συζήτηση που είχε γίνει στο χωριό τους, είχαν εκδηλωθεί υπέρ των Γερμανών. Το φαινόμενο αυτό ήταν πολύ συνηθισμένο στα χωριά τότε πριν από τον πόλεμο του1940, όπου οι Έλληνες ήσαν χωρισμένοι σε δύο παρατάξεις, στους Αγγλόφιλους και τους Γερμανόφιλους. Με αυτή λοιπόν την κατηγορία, πέρασαν και οι τρεις από Λαϊκό Δικαστήριο και καταδικάστηκαν σε θάνατο.
 Για αρκετές όμως ημέρες μετά την καταδικαστική απόφαση τους κρατούσαν δέσμιους εκεί στο Μοναστήρι, όπου συχνά τους επισκεπτόταν ένας Χελιώτης τσοπάνος, ο Παναγιώτης Οικονόμου (Ντούρος) που ήταν Κουμπάρος του Παναγιώτη Κυριάκου και τους εφοδίαζε με τρόφιμα. Κάποια μέρα όμως που πήγε ως συνήθως με τα τρόφιμα, δεν τους βρήκε εκεί, του είπαν δε οι αντάρτες ότι τους έδιωξαν από εκεί και τους μετέφεραν σε άλλη περιοχή, ενώ την ίδια ημέρα τους είχαν εκτελέσει και τους τρεις και τους είχαν θάψει στο μικρό Νεκροταφείο του Μοναστηριού.
6. Έκτο θύμα των Ανταρτών στο Χέλι ήταν ένας νέος από το Κατσίγκρι (Άγιο Αδριανό ). Τον είχαν φέρει στο χωριό όπου τον κρατούσαν δεμένο και σχεδόν γυμνό, με την κατηγορία ότι είχε προδώσει στους Γερμανούς κάποιον συγχωριανό του, ο οποίος πιάστηκε από τους Γερμανούς και εκτελέστηκε αμέσως. Πριν από την εκτέλεση όπως συνήθως, πάλι είχαν ορίσει δύο Χελιώτες οι οποίοι τον
Σελ.-261-
έδερναν για μια ολόκληρη ημέρα. Μετά τον ξυλοδαρμό αιμόφυρτο τον έσυραν και αυτόν κοντά στο Νεκροταφείο, όπου τον εκτέλεσαν και τον πέταξαν μέσα σε ένα λάκκο που υπήρχε εκεί κοντά και τον σκέπασαν με κλαδιά και πέτρες και έμεινε εκεί αρκετές ημέρες σχεδόν άταφος και δεν μπορούσε κανείς να πλησιάσει σε αυτό το μέρος από τη δυσοσμία που ανέδιδε το πτώμα του για αρκετό καιρό. Άγνωστο είναι και γι' αυτόν τι έγινε το πτώμα του.
7. ΒΟΒΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ: Αυτός είχε και το παρατσούκλι Καμπούρης. Τον είχαν πιάσει στο Αργός και τον μετέφεραν στο Χέλι που πέρασε από Λαϊκό Δικαστήριο και καταδικάστηκε σε θάνατο, οδηγήθηκε έπειτα στην Τραπεζώνα κοντά εκεί σε μια στέρνα του Καλή όπου και εκτελέστηκε και εκεί έμεινε σχεδόν άταφος, αφού πρόχειρα σκεπάστηκε με μερικά κλαδιά και πέτρες.
8. Το όγδοο θύμα των ανταρτών στο Χέλι ήταν ένας υπάλληλος του Πιπέρου από το Ναύπλιο πού τον είχαν μεταφέρει στο Χέλι, τον είχαν γυμνώσει και αυτόν και τον είχαν δέσει σε ένα σπίτι και εκεί πάλι είχαν βάλει ένα Χελιώτη και τον κτυπούσε συνέχεια μια ολόκληρη ημέρα, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει καθόλου. Έπειτα τον οδήγησαν ψηλά στην Τραπεζώνα και εκεί κοντά στην τοποθεσία"Γκούρι -Καπάκιτ" τον εκτέλεσαν και τον άφησαν έτσι άταφο, τροφή για τα όρνια και τα αγρίμια.
Πέρα από τις οκτώ αυτές εκτελέσεις που έγιναν στο Χέλι από τους αντάρτες, πιθανόν να έγιναν και άλλες που να μην υπέπεσαν στην αντίληψη των κατοίκων του χωριού, για να καταγραφούν στη μνήμη τους.
Γνωστό πάντως είναι ότι στο Χέλι μεταφέρονταν συχνά και άλλοι κρατούμενοι, τους οποίους στη συνέχεια τους εξαφάνιζαν οι αντάρτες και είναι άγνωστο , αν μερικοί από αυτούς εκτελέστηκαν στη περιοχή αυτή η αν τους μετέφεραν και τους εκτέλεσαν σε άλλη περιοχή ή κάποιους από αυτούς πιθανόν να τους άφησαν ελεύθερους η ακόμη είναι δυνατόν μερικοί από αυτούς, προκειμένου να σώσουν το κεφάλι τους να προσχώρησαν προσωρινά στους αντάρτες.
 Πάντως προς την περιοχή της Τραπέζωνας και το βαθύ ρέμα πρέπει να έγιναν και άλλες εκτελέσεις, γιατί τσοπάνηδες της περιοχής εκείνης διηγούνταν αργότερα ότι συναντούσαν εκεί επάνω αντάρτες, καταματωμένους, οι οποίοι διηγούντο σε αυτούς, πως έσφαζαν τους προδότες με το μαχαίρι. Οι ίδιοι μάλιστα τσοπάνηδες έλεγαν ότι μαζί με τους καταματωμένους αντάρτες, ήσαν και άνθρωποι μέσα από το χωριό, βουτηγμένοι και αυτοί στο αίμα.

73.     Οι Πρώτες αντιδράσεις κατά του Ε.Α.Μ. στο Χέλι
Η οργάνωση του ΕΑΜ ιδρύθηκε στο Χέλι με αποκλειστικό σκοπό να διώξει τον κατακτητή από την Πατρίδα μας. Άλλωστε και ο όρκος που είχαν δώσει οι Χελιώτες στην ομαδική ορκωμοσία που έγινε στο χωριό, ήταν η απαλλαγή του τόπου από τον κατακτητή. Με αυτή τη προϋπόθεση ολόκληρο το χωριό εθεωρείτο οργανωμένο στο ΕΑΜ.

Σελ.-262-
Όσο όμως περνούσε ο καιρός, οι πράξεις των ανταρτών έδειχναν πως ο κύριος σκοπός των δεν ήταν η απελευθέρωση της Πατρίδας από τον κατακτητή, αλλά πως κύριος σκοπός και στόχος ήταν η εξόντωση όλων των αντιφρονούντων πολιτών, με σκοπό την επικράτηση τους ιδεολογικά σε όλη τη χώρα. Έτσι εκδηλώθηκαν στο χωριό οι πρώτες διαφωνίες μέσα στο ΕΑΜ, ως προς την τακτική των μαζικών εκτελέσεων Ελλήνων, που ακολουθούσαν οι σκληροί πυρήνες του ΕΑΜ .
Ένα από τα διαφωνούντα μέλη του ΕΑΜ ήταν και ο Γ. Μπιμπής που ενώ από την αρχή είχε ενταχθεί στις τάξεις του ΕΑΜ, πολύ γρήγορα διαφώνησε με την τακτική των εκτελέσεων και προσπαθούσε να βρει κάποια αφορμή για να διαχωρίσει τη θέση του αυτή. Ένα δε περιστατικό που έπεσε στην αντίληψη του όταν είχε πάει αποστολή στα Δίδυμα, όπου την εποχή εκείνη ήταν εκεί και το στρατηγείο της ΟΠΛΑ που ασχολείτο αποκλειστικά με τις εκτελέσεις Ελλήνων και είδε την ΟΠΛΑ να εκτελεί δύο νέα παιδιά αδέρφια για ασήμαντη αφορμή, συγκλονίστηκε πραγματικά και από τότε άρχισε να εκδηλώνει την δυσπιστία του προς το ΕΑΜ και τους πραγματικούς σκοπούς του.
Όταν γύρισε από τα Δίδυμα βρήκε στο σπίτι του στο χωριό τους Καπετάνιους Φλώρο, Κεραυνό και άλλους που ήσαν κυριολεκτικά βουτηγμένοι στο αίμα και οι οποίοι διηγούντο πόσους και ποιους είχαν σκοτώσει εκείνες τις ημέρες και έκαναν αναπαράσταση των εκτελέσεων αυτών, .προφανώς για να τρομοκρατήσουν όλους αυτούς που είχαν εκδηλώσει τη δυσπιστία τους προς το ΕΑΜ. Εκεί στο σπίτι βρισκόταν και το βαφτιστήρι του θείου του από το Γκέρμπεση, ο Λιλής που ήταν ένα από τα δραστήρια μέλη του ΕΑΜ, όχι μόνο στο χωριό του το Γκέρμπεση, αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή.
Ο Γ. Μπίμπής όμως δεν πτοήθηκε από όλα αυτά που έβλεπε και άκουγε εκεί και από ότι είχε ιδεί στα Δίδυμα και έκανε προς τους συντρόφους του σκληρές παρατηρήσεις: "Εμείς σύντροφοι κάναμε την οργάνωση για να διώξουμε τους κατακτητές και όχι για να σφάζουμε Έλληνες. Τι κάνουμε εδώ; Τι πράγματα είναι αυτά;" Τους έκανε δε τη δήλωση ευθέως ότι ήταν διατεθειμένος να αποχωρήσει από την οργάνωση.
Η έντονη αυτή διαφωνία εξερέθισε τον Λιλή, ο οποίος έβγαλε το πιστόλι του και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει αμέσως, παρά την πνευματική συγγένεια που τους συνέδεε, αλλά επενέβησαν εκεί οι ψυχραιμότεροι και αποσοβήθηκε η ενέργεια αυτή του Λιλή.
Από τη στιγμή αυτή ο Γ. Μπιμπής εμπνεόμενος από τον πόθο για την λευτεριά της πατρίδας μας από τους κατακτητές και μη έχοντας εμπιστοσύνη πλέον στο ΕΑΜ, αναζήτησε άλλους τρόπους για να πραγματοποιήσει το στόχο του αυτό και κατ' αρχήν ήλθε σε επαφή με την ομάδα που είχαν ιδρύσει τότε οι Αξιωματικοί στο Φάρμακα, αλλά γρήγορα απογοητεύθηκε από εκεί, αφού η ομάδα αυτή πολύ γρήγορα είχε άδοξο τέλος.
Στη συνέχεια ήλθε σε επαφή με τον Παπακοκκίνη, ο οποίος κινείτο τότε δραστήρια για τη δημιουργία Οργάνωσης του ΕΔΕΣ στην περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου. Ο Παπακοκκίνης είχε την έδρα του στη Μονή Ταξιαρχών και συχνά 
Σελ.-263-
ανέβαινε από εκεί με τα πόδια στο οροπέδιο του Αραχναίου όπου είχε συχνές επαφές με τον Γ. Μπιμπή. Στη νέα αυτή κίνηση συμμετείχαν περί τα εξήντα άτομα από το Χέλι. Συνεδρίαζαν στο υπόγειο του σπιτιού του Μπιμπή και το κύριο μέλημα τους ήταν να συγκεντρώσουν όπλα τα οποία είχαν ανάγκη.
Είχε ανακοινωθεί στα μέλη της νέας αυτής κίνησης στο Χέλι ότι υπήρχαν στη διάθεση τους τα παρακάτω όπλα.
1. Ένα βαρύ πολυβόλο με αρκετά πυρομαχικά
2. Δύο πολεμικά όπλα Μάνλιχερ με πολλά πυρομαχικά
3. Δύο Περίστροφα με αρκετές σφαίρες
4. Τρία Πιστόλια με αρκετές επίσης σφαίρες
Το βαρύ Πολυβόλο ήταν αυτό που είχαν μεταφέρει από το Κατσίγκρι τα αδέρφια του Χρήστος και Παναγιώτης και βρισκόταν κρυμμένο στην άριζε-Γκίλεζα.
Φαίνεται όμως πως μέσα στην οργάνωση αυτή είχαν και σπιούνους, άτομα δηλαδή που είχαν προσχώρησα εκεί, αλλά παράλληλα υπηρετούσαν και το ΕΑΜ. Έτσι λοιπόν μετέφεραν στο ΕΑΜ το μυστικό της κατοχής του πολυβόλου και αμέσως ο Γενικός υπεύθυνος του χωριού Σαίνης συνέλαβε τον Γ. Μπιμπή με απαίτηση να παραδώσει αμέσως το πολυβόλο στην οργάνωση του ΕΑΜ. Όπως είχαν διαμορφωθεί τα πράγματα δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά και το πολυβόλο με τα πυρομαχικά του πέρασε στα χέρια των ανταρτών του ΕΛΑΣ.
Η κατάσταση δεν ήταν τόσο καλή στο χωριό. Η δράση του ΕΑΜ συνεχιζόταν με εκτελέσεις αντιφρονούντων πολιτών, παράλληλα όμως δρούσε και η νέα κίνηση του Παπακοκκίνη που είχε σαν στόχο να διώξει από το χωριό τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και το γενικό υπεύθυνο του ΕΑΜ στο χωριό Βασ. Σαίνη και να κυριαρχήσει αυτή στη περιοχή του Αραχναίου. Ήθελαν δε να δοκιμάσουν την ανδρεία των ανταρτών του ΕΛΑΣ και να τους εξευτελίσουν και για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους αυτό έβαλαν τον Αγροφύλακα του χωριού Ι. Μπαβέλα να ειπεί στους αντάρτες ότι στην περιοδεία που έκανε σαν Αγροφύλακας, αντιλήφθηκε εκεί στην Τούρμιζα μια ομάδα Γερμανών, οι οποίοι βάδιζαν προς το χωριό.
Οι αντάρτες μόλις πήραν την είδηση αυτή από τον Μπαβέλα, τράπηκαν αμέσως σε φυγή προς τα Φράκια παίρνοντας μαζί τους και τον υπεύθυνο του χωριού Σαϊνη. Οι Γερμανοί όμως δε φάνηκαν στο χωρίο και οι αντάρτες υποπτεύθηκαν ότι η πληροφορία αυτή δεν ήταν σωστή, οπότε έπιασαν τον Αγροφύλακα και τον πίεζαν να τους ειπεί αν η πληροφορία αυτή ήταν σωστή ή φάρσα και ποιος ή ποίοι τον παρακίνησαν να ειπεί αυτό το ψέμα Ο Αγροφύλακας προσπάθησε να δικαιολογηθεί, λέγοντας ότι κάτι είχε ιδεί στην περιοχή της Τούρμιζας και του φάνηκαν ότι ήσαν Γερμανοί. Οι αντάρτες όμως δεν πείσθηκαν στις δικαιολογίες αυτές και συνέχιζαν να τον πιέζουν να ειπεί την αλήθεια και τον απειλούσαν ότι αν δε ειπεί την αλήθεια θα τον πάνε στην ΟΠΛΑ για εκτέλεση.
Αφού στις σκληρές πιέσεις και απειλές ο Μπαβέλας δεν κάμφθηκε και δεν μαρτύρησε ποιος τον είχε βάλει να ειπεί αυτό το ψέμα, τότε τον έπιασαν μαζί με 

Σελ.-264-
έναν άλλο συγχωριανό του, τον Βασίλη Ντέγκα και αναχώρησαν για την Πιάδα, όπου εκείνη την εποχή βρισκόταν η ΟΠΛΑ. προκειμένου να τους εκτελέσουν. Τότε η γυναίκα του Αγροφύλακα κατατρομαγμένη πήγε και βρήκε τον Γ Μπίμπή και του ανακοίνωσε, ότι ο άντρας της πιάστηκε από τους αντάρτες και ότι τον πάνε στην Πιάδα για εκτέλεση. Ο Μπιμπής τότε έτρεξε και βρήκε τους υπεύθυνους και τους λέει " Τι πάτε να κάνετε εδώ σύντροφοι; Πάτε τον άνθρωπο για εκτέλεση επειδή δεν βγήκε σωστός στην πληροφορία που σας έδωσε; Ξέρετε τι θα γίνει μετά; Κανένας δεν θα τολμήσει να έλθει να σας ειδοποιήσει ότι κάπου εμφανίστηκαν Γερμανοί, αφού θα έχει το φόβο ότι αν η πληροφορία αυτή δεν βγει αληθινή, κινδυνεύει να πάει στο εκτελεστικό απόσπασμα και τότε οι Γερμανοί θα έλθουν κάποια ημέρα ανενόχλητοι και θα μας πιάσουν όλους στον ύπνο."
Οι υπεύθυνοι τότε μεταπείσθηκαν ότι δεν ήταν σωστή η ενέργεια τους αυτή και ότι δεν έπρεπε να εκτελεσθεί ο άνθρωπος αυτός και αμέσως έστειλαν αγγελιοφόρο να πάει να τους προλάβει στο δρόμο, με εντολή να γυρίσουν πίσω στο χωρίο.
Ο αγγελιοφόρος πρόλαβε την αποστολή πέρα από τα Φράκια στην τοποθεσία Πίουϊα και τους κάλεσε να γυρίσουν πίσω, οπότε επέστρεψαν όλοι στο χωριό και η περιπέτεια αυτή του Αγροφύλακα πήρε ένα καλό τέλος με τη μεσολάβηση του Γ Μπιμπή.

74•    Αποτυχία των Άγγλων Πρακτόρων στο Χέλι και το Τέλος του Παπα-Κοκκίνη
Ο Παπα-κοκκίνης που μόνιμα βρισκόταν στη Μονή Ταξιαρχών της Επιδαύρου είχε πάντα την επιθυμία να οργανώσει στο ΕΔΕΣ κατοίκους της περιοχής, κυρίως των ορεινών περιοχών και όλο το βάρος το είχε ρίξει στο Χέλι όπου από την αρχή είχε βρει ανταπόκριση, έπειτα από την δυσαρέσκεια πολλών κατοίκων του, για τις εκτελέσεις που έκαναν στο χωριό οι αντάρτες του ΕΛΑΣ. Συναντήσεις με τον Παπακοκκίνη γίνονταν αρκετές, όχι βέβαια μέσα στο χωριό, αλλά πάντα στον Αρνά και συγκεκριμένα στη Λάκα Στείρι και στη μεγάλη Λάκα, όπου ο Παπακοκκίνης ανέβαινε με τα πόδια από το Μοναστήρι των Ταξιαρχών.
Στην περίοδο εκείνη η Οργάνωση του Παπακοκκίνη είχε έλθει σε επαφή με το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και είχε συμφωνηθεί ότι θα ερχόταν ένα Αγγλικό αεροπλάνο και θα έριχνε με αλεξίπτωτο δύο πράκτορες στην περιοχή της Μεγάλης Λάκας. Για τη συγκεκριμένη δε νύχτα που θα ερχόταν το αεροπλάνο είχε συμφωνηθεί στην περιοχή εκείνη να ήταν συνέχεια αναμμένη μια μεγάλη φωτιά για να προσδιορίσει τον ακριβή στόχο της ρίψης. Την καθορισμένη νύχτα άνδρες του Παπακοκκίνη έμειναν όλη τη νύχτα άυπνοι, τροφοδοτώντας με ξύλα διαρκώς τη μεγάλη φωτιά.
Κάποια στιγμή άκουσαν τον βόμβο του αεροπλάνου και όλοι με αγωνία περίμεναν τους αλεξιπτωτιστές να πέσουν στο σημείο αυτό. Είδαν όμως το αεροπλάνο, που πέρασε πλάγια από την προσδιορισμένη θέση και φαίνεται πως δεν αντιλήφθηκε 

Σελ.-265-
τη φωτιά, να απομακρύνεται χωρίς να πραγματοποιηθεί η ρίψη. Κατά πάσα πιθανότητα ο πιλότος δεν μπόρεσε να επισημάνει το στόχο του και αναγκάσθηκε να περιπλανηθεί και έτσι απομακρύνθηκε από τον καθορισμένο στόχο, χωρίς να το καταλάβει και κάποια στιγμή, ενώ βρισκόταν επάνω από τον Αμαριανό, διέκρινε κάποια εστία φωτιάς, που ίσως κάποιος τσοπάνης της περιοχής εκείνης είχε ανάψει.
Ο πιλότος με τη θέα αυτής της φωτιάς, νομίζοντας πως αυτός είναι ο στόχος, αφού έκανε τους κατάλληλους χειρισμούς, χαμήλωσε το αεροπλάνο του και έριξε τους δύο πράκτορες σε μια πλαγιά του Αραχναίου προς το μέρος του Αμαριανού, εκεί ακριβώς που είχε επισημάνει την εστία της φωτιάς. Οι δύο πράκτορες αφού απαλλάχτηκαν από τα περιττά τους πράγματα και εφοδιασμένοι με πολλές χρυσές λίρες, περίμεναν εκεί για να τους παραλάβουν οι άνδρες του Παπακοκκινη, αλλά μάταια περίμεναν εκεί, μέχρι που ξημέρωσε, γιατί βρίσκονταν αρκετά μακριά από την τοποθεσία που είχε συμφωνηθεί να πέσουν.
Για κακή τους όμως τύχη ο πρώτος που τους αντιλήφθηκε ήταν άτομο από το Γκέρμπεση, (που ίσως να λεγόταν Σκούρκος) και ο οποίος με κάποιο τρόπο ειδοποίησε τους Γερμανούς στο Ναύπλιο, οι οποίοι δεν έχασαν καιρό και μέσα σε λίγη ώρα είχαν φθάσει στον Αμαριανό.
Οι πράκτορες αφού περίμεναν αρκετή ώρα στον τόπο που είχαν πέσει και δεν φάνηκε κανένας να τους παραλάβει, χωρίς καν να ξέρουν που βρισκόντουσαν, άρχισαν τις περιπλανήσεις τους στη περιοχή εκείνη. Είχε πια ξημερώσει για τα καλά και μπορούσαν εύκολα να προσανατολισθούν.
Αφού διέσχισαν τον Αμαριανό, βρέθηκαν τελικά στο κάτω μέρος της χούνης. Από ένστικτο σκέφθηκαν πως η πορεία τους προς τον Αργολικό κάμπο θα ήταν επικίνδυνη, μπήκαν λοιπόν μέσα στη ρεματιά και άρχισαν να πεζοπορούν προς την ανατολή, όπου έπειτα από αρκετή ώρα έφθασαν στο Μοναστήρι της Παναγίας και εκεί συνάντησαν τον πρώτο άνθρωπο, τον Παπανικόλα μαζί με τον ψυχογιό του, ένα μικρό παιδάκι από το Χέλι.
Εκεί παρέμειναν για λίγη ώρα να ξεκουραστούν και να ιδούν στη συνέχεια τι θα κάνουν και προς ποια κατεύθυνση θα προχωρήσουν για να είναι πρώτα περισσότερο ασφαλείς και έπειτα να μπορέσουν να έλθουν σε επαφή με την Οργάνωση που τους περίμενε και να αποφασίσουν για την πιο πέρα δράση τους.
Οι Γερμανοί από το άλλο μέρος, έφθασαν στον Αμαριανό, στον τόπο που τους είχε υποδειχθεί ότι είχαν προσγειωθεί οι πράκτορες και εκεί πήραν τις πληροφορίες από τον καταδότη, ότι οι πράκτορες είχαν πάρει το δρόμο μέσα από τη χούνη κατευθυνόμενοι προς το Χέλι. Ακολούθησαν και αυτοί την ίδια κατεύθυνση και για κακή τύχη πρόλαβαν τους πράκτορες στο Μοναστήρι της Παναγιάς, όπου τους συνέλαβαν έπειτα από καταδίωξη και τους μετέφεραν στο Ναύπλιο. Στο Χέλι δεν μαθεύτηκε ποτέ ποια ήταν η τύχη αυτών των πρακτόρων που η επιχείρηση τους είχε τόσο άδοξο τέλος.
Ο Παπακοκκίνης όμως και έπειτα από την αποτυχία που είχαν οι πράκτορες αυτοί, συνέχιζε τη δράση του σε αυτή την περιοχή και πραγματοποίησε στον Αρνά πολλές ακόμα συναντήσεις με την Ομάδα του Χελιού.

Σελ.-266-
Κάποιο βράδυ όμως ενώ είχε ορισθεί συνάντηση στον Αρνά όπου είχαν φθάσει πολλά άτομα από το Χέλι και τον περίμεναν να φθάσει εκεί από τη Μονή των Ταξιαρχών, σκαρφαλώνοντας από την Ανατολική πλευρά του Αραχναίου, η συνάντηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί φαίνεται κάπου αλλού θα πρέπει να απασχολήθηκε ο Παπακοκκίνης.
Έτσι η κίνηση αυτή του χωριού για να συγκροτηθεί ομάδα του ΕΔΕΣ πήρε τέλος με αποτέλεσμα ολόκληρη η περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου να βρεθεί και πάλι υπό τον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Αργότερα μαθεύτηκε πως ο Παπακοκκίνης είχε πάει προς τον Πάρνωνα και εκεί έπειτα από κάποια σύγκρουση με το ΕΛΑΣ, πιάστηκε αιχμάλωτος και μετά από πολλά βασανιστήρια εκτελέστηκε από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ.

75.     Σύλληψη του Γεωργίου Μπιμπή και Μεταφορά του στη Γκούρα
Η ηγεσία του ΕΑΜ στο Χέλι είχε πεισθεί πια πως ο Γ Μπιμπής όχι μόνα διαφωνούσε με τις ιδέες τους και τις πράξεις τους, αλλά και ότι παράλληλα προσπαθούσε να οργανώσει και δράση εναντίον τους και χωρίς να σκεφθούν πολύ πήραν την απόφαση να τον βγάλουν από τη μέση. Έτσι πολύ γρήγορα οργάνωσαν ένα σχέδιο για την εξόντωση του και ένα βράδυ ένοπλοι αντάρτες μπήκαν ξαφνικά στο σπίτι του, τον συνέλαβαν και αφού τον έδεσαν καλά, πήγαν έπειτα και σε ένα άλλο σπίτι του Σπύρου Ζαφείρη, συνέλαβαν και αυτόν , τον έδεσαν επίσης και το ίδιο βράδυ τους έστειλαν συνοδεία στη Γκούρα όπου εκείνη την εποχή είχε μεταφερθεί η έδρα του Λαϊκού Δικαστηρίου και της ΟΠΛΑ με σκοπό βέβαια να τους παραπέμψουν με βαριές κατηγορίες, για να τους δικάσουν και να τους εκτελέσουν.
Μαζί με αυτούς τους δύο κρατουμένους είχαν πάρει και τον πρόεδρο του χωριού, τον Χρήστο Πασπαλιάρη, Όταν όμως έφθασαν στη Νεμέα όπου έκαναν και τον πρώτο τους σταθμό, άφησαν ελεύθερο τον πρόεδρο του Χελιού να γυρίσει πίσω στο χωριό του, ενώ τους άλλους δύο δέσμιους όπως τους είχαν τους οδήγησαν συνέχεια προς την Γκούρα όπου μετά από πολύωρη και εξαντλητική πορεία, έφθασαν στο προορισμό τους και σταμάτησαν σε μια ρεματιά και δεμένοι όπως ήσαν με τα χέρια πίσω τους έδεσαν επί πλέον σε ένα μεγάλο δέντρο και εκεί αφού άφησαν δυο άντρες για φρουρά, Οι υπόλοιποι απομακρύνθηκαν. Στο σημείο αυτό δεμένοι όπως ήσαν πέρασαν όλη τη νύχτα μαζί με τους φρουρούς των, κατάκοποι, πεινασμένοι και διψασμένοι.
Όταν ξημέρωσε και βγήκε ο ήλιος καλά, πήγαν εκεί άλλοι δύο αντάρτες που αντικατέστησαν τη φρουρά και αφού έλυσαν τους κρατουμένους, τους έβαλαν να καθίσουν κάτω και στη συνέχεια τους έδωσαν να φάνε φακές που είχαν φέρει μαζί τους, τους έδωσαν επίσης και νερό και στην θέση αυτή έμειναν ακόμα για αρκετές ώρες, Ο Γιώργος μετά το φαγητό και αφού ήπιε λίγο νερό, έπεσε στο έδαφος

Σελ.-267-
 μπρούμυτα και έμεινε εκεί σκεφτικός και αμίλητος, συλλογιζόμενος τι έμελλε να συμβεί τις επόμενες ώρες και ημέρες.
Ήσαν οι τελευταίες του στιγμές αυτές άραγε; ή είχαν να υποστούν πολλά βασανιστήρια μέχρι να έλθει το τέλος τους; Είχε πολλές εμπειρίες από το Χέλι, με ποιο τρόπο βασάνιζαν και εκτελούσαν τα θύματα τους οι αντάρτες του ΕΛΑΣ και αυτό το γεγονός τον τρόμαζε περισσότερο. Μια σφαίρα στο κεφάλι ή στην καρδιά θα ήταν ο πιο ανώδυνος θάνατος. Αυτό πια αποτελούσε τη μεγάλη ειρωνεία της τύχης του, της τύχης ενός ανθρώπου που είχε οραματισθεί αγώνες για την λευτεριά της Πατρίδας του, αψηφώντας γι αυτούς και τον θάνατο ακόμα και να που τώρα αντιμετωπίζει τον θάνατο όχι από τα βόλια του εχθρού στο πεδίο της μάχης, αλλά ποιος ξέρει με ποιο τρόπο από χέρια ας πούμε Ελλήνων, που σφάζουν Έλληνες γιατί σκέπτονται διαφορετικά από αυτούς.
Και ενώ οι δύο κρατούμενοι βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση τους πλησιάζουν τρεις οπλισμένοι αντάρτες και ρώτησαν τους φύλακες εκεί που βρίσκονται οι κρατούμενοι.
Οι φύλακες τους υπέδειξαν τους δύο κρατουμένους και τότε ο ένας από αυτούς που φαινόταν να είναι και ο επικεφαλής της ομάδας, πλησίασε το Γιώργο έτσι όπως ήταν μπρούμυτα πεσμένος, τον κλώτσησε και με αυστηρό ύφος φώναξε. "Σήκω επάνω ρε."
Ο Γιώργος σηκώθηκε επάνω και γύρισε να ιδεί ποιος είναι, οπότε ο αντάρτης μόλις τον αντίκρισε, σάστισε βλέποντας τη μορφή του Γιώργου Μπιμπή, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του τον ικανότατο Λοχία βολής της Μοίρας του Πυροβολικού που διοικούσε στο Αλβανικό Μέτωπο και αμέσως στράφηκε προς αυτόν, τον κοίταξε κατάματα και του είπε:" Βρε Γιώργη εσύ εδώ;"
Ό άλλος κρατούμενος Σπύρος Ζαφείρης που παρακολουθούσε τη σκηνή τα έχασε κυριολεκτικά, μα το μυστήριο δεν άργησε να λυθεί.
Ο αντάρτης που τους είχε πλησιάσει ήταν ο Διοικητής της Μοίρας του Πυροβολικού όπου από το 1939 υπηρετούσε την θητεία του ο Γιώργος, ο οποίος σαν λοχίας βολής ήταν τότε ο αγαπημένος του Λοχίας γιατί πραγματικά θαύμαζε την ικανότητα του και την ευφυΐα του υπαξιωματικού αυτού της μοίρας του. Αμέσως ο Λοχαγός του και αντάρτης τώρα τον άρπαξε στην αγκαλιά του, τον φιλούσε αρκετή ώρα και έπειτα τον πήρε και τον πήγε πιο πέρα , εκεί κάθισαν κάτω από μια συκιά και κουβέντιασαν αρκετή ώρα.
Το τι ακριβώς είπαν μεταξύ τους, δεν μαθεύτηκε ποτέ, γιατί το προσωπικό ημερολόγιο του Γιώργου, στο οποίο ήταν γραμμένη όλη η συνομιλία που είχαν κάνει οι δυο τους, καταστράφηκε στο χωριό αργότερα. όταν οι Γερμανοί κατά τις εκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις είχαν φθάσει μέσα στο Χέλι. Εκείνα που έγιναν γνωστά από τον συγκατηγορούμενό του Σπύρο Ζαφείρη αργότερα, στον οποίον ο Γιώργος τα είχε διηγηθεί είναι τα εξής;
Ο Αντάρτης Λοχαγός του είπε: " Γιώργο εδώ σε έχουν φέρει για εκτέλεση, είμαι όμως αποφασισμένος να μην αφήσω ποτέ να γίνει ένα τέτοιο έγκλημα, αλλά άκουσε τι θα σου ειπώ. Όλοι μας έχουμε πέσει σε παγίδα. Για άλλο σκοπό ανεβήκαμε 

Σελ.-268-
στο βουνό και άλλα βλέπουμε να γίνονται. Δυστυχώς όμως είναι αδύνατο να απαγκιστρωθούμε από εδώ. Το τέλος όμως όλων μας δεν το βλέπω καλό. Η Ελλάδα θα καταστραφεί τελείως. Προβλέπω πως θα έχουμε εμφύλιο πόλεμο και δεν θα μείνει όρθιο τίποτα. Για άλλο σκοπό μπήκαμε στο ΕΑΜ και άλλα βρήκαμε μπροστά μας. Πουληθήκανε πολλοί, πήραν πάρα πολλές λίρες και θα καταλήξουμε οπωσδήποτε σε εμφύλιο σπαραγμό, θα σκοτωθούμε όλοι στο τέλος. Θα σας διώξω λοιπόν και τους δύο από εδώ, θα σας στείλω συνοδεία μέχρι τη Νεμέα και από εκεί μόνοι σας θα πάτε στο χωριό σας και σας δίνω μια συμβουλή, στο χωριό που θα πάτε να μην ανακατευθείτε σε τίποτα πια."
Και πράγματι αφού τους εφοδίασε με το απαραίτητο νερό, όρισε δύο συνοδούς οι οποίοι τους οδήγησαν μέχρι τη Νεμέα και αφού πέρασαν τον Δημόσιο δρόμο Άργους-Κορίνθου, τους άφησαν ελεύθερους να
-----
επιστρέψουν στο χωριό τους και από τότε αποφάσισαν πια να μην ανακατευθούν σε τίποτα.
Ο Γιώργος είχε εκμυστηρευθεί στον αδελφό του Τάσο όταν επέστρεψε πια στο χωριό του ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά. Από ότι είδε και άκουσε στην Γκούρα θα έλθει ημέρα πού όλος ο κόσμος θα πάθει μεγάλη συμφορά. Υποπτεύομαι ότι όλοι μια ημέρα θα καταστραφούμε, δεν πρόκειται να ζήσουμε κανένας μας μέχρι το τέλος, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, θα σκοτωθούμε όλοι μας προδομένοι μέσα από το χωριό. Και πράγματι η προφητεία αυτή του Γιώργου Μπιμπή επαληθεύτηκε ακριβώς, όπως τα είχε προβλέψει, όπως παρακάτω θα γνωρίσουμε στα επόμενα κεφάλαια ότι ακριβώς συνέβη στο χωριό.

76.     Το Πρώτο Θύμα των Γερμανών στο Χέλι
Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ είχαν γίνει κυρίαρχοι πια σε όλη την περιοχή του οροπεδίου του Αραχναίου και δρούσαν εκεί ανενόχλητοι. Είχαν στήσει φυλάκια γύρω από το χωριό, στα οποία έβαζαν κάθε βράδυ φρουρούς Χελιώτες, τους οποίους επιστράτευαν από το χωριό. Φυλάκια επίσης είχαν και σε όλες τις προσβάσεις προς το Χέλι από τις γύρω περιοχές. Ένα τέτοιο φυλάκιο ήταν και στη Σκάλα, κοντά στην τελευταία αριστερή στροφή, όπως ανεβαίνουμε από τον Αμαριανό στο Χέλι. Και στο φυλάκιο αυτό κάθε βράδυ στέλνονταν Χελιώτες.
Στις 13 προς 14 Μαρτίου 1944 μεταξύ των Χελιωτών που είχαν σταλεί εκεί ήταν και ο Αναστάσιος Μπιμπής. Οι φύλακες εκεί παρέμειναν όλη τη νύχτα, επειδή όμως υπήρχαν πληροφορίες ότι το πρωί θα ερχόντουσαν Γερμανοί, οι οποίοι συχνά έκαναν επισκέψεις μέχρι τον Αμαριανό, χωρίς βέβαια να ανεβαίνουν προς το χωριό γιατί πάντα ήσαν μικρές περίπολοι και είχαν τον φόβο μην πέσουν σε ενέδρα των ανταρτών, οι φύλακες αυτοί εγκατέλειψαν το φυλάκιο πολύ πρωί στις 14-3-1944 και έτσι το φυλάκιο έμεινε έρημο. Στο φυλάκιο αυτό υπήρχε πάντα και τηλέφωνο σε λειτουργία. 
Την ίδια μέρα πολύ πρωί ο Κωνσταντίνος Ρόζης πήγαινε από το χωριό προς τον Αμαριανό, όπου βρισκόταν ο πατέρας του με τα πρόβατα τους για να του πάει 

Σελ.-269-
ψωμί. Το μαντρί του πατέρα του βρισκόταν κοντά στη θέση πηγαδάκι. Περνώντας ο Ρόζης από τη Σκάλα, όπου εκεί κοντά υπήρχε το φυλάκιο των Ανταρτών, το είδε έτσι εγκαταλειμμένο και του γεννήθηκε η περιέργεια να μπει μέσα και να το εξερευνήσει και έπειτα συνέχισε το δρόμο του προς τον Αμαριανό.
Κάτω όμως από τη Σκάλα βρισκόταν μια Γερμανική περίπολος που είχε φθάσει εκεί και οι Γερμανοί με τις διόπτρες τους επιτηρούσαν όλη την ορατή κορυφογραμμή του όρους Αραχναίου και φυσικά και την πρόσβαση της Σκάλας, όπου υπήρχε και το φυλάκιο των Ανταρτών. Από εκεί είδαν και τον Ρόζη που πρόβαλε στην κορυφή της Σκάλας και παρακολουθούσαν όλες του τις κινήσεις. Τον είδαν που λοξοδρόμησε και κατευθύνθηκε προς το φυλάκιο, στο οποίο μπήκε μέσα και αφού το εξερεύνησε, βγαίνοντας έπειτα έξω επιθεώρησε τα καλώδια του τηλεφώνου και στη συνέχεια ξαναγύρισε στο δρόμο και συνέχισε την πορεία του. Όλες όμως αυτές τις κινήσεις τις παρακολουθούσαν οι Γερμανοί, οι οποίοι τον θεώρησαν αντάρτη ή οπωσδήποτε άτομο στην υπηρεσία των ανταρτών και όταν ο Ρόζης κατέβηκε κάτω από τη Σκάλα, πιάστηκε από τους Γερμανούς, οι οποίοι άρχισαν αμέσως τις ανακρίσεις.
Μαζί τους οι Γερμανοί είχαν και Έλληνες με Γερμανική όμως στολή, όπως συνέβαινε πάντοτε και τους οποίους χρησιμοποιούσαν και σαν διερμηνείς και πάντοτε οι Έλληνες αυτοί ήσαν πιο αυστηροί και από τους ίδιους τους Γερμανούς. Στην ανάκριση ο Ρόζης τους είπε ότι δεν είναι αντάρτης, ούτε εκτελούσε καμιά υπηρεσία των ανταρτών, παρά ότι είναι ένας ταλαιπωρημένος βοσκός και ότι τον είχαν στείλει από το χωριό να πάει ψωμί στον πατέρα του στη στάνη, αλλά φαίνεται ότι οι Γερμανοί δεν τον πίστεψαν, παρά το γεγονός ότι ο άνθρωπος ήταν και άοπλος.
Από τη θέση που βρίσκονταν οι Γερμανοί, τον πήρανε και τον οδήγησαν παρακάτω, κατά μήκος της Ράχης που ακολουθούσε ο δρόμος για το Ναύπλιο και όταν έφθασαν κοντά στο σπίτι του Νικόλα (Νικολάου Αργυρόπουλου), τον οδήγησαν στη συνέχεια σε ένα χέρωμα και εκεί τον εκτέλεσαν χωρίς καμιά άλλη διαδικασία. Έπειτα οι Γερμανοί πήγαν στη στάνη του πατέρα του, το γέρο Ρόζη και του ζητούσαν τουφέκια, απειλώντας τον ότι θα τον εκτελέσουν. Τελικά οι Γερμανοί τον άφησαν ελεύθερο και γύρισαν πίσω στο Ναύπλιο, αφήνοντας πίσω τους ένα θύμα. το πρώτο θύμα των Γερμανών στο Χέλι τον Κώστα Ρόζη.
Το θύμα έμεινε εκεί άταφο 2-3 ημέρες, γιατί κανένας δεν τολμούσε να πάει να τον πάρει. Μετά από τρεις ημέρες τα αδέρφια του Ρόζη, μαζί με τα πρώτα τους ξαδέρφια Τάσο, Γιώργο και Χρήστο Μπιμπή, πήγαν στον τόπο της εκτέλεσης και πήραν το νεκρό, τον οποίον μετέφεραν στο Μοναστήρι και τον έθαψαν εκεί στο μικρό Νεκροταφείο που υπήρχε για τους Καλόγηρους. Δεν τον πήγανε στο χωριό, φοβούμενοι μήπως εκεί έρθουν οι Γερμανοί, γιατί πάντα υπήρχε η απειλή αυτή.

Σελ.-270-
77.     Σύλληψη Άλλων Δύο Χελιωτών από τους Αντάρτες
Λίγες ημέρες είχαν περάσει από την εκτέλεση του Κωνσταντίνου Ρόζη και ένα βράδυ ένοπλοι αντάρτες μπήκαν στο σπίτι του Ι. Μπιμπή, τον βρήκαν ξαπλωμένο στο κρεβάτι και του παράγγειλαν να σηκωθεί αμέσως και να ντυθεί, γιατί θα πήγαιναν στις Λίμνες για κάποια ανάκριση.
Βγαίνοντας έξω από το σπίτι είδε πως οι αντάρτες είχαν και άλλον κρατούμενο τον Ι. Τόσκα (Μαμάκη) και αμέσως και τους δύο μαζί συνοδεία. την ίδια νύχτα τους οδήγησαν στις Λίμνες . Ο λόγος που τους οδήγησαν εκεί , όπως τους είπαν, ήταν για κάποια ανάκριση, έτσι έλεγαν πάντα σε αυτούς που έπιαναν και το αποτέλεσμα ήταν τις περισσότερες φορές η παραπομπή τους στο Λαϊκό Δικαστήριο, η θανατική καταδίκη τους και η συνέχεια, το εκτελεστικό απόσπασμα, ειδικά δε αυτό ήταν σίγουρο για τους δύο κρατούμενους, γιατί τους θεωρούσαν επικίνδυνους, επειδή είχαν μεγάλη επιρροή στους συγχωριανούς τους.
Στις Λίμνες που πήγαν βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή μπροστά στον Αντάρτη Κ. Καρούνη, άτομο πολύ γνωστό στον Ι. Μπιμπή, γιατί από πολλά χρόνια πήγαινε στο Χέλι σαν γανωτής και έμενε φιλοξενούμενος πάντα στο σπίτι του Μπιμπή.
Ο Καρούνης επενέβη αμέσως και διεμήνυσε σε όλους τους αντάρτες, ότι τον Μπαρμπαγιάννη δεν θα τον πειράξει κανένας, ενώ τον Τόσκα τον παρέλαβαν δύο αντάρτες, και άρχισαν να τον κτυπούν, μέχρι που κυριολεκτικά έχασε τις αισθήσεις του. Ήθελαν δε μετά τον ξυλοδαρμό, να τον εκτελέσουν, αλλά η απόφαση τους αυτή απετράπη με την παρέμβαση του Καρούνη.
Αφού τελείωσε η ανάκριση την άλλη ημέρα τους άφησαν και τους δύο ελεύθερους να γυρίσουν στο χωριό τους. Ο Τόσκας όμως από τον ξυλοδαρμό δεν μπορούσε καθόλου να περπατήσει και ζήτησαν από το Χέλι, να πάνε οι συγγενείς του, οι οποίοι και τον μετέφεραν στο χωριό του επάνω σε ξυλοκρέβατο. Έτσι τελείωσε και αυτή η περιπέτεια για τους δύο Χελιώτες με τη παρέμβαση του Κ. Καρούνη.
Εκτός από τους δύο παραπάνω Χελιώτες, οι αντάρτες είχαν πιάσει και άλλα τέσσερα άτομα από τα οποία ζητούσαν να παραδώσουν τα όπλα που είχαν. Στην αρχή τους πίεζαν και στη συνέχεια τους έδειραν αρκετά, για να τους αναγκάσουν να τα παραδώσουν, τέλος αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν είχαν όπλα τους άφησαν ελεύθερους. Ο Απρίλιος μήνας πέρασε χωρίς σπουδαία γεγονότα για το Χέλι, με μόνο τις δραστηριότητες των ανταρτών, οι οποίοι περιφέρονταν μέσα και έξω από το χωριό. Οι Γερμανοί κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, έκαναν εξορμήσεις προς το χωριό, χωρίς ποτέ να φθάσουν μέχρι το Χέλι. Έφθαναν μέχρι τον Αμαριανό και γύριζαν πάλι στο Ναύπλιο ή στο Αργός.

Σελ.-271-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΣΤΟ ΧΕΛΙ (ΑΡΑΧΝΑΙΟ) ΤΟ ΜΑΙΟ 1944

78.     Προετοιμασία των Γερμανών για τις Επιχειρήσεις
Οι Γερμανοί κατακτητές, βλέποντας πως το απελευθερωτικό κίνημα των Ελλήνων έχει πάρει διαστάσεις σε όλη τη χώρα, από τις αρχές του 1944 πήραν την απόφαση να θέσουν σε εφαρμογή σχέδιο για την εκκαθάριση της Ελληνικής υπαίθρου από τις ανταρτικές ομάδες που δρούσαν εκεί και φυσικά το σχέδιο αυτό περιελάμβανε και ολόκληρη την ορεινή περιοχή της Ανατολικής Αργολίδας, κυρίως όμως το Οροπέδιο του Αραχναίου.
Έτσι περί τα μέσα Μαΐου 1944 τα Γερμανικά αεροπλάνα πέταξαν στην περιοχή αυτή που περιλάμβανε ολόκληρο το ορεινό συγκρότημα του Αραχναίου και σκόρπισαν χιλιάδες προκηρύξεις, με τις οποίες έκαναν γνωστό στους κατοίκους της περιοχής ότι στις 24 Μαΐου 1944 θα άρχιζαν στην περιοχή αυτή στρατιωτικές επιχειρήσεις, για την εκκαθάριση αυτής από τις ανταρτικές δυνάμεις που δρούσαν εκεί την εποχή εκείνη και καλούσαν όλο τον πληθυσμό από τις έξι το βράδυ μέχρι τις έξι το πρωί, να παραμένουν κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους.
Κάθε άνδρας που θα κυκλοφορεί τις απαγορευμένες αυτές ώρες θα θεωρείται αντάρτης και θα εκτελείται επί τόπου αμέσως, χωρίς καμιά διαδικασία. Επίσης όλοι οι άντρες από ηλικίας 16 ετών και άνω, δεν θα κυκλοφορούν στο ύπαιθρο αλλά θα παραμένουν κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους και οι τσοπάνηδες θα βρίσκονται επίσης κλεισμένοι μέσα στις καλύβες τους.
Στο μεταξύ όλος ο κόσμος του χωριού άρχισε να διώχνει από τα σπίτια τους, όλα τους τα υπάρχοντα, ρούχα, τρόφιμα παντός είδους, όπως σιτάρια, λάδια, τυριά, κ.λ.π. και ή τα έκρυβαν έξω από το χωριό σε ειδικές κρύπτες, η δημιουργούσαν μέσα στα σπίτια τους ειδικά καταφύγια και τα τοποθετούσαν εκεί για να τα γλιτώσουν από τις λεηλασίες των Γερμανών ή και των Ανταρτών.
Οι κάτοικοι όλης της περιοχής και ιδιαίτερα οι Χελιώτες, έντρομοι μπροστά στην Γερμανική απειλή, άρχισαν να μαζεύονται στα σπίτια τους, εγκαταλείποντας τις δουλειές τους στην ύπαιθρο και οι τσοπάνηδες να κλείνουν τα ζώα τους μέσα στα μαντριά και αυτοί οι ίδιοι, άλλοι μεν να εγκαταλείπουν τα ζώα τους και να μαζεύονται στο χωριό, άλλοι δε να παραμένουν κοντά στα ζώα τους κλεισμένοι όμως μέσα στις καλύβες τους, περιμένοντας να ιδούν τις εξελίξεις των Γερμανικών 

Σελ.-272-
επιχειρήσεων, οι οποίες θα άρχιζαν στις 24-5-1944, όπως το είχαν εξαγγείλει οι Γερμανοί.
Όλοι οι κάτοικοι του χωριού ήσαν φοβισμένοι, αλλά ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό τους, ότι το πέρασμα των Γερμανών από το χωριό θα άφηνε μόνο ερείπια και τάφους αθώων ανθρώπων, χωρίς να τους βαρύνει καμιά κατηγορία.

79.     Έναρξη των Επιχειρήσεων. Οι Γερμανοί στον Αμαριανό
Όπως ακριβώς είχαν εξαγγείλει οι Γερμανοί στις 24 Μάιου Ι944 άρχισαν εκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις. Πολύ πρωί ισχυρές Γερμανικές Στρατιωτικές δυνάμεις με τανκ και τεθωρακισμένα αυτοκίνητα ξεκίνησαν από το Ναύπλιο και περνώντας από τα χωριά Αργολικό και Μέρμπακα έφθασαν στον Αμαριανό όπου προσωρινά στρατοπέδευσαν εκεί.
Μαζί τους είχαν και Έλληνες Ταγματασφαλίτες, ντυμένους και αυτούς με Γερμανική στολή, όπως επίσης και χαφιέδες από το Ναύπλιο και από άλλες περιοχές, όπου οι περισσότεροι από αυτούς γνώριζαν καλά τη Γερμανική γλώσσα και που εκτός από σπιούνους οι Γερμανοί τους χρησιμοποιούσαν και σαν διερμηνείς. Τέτοιοι αναφέρονται ένας Ανέστης από τη Νεμέα, ένας Σπύρος Ποδηλατάς και ένας Ζαραφίλης από το Ναύπλιο και ένας Λοχαγός των Ταγμάτων Ασφαλείας που η καταγωγή του ήτανε πιθανόν από τη Νέα Επίδαυρο και διάφοροι άλλοι που δυστυχώς έμειναν ανώνυμοι για πάντα.
Από τον Αμαριανό οι Γερμανοί άρχισαν να κατοπτεύουν ολόκληρη την κορυφογραμμή του όρους Αραχναίου , που έκλεινε την περιοχή του Χελιού και ιδιαίτερα τις δύο διαβάσεις που υπήρχαν, από το Χέλι προς τον Αμαριανό, τη μία της Σκάλας και την άλλη της Χούνης. Στον Αμαριανό οι Γερμανοί έβαλαν κάτω τα επιτελικά τους σχέδια, τα μελέτησαν για τελευταία φορά και αφού διέγραψαν την τελική πορεία των επιχειρήσεων, ήσαν έτοιμοι πια για την εφαρμογή του σχεδίου τους και την εκτέλεση αυτού.

80.     Οι Επιχειρήσεις των Γερμανών στην Τούρμίζα και στο Μοναστήρι.
Τα Γερμανικά Στρατεύματα από τον Αμαριανό ανηφόρησαν προς τη Σκάλα με τα Μηχανοκίνητα μέσα τους αλλά και πεζοί, πέρασαν τις στροφές της Σκάλας και βγήκαν στο ίσωμα, όπου στρατοπέδευσαν και πάλι για να ξεκουραστούν και να σχεδιάσουν και πάλι την πορεία των επιχειρήσεων, αφού έλαβαν υπόψη τους και την οπτική εικόνα της περιοχής.
Εκεί συμβουλεύτηκαν τους χάρτες τους, τις καταστάσεις των προδιαγραφών, αντάλλαξαν απόψεις με τους Ταγματασφαλίτες και τους χαφιέδες που είχαν μαζί 

Σελ.-273-
τους και πήραν τις τελικές τους αποφάσεις. Εκεί φαίνεται πως τον κύριο ρόλο στις σχεδιαζόμενες επιχειρήσεις έπαιξε ο Ταγματασφαλίτης Αξιωματικός, που επειδή καταγόταν από τη Νέα Επίδαυρο, γνώριζε πολλά για τη δράση των Χελιωτών στην Αντίσταση . Γνώριζε πολύ καλά και ονόματα και γεγονότα για όλους τους κατοίκους του Χελιού, από πληροφορίες φυσικά που είχε πάρει από τους σπιούνους μέσα από το χωριό και θεωρείται γεγονός ότι αυτός έκανε την τελική επιλογή για  τα άτομα εκείνα που προδιαγραμμένα βρέθηκαν στο εκτελεστέο απόσπασμα των Γερμανών.
Ο παραπάνω Αξιωματικός μετά τις επιχειρήσεις των Γερμανών υπηρέτησε στη συνέχεια σαν Λοχαγός στα Τάγματα Ασφαλείας στο Ναύπλιο, μέχρι την κατάρρευση της Γερμανίας και τη διάλυση των Ταγμάτων ασφαλείας που επακολούθησε, οπότε κατέφυγε δραπέτης στην Αθήνα για να αποφύγει τις αντεκδικήσεις από τους συγγενείς των θυμάτων του και από τότε είναι άγνωστο τουλάχιστο σε εμένα ποιο ήταν το τέλος του.
Οι Γερμανοί αφού ξεκουράστηκαν στο ίσωμα πάνω από τη Σκάλα και αφού σχεδίασαν καλά τις επιχειρήσεις τους, ακροβολίστηκαν σε παράταξη μάχης και άρχισαν να κατεβαίνουν προς το Μοναστήρι της Παναγίας (Μονή Ταλαντίου) και χτένιζαν κυριολεκτικά ολόκληρη την περιοχή της Τούρμιζας και ανατολικότερα μέχρι το Ρέμα του Φλώρου.
Στην Τούρμιζα συνάντησαν τους πρώτους τσοπάνηδες, μέσα στις καλύβες τους, τις οικογένειες του Ιωάννου Σπύρου Οικονόμου και του αδελφού του Χρήστου Σπύρου Οικονόμου, τους οποίους αμέσως πήραν μαζί τους.
Κατά την μαρτυρία της γυναίκας του Χρήστου Οικονόμου, Ευφροσύνης, ο επικεφαλής των επιχειρήσεων Γερμανός αξιωματικός ζήτησε από τους Οικονόμου που ήσαν ακόμα κρατούμενοι, με επιμονή να τους υποδείξουν που βρίσκονται τα μαντριά της οικογένειας Μπιμπή, γεγονός που σήμαινε ότι οι Γερμανοί είχαν στη διάθεση τους συγκεκριμένες πληροφορίες για ορισμένα άτομα και τα αναζητούσαν με επιμονή στην πορεία των επιχειρήσεων. Φαίνεται πως ήξεραν πολύ καλά όλη την αντιστασιακή δραστηριότητα του Γ. Μπιμπή και ότι είχαν πάρει την απόφαση να ξεκληρίσουν όλη την οικογένεια Μπιμπή που βρισκόταν στη στάνη.
Φυσικά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πληροφορίες αυτές είχαν δοθεί μέσα από το χωριό από τα πρόσωπα εκείνα που ψάρευαν με δυο καλάμια, που ήσαν οργανωμένοι στο ΕΑΜ, αλλά πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους και σε αυτούς που διαφωνούσαν με το ΕΑΜ και που γνώριζαν πολύ καλά όλη τη δράση της οικογένειας Μπιμπή.
Η οικογένεια Μπιμπή γνώριζε πολύ καλά το διπλό ρόλο αυτών των ανθρώπων, που πρώτα έβαψαν τα χέρια τους στο αίμα μέσα στις τάξεις του ΕΑΜ και έπειτα πήγαν να συνεχίσουν την δραστηριότητα τους μέσα από τα τάγματα ασφαλείας. Είχαν λοιπόν πάντα το φόβο μήπως η οικογένεια Μπιμπή, κάποια ημέρα γίνει ο κατήγορος τους και γι αυτό το λόγο πάντα είχαν στο μυαλό τους να τους βγάλουν από τη μέση και δύο φορές που τους δόθηκε η ευκαιρία, μία στις επιχειρήσεις των Γερμανών και μία στις επιχειρήσεις των ανταρτών, κατηγορώντας

Σελ.-274-
 τους την πρώτη φορά για αναρχικούς και τη δεύτερη φορά για αντιδραστικούς, κατάφεραν έτσι να ξεκληριστεί η οικογένεια Μπιμπή, όπως παρακάτω θα γνωρίσουμε

81.     Τα Πρώτα Θύματα των Γερμανών από την Οικογένεια Μπιμπή
Από τις οικογένειες λοιπόν Οικονόμου οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν την τοποθεσία όπου βρίσκονταν τα μαντριά της Οικογένειας Μπιμπή και αμέσως μια ομάδα από εννέα Γερμανούς με επικεφαλής Αξιωματικό ξεκίνησαν και έφθασαν στο Μαρσιάρη, εκεί που βρίσκονταν τα ανοιξιάτικα μαντριά του Μπιμπή.
Στην αποστολή αυτή θα βρισκόντουσαν ασφαλώς και Ταγματασφαλίτες και άλλοι χαφιέδες που όλοι τους όμως έφερναν τη Γερμανική στολή. Μέσα στην καλύβα βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή τα τρία αδέλφια της οικογένειας Μπιμπή, ο Κώστας, ο Γιώργος και ο Χρήστος. Μαζί τους βρισκόντουσαν και οι γυναίκες: Μαρίνα γυναίκα του Κώστα, Μπίλιω γυναίκα του Γιώργου και Κωνσταντίνα, αδελφή των τριών παιδιών. Όλοι τους βρίσκονταν κλεισμένοι μέσα υπακούοντας στις διαταγές των Γερμανών που είχαν δώσει με τις προκηρύξεις που είχαν πετάξει από πριν.
Οι Γερμανοί σε θέση μάχης πλησίασαν την καλύβα, αφού πρώτα είχαν πάρει τέτοια μέτρα προστασίας σαν να πήγαιναν να καταλάβουν κάποιο πολεμικό οχυρό, ενώ μέσα στην καλύβα βρίσκονταν έξι άοπλοι, αθώοι και φιλειρηνικοί άνθρωποι και βίαια εισόρμησαν μέσα με παρατεταμένα τα όπλα τους και το δάχτυλο στη σκανδάλη.
Μόλις μπήκαν μέσα ζήτησαν από τους άνδρες τις ταυτότητες τους, ήθελαν έτσι και τυπικά να βεβαιωθούν αν ήσαν οι καταζητούμενοι και αφού έκαναν τον έλεγχο, έπειτα τις έσκισαν και τις πέταξαν και στη συνέχεια, όπως αργότερα αφηγήθηκαν οι τρεις γυναίκες που ήσαν μέσα, κάτι τους είπαν σε άπταιστα Ελληνικά και αμέσως με άγριο και βάρβαρο τρόπο τους έσπρωξαν και τους έβγαλαν έξω από την καλύβα, αφήνοντας μέσα τις τρεις γυναίκες, στις οποίες έδωσαν εντολή να παραμείνουν εκεί μέσα ακίνητες και να μη τολμήσει καμιά τους να βγει έξω γιατί θα εκτελεστεί αμέσως.
Έντρομες οι γυναίκες υπάκουσαν στους Γερμανούς, οι οποίοι με παρατεταμένα πάντα τα όπλα τους, οδήγησαν τα τρία αδέλφια λίγα μέτρα πιο πέρα νοτιοδυτικά της καλύβας και χωρίς να περάσει πολύ ώρα, παρά ελάχιστα λεπτά, ακούστηκαν από την καλύβα ριπές αυτομάτων όπλων και αμέσως μετά τρεις μεμονωμένοι πυροβολισμοί. Το δράμα είχε συντελεστεί. Τα τρία παιδιά του Ιωάννη Μπιμπή κείτονταν νεκροί μέσα στους μικρούς θάμνους και επάνω στα αγριολούλουδα που εκείνη την εποχή βρίσκονταν σε έξαρση ζωής, όπως η φύση προστάζει.
Οι σφαίρες των βάρβαρων κατακτητών, που αυτόν τον καιρό πίστευαν πως είχαν κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο, είχαν προσθέσει ακόμα τρία θύματα στις τόσες χιλιάδες της υπόδουλης Ελλάδας και που το αποκορύφωμα αυτού του δράματος 

Σελ.-275-
είναι ότι συντελείται με τη συμπαράσταση των συνοδών Ελλήνων χαφιέδων δυστυχώς.
Το τι διάλογος έγινε από τους Γερμανούς με τα τρία μελλοθάνατα παιδιά, μέσω του Έλληνα διερμηνέα, από τη στιγμή που τους πήραν από την καλύβα μέχρι τη στιγμή που οι σφαίρες των βάρβαρων δολοφόνων σταμάτησε τη ζωή των νέων, είναι άγνωστο, γιατί κανείς δεν έζησε από κοντά εκείνες τις φοβερές στιγμές, παρά μόνο οι δράστες που έμειναν για πάντα άγνωστοι. Οι τρεις γυναίκες που ήσαν φυλακισμένες μέσα στη καλύβα, άκουσαν μόνο τους πυροβολισμούς που φανέρωναν την αποτρόπαιη εκτέλεση των τριών νέων.
Οι χαφιέδες Έλληνες συνοδοί δεν άφησαν ποτέ τους καμιά μαρτυρία αυτά που έγιναν τότε εκεί. Πως μπορούσε άλλωστε να γίνει αυτό, αφού θα ισοδυναμούσε με ομολογία του εγκλήματος. Έτσι δύο μήνες και κάτι απο τότε που εκτελέστηκε ο Κωνσταντίνος Ρόζης στο Αμαριανό, έχουμε τώρα τα τρία επόμενα θύματα της Γερμανικής θηριωδίας, στη διάρκεια των λεγομένων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Γερμανών, όρος ατυχής γιατί θα ήταν προτιμότερο να ονομάζονταν δολοφονικές επιχειρήσεις των Γερμανών, τη στιγμή που αντάρτης δεν βρέθηκε πουθενά, ούτε συμπλοκή έγινε καμιά που να δικαιολογεί τον πρώτο ορισμό " Εκκαθαριστική επιχείρηση ".

82.     Συνέχεια της Σφαγής στην Τούρμιζα και στο Μοναστήρι
Την ίδια ημέρα και λίγη ώρα μετά την εκτέλεση των παιδιών της οικογένειας Μπιμπή, εκεί κοντά που έγινε το πρώτο μακελειό, οι Γερμανοί έπιασαν έναν άλλο νέο μέσα στην καλύβα του και αυτόν, τον Δημήτριο Χρήστου Οικονόμου (Λάμπρο) και αφού τον μετέφεραν κοντά στην τοποθεσία, όπου πριν λίγη ώρα είχαν εκτελέσει τα τρία αδέρφια, τον εκτέλεσαν και αυτόν χωρίς καμιά διαδικασία και τον πέταξαν μέσα σε μια συστάδα θάμνων ( πατουλιά ).
Στην Τούρμιζα από την οικογένεια Ιωάννου Οικονόμου, πήραν τον γιο του Γεώργιο Ιωάννου Οικονόμου, ο οποίος ήταν και αγροφύλακας, τον μετέφεραν από εκεί στο ρέμα του Φλώρου, κοντά στα μαντριά του Χρήστου Οικονόμου (Ντούροζα) και εκεί τον εκτέλεσαν χωρίς καμιά διαδικασία.
Στην Τούρμιζα επίσης είχαν συλλάβει και τον Χρήστο Οικονόμου, πατέρα του Δημητρίου που πριν λίγο είχαν εκτελέσει, κοντά στον τόπο όπου είχαν εκτελέσει και τα αδέρφια Μπιμπή και τον εκτέλεσαν και αυτόν χωρίς καμιά διαδικασία.
Στη θέση Σκάλα οι Γερμανοί την ίδια ημέρα έπιασαν τον Ιωάννη Οικονόμου (Μαρέλι) και τον Γεώργιο Ευαγγέλου Μανώλη, οι οποίοι πήγαιναν στο Μετόχι για να θερίσουν το χωράφι τους και αφού τους μεταφέρανε κοντά στο Μοναστήρι, στη θέση Αλωνάκια, τους εκτέλεσαν και αυτούς χωρίς καμιά διαδικασία.
Στην Τούρμιζα οι Γερμανοί είχαν πιάσει και τον Παναγιώτη Ιωάννου Οικονόμου αδελφό του Γεωργίου Ιωάννου Οικονόμου, που είχαν προηγουμένως εκτελέσει και για δύο ημέρες τον είχαν μαζί τους για διάφορες αγγαρείες και προκειμένου

Σελ.-276-
 οι Γερμανοί να αναχωρήσουν για το Χέλι, τον εκτέλεσαν και αυτόν στο Μοναστήρι, εκεί κοντά στο πηγάδι της σκάλας.
Έτσι τις δύο πρώτες ημέρες των επιχειρήσεων στην περιοχή της Τούρμιζας και του Μοναστηριού τα θύματα των Γερμανών έφθασαν τα εννέα, τρία από την οικογένεια Μπίμπή, τέσσερα από τις δύο οικογένειες Οικονόμου και ακόμα δύο, τον Ιωάννη Μαρέλι και τον Γεώργιο Μανώλη. Το γεγονός ότι την πρώτη ημέρα τα θύματα είναι κυρίως από δύο Οικογένειες, την οικογένεια Μπιμπή και την Οικογένεια Οικονόμου, φανερώνει ότι πραγματικά οι Γερμανοί είχαν πληροφορίες για την αντιστασιακή δράση ενός Μπιμπή, του Γεωργίου και ενός Οικονόμου, του Γεωργίου επίσης, που και οι δυο τους ανήκαν στην ίδια ομάδα, η οποία από πολύ ενωρίς είχε διαχωρίσει τη θέση της από τη δράση του ΕΑΜ.
Οι Γερμανοί μετά τις εννέα αυτές εκτελέσεις προχώρησαν και μπήκαν μέσα στο Μοναστήρι, αλλά εκεί δεν πείραξαν κανέναν, παρά το γεγονός ότι εκτός από τον Παπανικόλα, βρίσκονταν μέσα και άλλοι τσοπάνηδες, οι οποίοι είχαν μαζευτεί από την γύρω περιοχή και είχαν βρει εκεί καταφύγιο.

83.     Επιχειρήσεις στο Χέλι (Αραχναίο)
Οι Γερμανικές ορδές αφού την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων σκόρπισαν το θάνατο στην περιοχή της Τούρμιζας κοι του Μοναστηριού εκτελώντας εννέα συνολικά άτομα, βοηθούμενοι στο έργο τους και από τους Ταγματασφαλίτες που είχαν μαζί τους, συνέχισαν το αιματηρό τους έργο προχωρώντας προς το χωριό όπου τα πρώτα τμήματα έφθασαν εκεί στις 25 Μαΐου 1944, ενώ συνεχιζόταν η εκκαθάριση και στο Μοναστήρι. Μόλις έφθασαν στο χωριό, ο επικεφαλής των επιχειρήσεων αξιωματικός έβγαλε διαταγή να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, όσοι βέβαια είχαν μείνει στο χωριό, γιατί πολλοί από αυτούς είχαν εγκαταλείψει το χωριό και είχαν βρει καταφύγιο στο Αργός και στο Ναύπλιο.
Η πρώτη αυτή συγκέντρωση έγινε σε μια υποτυπώδη πλατεία που είχε το χωριό (το αλώνι) και εκεί παρουσίασαν μια κατάσταση με ονόματα Χελιωτών που άγνωστο ήταν από που την είχαν προμηθευτεί και ποίοι ήσαν εκείνοι που είχαν δώσει τις σχετικές πληροφορίες για να συνταχθεί η κατάσταση αυτή.
Η Κατάσταση αυτή περιείχε πολλά ονόματα, αλλά εκείνη τη στιγμή μεταξύ των Γερμανών και των ιθυνόντων του χωριού άρχισε να γίνεται ένα παζάρι, άρχισαν δηλαδή στην κατάσταση αυτή να σβήνουν και να γράφουν ονόματα, σαν να επρόκειτο να μοιράσουν δώρα και δεν σκέπτονταν καθόλου, ότι το γράψιμο ενός νέου ονόματος σήμαινε γι αυτόν θανατική καταδίκη, ενώ το σβήσιμο ενός ονόματος σήμαινε απονομή χάριτος γι αυτόν. Οι λεγόμενοι όμως ηγέτες του χωριού που ίσως μερικοί από αυτούς να ήσαν γραμμένοι αρχικά στην κατάσταση, φρόντισαν να σβήσουν τους εαυτούς των και τους συγγενείς τους και να συμπληρώσουν την κατάσταση με άλλα ονόματα, υπογράφοντας έτσι για αυτούς την θανατική καταδίκη.

Σελ.-277-
Τελικά στη κατάσταση αυτή παρέμειναν τα παρακάτω οκτώ ονόματα:
1. Εμμανουήλ Δημήτριος Κωνσταντίνου
2. Καμπόσος Πέτρος Αναστασίου
3. Μάρας Δημήτριος Αναστασίου
4. Μπιμπής Γεώργιος Ιωάννου
5. Μπέλεσης Δημήτριος Πέτρου
6. Ταμπάκης (Δράμαλης) Γεώργιος Αναστασίου
7. Ταμπάκης (Δράμαλης) Κων/νος Αναστασίου
8. Τόσκας Ιωάννης Κυριάκου

'Από τα οκτώ αυτά ονόματα ο Γεώργιος Ιωάννου Μπιμπής είχε ήδη εκτελεστεί από τους Γερμανούς την προηγούμενη ημέρα στο Μοναστήρι, ενώ ο Ταμπάκης Γεώργιος του Αναστασίου, είχε προλάβει και είχε φύγει από το χωριό και έτσι δεν συνελήφθη καθόλου και επομένως στη λίστα έμειναν μόνο έξι ονόματα τελικά.
Οι Γερμανοί αμέσως ξεχώρισαν τα έξι αυτά άτομα και τους απάγγειλαν την κατηγορία ότι όλοι τους ήσαν οργανωμένοι στο ΕΑΜ και τους επέβαλαν την ποινή του θανάτου, χωρίς να δοθεί το δικαίωμα σε αυτούς να απολογηθούν για την κατηγορία που τους είχε αποδοθεί.
Έτσι η προδοσία μέσα από το χωριό είχε συντελεσθεί, τα άτομα που σβήστηκαν από τη λίστα ήσαν αυτά που μαρτύρησαν για τους έξι ότι ήσαν άτομα ενεργά αναμεμιγμένοι στο ΕΑΜ και σε άλλες αντιστασιακές οργανώσεις και έτσι αυτοί τελικά έγιναν τα εξιλαστήρια θύματα για να γλιτώσουν οι πρώτοι τα κεφάλια τους, παρά το γεγονός, ότι πολλοί από αυτούς ήσαν οργανωμένοι στο ΕΑΜ και όχι μόνο αλλά βαρύνονταν και με εγκλήματα σε βάρος αθώων ανθρώπων, ο δε τελευταίος στη λίστα των μελλοθανάτων Ιωάννης Τόσκας ούτε καν ήταν αναμεμιγμένος στο ΕΑΜ, αλλά μπήκε στη λίστα για να αντικαταστάσει κάποιον άλλον ένοχο που σβήστηκε από αυτήν, για να συμπληρωθεί το νούμερο έξι, που έπρεπε κατά τους Γερμανούς να περιλαμβάνει η λίστα.
Αμέσως μια ομάδα Γερμανών με παρατεταμένα τα όπλα παρέλαβε τα έξι αυτά άτομα και τα οδήγησε έξω από το χωριό κοντά στην Εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και εκεί τηρώντας τους τύπους μιας θανατικής καταδίκης, τους απάγγειλαν την κατηγορία ότι ήσαν μέλη της αναρχικής κομμουνιστικής οργάνωσης του ΕΑΜ και πως η Γερμανική στρατιωτική Διοίκηση τους καταδικάζει σε θάνατο δια τυφεκισμού.
Εκεί τους τοποθέτησαν σε παράταξη μπροστά από έναν τοίχο και αμέσως με το παράγγελμα του επικεφαλής αξιωματικού, οι ριπές των αυτομάτων όπλων αντήχησαν στην απέναντι πλαγιά και τους θέρισαν όλους, για να επακολουθήσει έπειτα η χαριστική βολή από τον επικεφαλής του αποσπάσματος.
Η όλη διαδικασία ήταν σύντομη και μέσα σε λίγα μόνο λεπτά της ώρας, άλλα έξι άτομα από το Χέλι έπεσαν νεκροί μπροστά στο μαντρότοιχο ενός αλωνιού, κοντά στην Εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, εκεί ακριβώς που άλλοτε στο

Σελ.-278-
 Πανηγύρι του Αγίου, χόρευαν οι νέοι του χωριού. Οι νεκροί Χελιώτες, από τις επιχειρήσεις των Γερμανών, έφθασαν έτσι τους δέκα πέντε.
Οι χαφιέδες που συνόδευαν τους Γερμανούς, αμέσως μετά την εκτέλεση, σύλησαν τα πτώματα των εκτελεσθέντων, αφαιρώντας τους εκτός από κάθε πολύτιμο αντικείμενο που είχαν μαζί τους, όπως ρολόγια, δακτυλίδια κ.λ.π. ακόμα και τα χρυσά τους δόντια που είχαν μέσα στο στόμα τους.

84.     Συνέχεια του Μαρτυρίου των Χελιωτών
Οι Γερμανοί μετά την εκτέλεση και αυτών των έξι, μεταφέρανε τους υπόλοιπους άνδρες που είχαν μαζέψει στο Αλώνι και τους έβαλαν όλους μέσα στην αυλή του Σχολείου και εκεί με ισχυρή φρούρηση και ενώ η αγωνία των κρατουμένων κορυφώνεται, γιατί κανένας από αυτούς δεν ήξερε τι θα επακολουθούσε, άρχισε μέσα σε ένα βαρύ κλίμα η διαδικασία της ανάκρισης.
Πρώτα με τη βοήθεια του διερμηνέα που μιλούσε άπταιστα τα Ελληνικά, αλλά φορούσε Γερμανική στολή, κάλεσαν από το πλήθος τον Δημήτριο Μπέλεση και τον ρώτησαν αν ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ και αυτός φυσικά αρνήθηκε. Επακολούθησε μια συζήτηση μεταξύ των Γερμανών και στη συνέχεια του είπαν να καθίσει εκεί κοντά σε μία γωνία της αυλής του Σχολείου, ενώ απέναντι του ακριβώς είχαν στηθεί δύο πολυβόλα στραμμένα προς το μέρος που του είχαν υποδείξει να καθίσει και ήταν έτοιμα για δράση.
Στη συνέχεια κάλεσαν τον Αναστάσιο Μπιμπή, για τον οποίον ακολουθήθηκε η ίδια διαδικασία με τον προηγούμενο Δημήτριο Μπέλεση και έστειλαν και αυτόν να σταθεί δίπλα του μπροστά στα πολυβόλα. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή βγαίνει από το πλήθος ο Πρόεδρος του χωριού Χρήστος Πασπαλιάρης, ο οποίος κραυγάζοντας "Ζήτω η Γερμανία - Ζήτω ο Χίτλερ", πλησίαζε προς τους Γερμανούς, πίσω του τον ακολουθούσε ο Ιωάννης Τόσκας (Μαμάκης) και φώναζαν και οι δυο τους προς τους Γερμανούς ότι: " Όλοι εμείς εδώ όχι μόνο δεν είχαμε καμιά συνεργασία με τους αντάρτες και το ΕΑΜ, αλλά αντίθετα οι αντάρτες μας είχαν πιάσει, μας είχαν κρατήσει αρκετό καιρό και είχαμε φάει πολύ ξύλο από αυτούς, επειδή ακριβώς δεν τους ακολουθήσαμε." Και για απόδειξη αυτών ο Ιωάννης Τόσκας έβγαλε τα ρούχα του και έδειξε στους Γερμανούς το σώμα του το οποίον ακόμα ήταν μαύρο από το ξύλο που πολύ πρόσφατα είχε φάει από τους αντάρτες στις Λίμνες. Στη συνέχεια βγήκαν από το πλήθος και άλλα τρία άτομα που τους είχαν δείρει πρόσφατα οι αντάρτες και οι οποίοι ήσαν ο Κατσής, ο Ευάγγελος Βαρδάκας και ο Εμμανουήλ Δεδεμπίλης και έδειξαν και αυτοί τα μελανιασμένα κορμιά τους.
Οι Γερμανοί τους ρώτησαν όλους γιατί οι αντάρτες τους έδειραν έτσι και όλοι απάντησαν: Για το λόγο ότι δεν ήθελαν να τους ακολουθήσουν και δήλωσαν μπροστά στους Γερμανούς ότι ποτέ δεν θα ακολουθήσουν τους αντάρτες του ΕΑΜ, απόδειξη δε τούτου είναι ότι μέχρι την ημέρα αυτή κανένας Χελιώτης δεν είχε βγει στο βουνό με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ.
Οι Γερμανοί τότε προσκάλεσαν κοντά τους τον Δημήτριο Μπέλεση και τον 

Σελ.-279-
Αναστάσιο Μπιμπή και τους ρώτησαν αν είναι παντρεμένοι και πόσα παιδιά έχουν και απάντησαν ο πρώτος ότι είχε τέσσερα παιδιά και ο δεύτερος επίσης τέσσερα, αμέσως δε έδωσαν εντολή και τους άφησαν όλους ελεύθερους, πρώτα αυτούς τους δύο και έπειτα όλους τους συγκεντρωμένους, αφού προηγήθηκε και δήλωση του Προέδρου Χρήστου Πασπαλιάρη ότι: "Όλοι εμείς θα είμαστε πάντα στο πλευρό σας και θα κυνηγάμε τους αντάρτες, ζητάμε όμως γι' αυτό να μας δώσετε όπλα." και συνέχιζαν να κραυγάζουν: "Ζήτω η Γερμανία - Ζήτω ο Χίτλερ" και ο πρόεδρος έδωσε πάλι το λόγο του στους Γερμανούς ότι στο Χέλι δεν θα ξαναπατήσει αντάρτης του ΕΛΑΣ.
Η συγκέντρωση διαλύθηκε και οι Γερμανοί παρότρυναν τους συγκεντρωμένους να πάνε στα σπίτια τους και να μην κυκλοφορεί κανένας έξω μέχρι να τελειώσουν οι επιχειρήσεις. Στο μεταξύ μέσα στο χωριό κυκλοφόρησε η είδηση για το μεγάλο μακελειό που είχε γίνει την προηγούμενη στο Μοναστήρι και στην Τούρμιζα. Οι οικείοι των θυμάτων ανάστατοι κυκλοφορούσαν στο χωριό προσπαθώντας να μάθουν συγκεκριμένα νέα για τους δικούς των.
Η Μητέρα των αδελφών Μπιμπή αγωνιούσε για την τύχη των παιδιών της δεν ήθελε να πιστέψει ότι τα παιδιά της δεν ζούσαν πια. Σκεπτόταν μονάχα ότι τα παιδιά της εκεί στο Μοναστήρι θα πεινούσαν και θα διψούσαν και κάθε ημέρα όσο οι Γερμανοί ήσαν μέσα στο χωριό, ξεκινούσε από το σπίτι της, παίρνοντας μαζί της λίγο νερό και βάδιζε προς το Μοναστήρι για να βρει τα παιδιά της και να τους προσφέρει λίγο νερό και να σβήσει τη δίψα τους, έτσι πίστευε η άμοιρη γυναίκα, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ότι τα παιδιά της βρίσκονταν νεκρά, κοντά στην καλύβα τους, εκτελεσμένα από τα βάρβαρα στίφη των Γερμανών κατακτητών και ότι ημέρες τώρα βρίσκονται άταφα εκεί. Οι Γερμανοί όμως την σταματούσαν στο δρόμο και την γύριζαν πίσω στο χωριό, χωρίς να την αφήσουν να πραγματοποιήσει αυτήν της την επιθυμία. Έκανε πολλές τέτοιες απόπειρες μα πάντα ήταν άτυχη και τυχερή συγχρόνως γιατί οι Γερμανοί δεν την εκτέλεσαν αλλά απλώς την γύριζαν πίσω στο χωριό.
Την δεύτερη ή τρίτη ημέρα ξεκίνησε από το χωριό ο ίδιος ο πατέρας των παιδιών, Μπαρμπαγιάννης για να πάει στο Μοναστήρι και τα κατάφερε να φθάσει μέχρι το Μαρσιάρη, όπου βρήκε εκεί τις δυο νύφες του και τη μικρή του κόρη Κωνσταντίνα και εκεί πληροφορήθηκε για την τύχη των τριών παιδιών του και ύστερα επισκέφθηκε το μέρος της εκτέλεσης και είδε με τα μάτια του τα τρία του παιδιά να κείτονται εκεί νεκροί και άταφοι μέρες τώρα.
Εκεί κοντά όμως βρέθηκαν οι Γερμανοί, οι οποίοι τον έπιασαν και τον μετέφεραν μακρύτερα και ετοιμάστηκαν να τον εκτελέσουν και αυτόν. Προτού όμως τον παραδώσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα του ζήτησαν την ταυτότητα του και του πήραν όλα τα υπάρχοντα στην τσέπη του και ερευνώντας μέσα το πορτοφόλι του βρήκαν ένα χαρτί διπλωμένο, το πήραν, το ξεδίπλωσαν και είδαν ότι στο επάνω μέρος είχε σαν έμβλημα ένα κόκκινο σταυρό. Ο Διερμηνέας που το διάβασε είπε στους Γερμανούς ότι το χαρτί αυτό είναι ένα διοριστήριο έγγραφο από τον Ερυθρό Σταυρό, που τον όριζε μέλος ομάδας του Ερυθρού Σταυρού στο χωριό του, οπότε οι Γερμανοί άλλαξαν γνώμη και τον άφησαν ελεύθερο και του είπαν να πάει αμέσως στο χωριό και να μην ξανα τολμήσει να βγει έξω.

Σελ.-280-
Πράγματι Μπαρμπαγιάννης γύρισε στο χωριό, έχοντας γλιτώσει το εκτελεστικό απόσπασμα των Γερμανών, χάρις στο χαρτί του Ερυθρού Σταυρού. Γυρίζοντας όμως στο χωριό έφερε και τα μαύρα μαντάτα, ότι ήταν γεγονός πια εκείνο που σαν είδηση κυκλοφορούσε στο χωριό για το μακελειό του Μοναστηριού και της Τούρμιζας. Δεν είχε γίνει όμως ακόμα γνωστό, πόσοι ήσαν συνολικά οι εκτελεσθέντες στις πάρα πάνω περιοχές.
Μετά τα μαντάτα αυτά, θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός είχε ξεσπάσει στα σπίτια των θυμάτων αυτών. Οι συγγενείς ούρλιαζαν και καταριόντουσαν τους Γερμανούς αλλά και τους καταδότες αυτών, γιατί ήταν βέβαιο πως κάποιοι από το χωριό είχαν υποδείξει στους Γερμανούς τα άτομα αυτά τα οποία στη συνέχεια εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί αναστατώθηκαν και έτρεχαν στα σπίτια για να ιδούν τι συμβαίνει και με την απειλή των όπλων τους ανάγκαζαν όλους όσους φώναζαν να σιωπήσουν και τους απειλούσαν με εκτέλεση.
Στο χωριό μέσα είχε στρατοπεδεύσει η μεγαλύτερη δύναμη των Γερμανών και είχαν εγκατασταθεί άλλοι σε επιταγμένα σπίτια και άλλοι σε αντίσκηνα. Το κέντρο των επιχειρήσεων (Στρατηγείο) το είχαν στήσει στο δυτικό ακρινό μέρος του χωριού, στο σπίτι των αδερφών Οικονόμου (Τσουφέοι), είχαν όμως εγκαταστήσει και πολλά φυλάκια σε διάφορα επίκαιρα σημεία γύρω από το χωριό.

85.     Εκτέλεση ακόμα πέντε ατόμων στο Χωριό και στη Γύρω Περιοχή
Οι Γερμανοί με ορμητήριο τώρα το χωριό, την ημέρα χτένιζαν όλες τις γύρω περιοχές, τα βουνά, τις πλαγιές και ρεματιές ψάχνοντας να βρουν αντάρτες, μα οι αντάρτες δεν βρέθηκαν πουθενά. Με το άκουσμα μόνο ότι οι Γερμανοί θα φθάσουν στο Χέλι έγιναν άφαντοι και από το χωριό αλλά και από την γύρω περιοχή. Πρόλαβαν και άλλοι έφυγαν προς τη δυτική Αργολίδα και Κορινθία, πολλοί όμως από αυτούς έκρυψαν τα όπλα τους και πήγαν στα χωριά τους, κυρίως στις Λίμνες, στο Γκέρμπεση (Μηδέα) και Μάνεση από όπου είχαν την καταγωγή τους. Οι Γερμανοί δεν βρήκαν πουθενά αντάρτες του ΕΛΑΣ. Συναντούσαν κάπου- κάπου κανένα τσοπάνη, γυναίκα ή γέροντα ή και ακόμα μικρά παιδιά που αμέριμνα έβοσκαν τα κοπάδια τους γίδια ή πρόβατα, αλλά και αυτοί οι περισσότεροι δεν γλίτωσαν το εκτελεστικό απόσπασμα.
Οι Γερμανοί χωρίς διάκριση εκτελούσαν όποιον εύρισκαν μπροστά τους αμέσως χωρίς καμιά διαδικασία, απλά και μόνο για να αυξήσουν τον αριθμό των θυμάτων.
Έτσι στην περιοχή Φράκια συνάντησαν δύο μικρές κοπέλες που έβοσκαν τα γίδια τους, αφού οι γονείς τους είχαν μαζευτεί στο χωριό όπως από πριν είχαν προστάξει οι κατακτητές. Οι κοπέλες αυτές ήσαν η Κόλλια Μαρία του Θωμά και η Κόλλια Μαρίνα του Βασιλείου και χωρίς να γίνει γνωστό τι διαδικασία ακολούθησαν οι Γερμανοί, τις εκτέλεσαν εκεί επί τόπου για να βρεθούν λίγες ημέρες αργότερα διάτρητες από τις σφαίρες των αυτομάτων όπλων.

Σελ.-281-
Μέσα στο χωριό εκτέλεσαν επίσης χωρίς καμιά διαδικασία τους Κόλλια Δημήτριο του Νικολάου και Κόλλια Κωνσταντίνο του Κυριάκου, οι οποίοι αποπειράθηκαν να βγουν έξω από το χωριό για να αποφύγουν τον κίνδυνο της σύλληψης τους από τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί όμως αντιλήφθηκαν το γεγονός αυτό και οι δυστυχείς πλήρωσαν με τη ζωή τους το τόλμημα τους. Τα πολυβόλα κροτάλισαν άλλη μια φορά από τα απέναντι φυλάκια και άλλοι δυο άνθρωποι του χωριού έπεσαν νεκροί διάτρητοι και αυτοί από τις καυτερές σφαίρες.
Στην τοποθεσία Λιθάρι-Καμπάκι, πάνω από το χωριό προς την Τραπεζώνα συνάντησαν άλλη μια μικρή τσοπανοπούλα την Τριμπόνια Γιαννούλα του Χαραλάμπους που και αυτή έβοσκε αμέριμνη τα γίδια του πατέρα της και χωρίς να χάσουν καθόλου καιρό την εκτέλεσαν και αυτήν επί τόπου.
Έτσι τα θύματα των Γερμανικών επιχειρήσεων στις τρεις πρώτες ημέρες, έφθασαν τα είκοσι και τα πτώματα όλων αυτών των εκτελεσθέντων βρίσκονταν στα μέρη που έγιναν οι εκτελέσεις και έμεναν εκεί άταφα για ημέρες αρκετές στη διάθεση των ορνέων και των άγριων σαρκοβόρων ζώων.

86.     Εκτέλεση άλλων οκτώ στο Χωριό
Έχουν περάσει τρεις ημέρες από τότε που έγιναν οι πρώτες εκτελέσεις στο Μοναστήρι και στην Τούρμιζα. Όλες οι απόπειρες που είχε κάνει ο Μπαρμπαγιάννης ο Μπιμπής για να πάρει τα παιδιά του από τον τόπο της εκτέλεσης και να τα μεταφέρει στο χωριό για την ταφή, είχαν αποβεί άκαρπες και είχε κινδυνεύσει και εκείνος να είχε την ίδια τύχη με τα παιδιά του.
Στην απόγνωση του όμως ο Μπαρμπαγιάννης, την τέταρτη ημέρα αποφάσισε να πάει στον Γερμανό Διοικητή και να ζητήσει την άδεια για να πάει στο Μοναστήρι και να μεταφέρει τα παιδιά του στο χωριό. Μαζί με τον Πρόεδρο του χωριού, τον Χρήστο Πασπαλιάρη και τον Γαμπρό του Δημήτριο Κύρκα, ξεκίνησαν και επισκέφθηκαν τον Γερμανό Στρατιωτικό Διοικητή που διεύθυνε τις επιχειρήσεις και είχε το στρατηγείο του στο σπίτι των αδελφών Οικονόμου.
Ο Γερμανός Αξιωματικός φάνηκε πρόθυμος στην παράκληση του Ιωάννου Μπιμπή, να δώσει την απαιτουμένη άδεια για να γίνει η μεταφορά των νεκρών από το Μοναστήρι στο χωριό για την ταφή τους και να μη μείνουν τα πτώματα ακόμα στο ύπαιθρο και γίνουν τροφή στα όρνια και τα άγρια σαρκοβόρα ζώα. Ο Γερμανός Διοικητής ρώτησε πόσα άτομα θα είναι η αποστολή για να το γράψει στην άδεια και πήρε την απάντηση ότι η αποστολή θα αποτελείται από επτά άτομα και τρία μουλάρια.
Ο Γερμανός Διοικητής συμπλήρωσε την άδεια την έδωσε στον Μπαρμπαγιάννη και προφορικά του είπε, ότι η αποστολή που την ίδια ημέρα θα έφευγε για το Μοναστήρι, θα κρατούσε μπροστά και μια λευκή σημαία, συγχρόνως δε έστειλε και το σχετικό σήμα στο φυλάκιο που βρισκόταν στο δρόμο από όπου θα περνούσε η αποστολή, για να επιτρέψουν σε αυτήν, να πάει στο Μοναστήρι και να
Σελ.-282-
ξαναγυρίσει πάλι στο χωριό. Με το ίδιο σήμα ενημέρωσε το φυλάκιο ότι η αποστολή αυτή θα αποτελείτο από επτά άτομα και τρία μεγάλα ζώα (Μουλάρια) και ότι θα κρατούσε και μία λευκή σημαία.
Έτσι οργανώθηκε η ομάδα που θα πήγαινε στο Μοναστήρι από τα παρακάτω επτά άτομα που τα περισσότερα ήσαν άμεσα συγγενείς των θυμάτων και οι υπόλοιποι φίλοι και γείτονες αυτών, οι οποίοι με προθυμία δήλωσαν τη συμμετοχή τους σε αυτή την αποστολή.

1. Μπιμπή Μαριγώ Αναστασίου, νύφη των εκτελεσθέντων
2. Ρόζης ή Μανώλης Ιωάννης Αναστασίου, πρωτεξάδελφος των εκτελεσθέντων
3. Τριμπόνιας Κων/νος Παναγιώτου, κουνιάδος του εκτελεσθέντος Κ. Μπιμπή
4. Ταμπάκης Χρήστος Δημητρίου, εξάδελφος των εκτελεσθέντων
5. Βαρδάκας Ιωάννης Χρήστου, φίλος του εκτελεσθέντος Χρήστου Μπιμπή
6. Καπετανάκη Δήμητρα Παναγιώτου, γειτόνισσα των εκτελεσθέντων
7. Κοροντάνη Ευαγγελία Δημητρίου, επίσης γειτόνισσα των εκτελεσθέντων.

Συντονιστής της αποστολής αυτής ήταν ο Δημήτριος Κύρκας γαμπρός του Ιωάννη Μπιμπή. Η ομάδα αυτή μαζί με τρία γερά μουλάρια είχαν συγκεντρωθεί στου Βέτσερη και εκεί εφοδιάστηκε με τη σχετική άδεια την οποίαν τους έδωσε ο οργανωτής της αποστολής Δημήτριος Κύρκας και αφού φόρτωσαν στα μουλάρια τρία πρόχειρα, φέρετρα και πήρανε μαζί τους και μια λευκή σημαία, ήσαν πλέον έτοιμοι για αναχώρηση.
Ενώ όμως ήσαν όλα έτοιμα, ο Ιωάννης Ρόζης γύρισε και είπε στον οργανωτή της αποστολής, Δημήτριο Κύρκα "Βρε Μήτρο θα πάμε εμείς να φέρουμε τους σκοτωμένους και εσύ θα μείνεις εδώ ασφαλής; "Τότε ο Δημήτριος Κύρκας από φιλότιμο γύρισε και του είπε: " Θα έλθω και εγώ μαζί σας" και έτσι τα άτομα της αποστολής έγιναν οκτώ και όχι εφτά όπως έγραφε η άδεια των Γερμανών, γεγονός που ίσως να ήταν η αιτία για τη μοιραία κατάληξη της αποστολής αυτής όπως παρακάτω 6α διαπιστώσουμε.
Η ομάδα αυτή από τα οκτώ άτομα ξεκίνησε για τον τόπο του μαρτυρίου, εκεί κοντά προς Μοναστήρι, κρατώντας μπροστά μια λευκή σημαία, αφού όλοι τους ήσαν εφοδιασμένοι και με τις αστυνομικές τους ταυτότητες. Ξεκίνησαν όλοι μαζί με ζωγραφισμένη τη θλίψη στα πρόσωπα τους, αλλά και με το φόβο για το αποτέλεσμα της αποστολής.
Τα πτώματα ήσαν άταφα τρεις ολόκληρες ημέρες και ήταν η τέταρτη αυτή ημέρα που πήγαινε η αποστολή. Η Μαγιάτικη ζέστη ήταν αρκετά έντονη και οπωσδήποτε θα είχε αρχίσει η αλλοίωση των πτωμάτων, γεγονός που θα δυσκόλευε αρκετά το έργο της περισυλλογής και της μεταφοράς αυτών στο χωριό.
Η αποστολή είχε απομακρυνθεί από το χωριό περί τα 1,500 μέτρα και βάδιζε προς το Μοναστήρι, προς τον τόπο του μαρτυρίου και βρισκόταν ακριβώς στο σημείο που ο δρόμος προς το Μοναστήρι, κατηφόριζε από την πλαγιά που

Σελ.-283-
 ακολουθούσε παράλληλα προς το ρέμα, για να μπει μέσα στη ρεματιά και από εκεί και κάτω θα ακολουθούσε την κοίτη του ρέματος, ακριβέστερα δε πολύ κοντά σε ένα πηγάδι που βρισκόταν εκεί του Γεωργίου Οικονόμου.
Απέναντι ακριβώς από το σημείο αυτό, σε μια βραχώδη περιοχή, βρισκόταν ένα από τα μόνιμα φυλάκια των Γερμανών. Σε αυτή λοιπόν τη θέση ήταν γραφτό να παιχθεί ένα ακόμα δράμα για την οικογένεια Μπιμπή και τους άλλους συγγενείς και φίλους που είχαν συμπαρασταθεί στο πρώτο δράμα αυτής της οικογένειας.
Το τι ακριβώς μεσολάβησε για να παιχθεί αυτό το δράμα δεν έγινε ποτέ γνωστό, γιατί κανείς δεν έζησε από την αποστολή αυτή. Ίσως τα άτομα που ήταν περισσότερα από ότι έγραφε η άδεια και είχε ειδοποιηθεί και το φυλάκιο, να έβαλε αυτό σε υπόνοιες και να θεώρησαν το όγδοο άτομο ύποπτο; Δεν έγινε επίσης γνωστό αν το φυλάκιο επικοινώνησε με τον Διοικητή στο χωριό και από εκεί να πήρε σχετικές εντολές να ενεργήσει έτσι όπως ενέργησε ή μόνοι τους να πήραν τις αποφάσεις των.
Χωρίς καμιά χρονοτριβή και χωρίς καμιά ειδοποίηση προς τα μέλη της αποστολής, τα πολυβόλα των Γερμανών από το απέναντι φυλάκιο, στράφηκαν προς την αποστολή που αμέριμνη βάδιζε στο δρόμο της και άρχισαν να ξερνούν φωτιά και όλεθρο με αποτέλεσμα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και τα οκτώ άτομα της αποστολής και το ένα από τα τρία μουλάρια να πέσουν νεκρά από τις σφαίρες των Γερμανών.
Μετά τον πολυβολισμό και την εκτέλεση εν ψυχρώ όλων των μελών της αποστολής, οι Γερμανοί στρατιώτες πλησίασαν τα πτώματα και αφού ο επικεφαλής Αξιωματικός έδωσε τη χαριστική βολή στους οκτώ ανθρώπους και το ένα μουλάρι, θυμήθηκαν να ερευνήσουν τα πτώματα για να διαπιστώσουν την ταυτότητα τους και εκτός από τα προσωπικά αντικείμενα που είχαν στις τσέπες τους, βρήκαν και τις ταυτότητες τους και τη γραπτή άδεια του Γερμανού Διοικητή και σαν να μη συνέβη τίποτα το σπουδαίο, υπερήφανοι οι Γερμανοί στρατιώτες, ότι εκτέλεσαν το στρατιωτικό τους καθήκον, έσκισαν την άδεια και τις ταυτότητες σε μικρά κομμάτια και αφού τα σκόρπισαν επάνω στα άψυχα κουφάρια, αποσύρθηκαν και πάλι στο απέναντι φυλάκιο, ικανοποιημένοι ότι έφεραν σε πέρας την αποστολή τους προσθέτοντας ακόμα οκτώ νεκρούς στο μακρύ κατάλογο των θυμάτων, όλους οικείους, συγγενείς και φίλους της οικογένειας Μπιμπή και έτσι τα θύματα των Γερμανών έφθασαν τα είκοσι οκτώ στη διάρκεια των επιχειρήσεων.
Λίγη ώρα μετά την εκτέλεση των οκτώ, τα δύο μουλάρια που γλίτωσαν από τις σφαίρες των Γερμανών φορτωμένα με τα πρόχειρα φέρετρα γύρισαν μόνα τους στο χωριό και όλοι τότε οι κάτοικοι του χωριού προαισθάνθηκαν ότι κάποιο μεγάλο κακό πρέπει να συνέβη στην αποστολή και δεν άργησε να φθάσει το μαντάτο ότι όλη η ομάδα της αποστολής είχε εκτελεσθεί από τους Γερμανούς. Νέοι λοιπόν θρήνοι και κοπετοί στο χωριό για τα οκτώ ακόμα θύματα της Γερμανικής Θηριωδίας.
Έτσι στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών στην περιοχή του Χελιού

Σελ.-284-
 το Μάιο του 1944, αντί για αντάρτες, οι Γερμανοί σκότωσαν είκοσι οκτώ άτομα, άντρες, γυναίκες και παιδιά, ανθρώπους άοπλους, αγαθούς και φιλήσυχους που καμιά σχέση δεν είχαν με τους αντάρτες που πριν λίγο δρούσαν σε εκείνη την περιοχή και μαζί με τον Κωνσταντίνο Ρόζη που είχε εκτελεστεί το Μάρτη του 1944 στον Αμαριανό, ο συνολικός αριθμός των θυμάτων έφθασε τα είκοσι εννέα άτομα. Σκόπιμο θεωρούμε να παραθέσουμε συγκεντρωτική Αλφαβητική Κατάσταση όλων των εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς, ανδρών, γυναικών και παιδιών κατοίκων του Χελιού.

1. Βαρδάκας Ιωάννης Χρήστου
2. Εμμανουήλ Δημήτριος Κωνσταντίνου
3. Καμπόσος Πέτρος Αναστασίου
4. Καπετανάκη Δήμητρα Παναγιώτου
5. Κόλλια Μαρία Θωμά
6. Κόλλια Μαρίνα Βασιλείου
7. Κόλλιας Δημήτριος Νικολάου
8. Κόλλιας Κωνσταντίνος Κυριάκου
9. Κοροντάνη Ευαγγελία Δημητρίου
10. Κύρκας Δημήτριος Εμμανουήλ
11. Μανώλης Γεώργιος Ευαγγέλου
12. Μανώλης ή Ρόζης Ιωάννης Αναστασίου
13. Μανώλης ή Ρόζης Κωνσταντίνος Αναστασίου
14. Μάρας Δημήτριος Αναστασίου
15. Μπέλεσης Δημήτριος Πέτρου
16. Μπιμπή Μαριγώ Αναστασίου
17. Μπιμπής Γεώργιος Ιωάννου
13. Μπιμπής Κωνσταντίνος Ιωάννου
19. Μπιμττής Χρήστος Ιωάννου
20. Οικονόμου Γεώργιος Ιωάννου
21. Οικονόμου Δημήτριος Χρήστου
22. Οικονόμου ή Μαρέλης ίωάννης Δημητρίου
23. Οικονόμου Παναγιώτης Ιωάννου
24. Οικονόμου Χρήστος Σττυρίδωνος
25 Ταμπάκης ή Δράμαλης Κωνσταντίνος Αναστασίου
26. Ταμπάκης Χρήστος Δημητρίου
27, Τόσκας Ιωάννης Κυριάκου
28. Τριμπόνια Γιαννούλα χαραλ
29 Τριμπόνιας Κωνσταντίνος Παναγιώτου

Σελ.-285-
87.     Περισυλλογή και Ταφή των Νεκρών του Χωριού
Οι  επιχειρήσεις   των   Γερμανών  στην  περιοχή   του  οροπεδίου   του Αραχναίου    κράτησαν    περίπου    δέκα    ημέρες,    οπότε   οι    Γερμανοί αποσύρθηκαν πάλι στο Ναύπλιο αφήνοντας πίσω τους τον όλεθρο και την καταστροφή.
Είκοσι οκτώ άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά όλοι κάτοικοι του Χελιού, τσοπάνηδες οι περισσότεροι, όλοι άνθρωποι οικογενειάρχες, φιλήσυχοι στην κοινωνία του χωριού ήσαν τα θύματα των Γερμανών, αντί για αντάρτες που ήλθαν δήθεν να κυνηγήσουν και αφού βύθισαν το χωριό στο πένθος, έφυγαν ικανοποιημένοι ίσως γιατί ξεκαθάρισαν την περιοχή του Χελιού από τους αντάρτες, χωρίς να συναντήσουν κανέναν από αυτούς και έτσι γύρισαν στο στρατόπεδο τους στο Ναύπλιο.
Τα πτώματα όλων των θυμάτων για ημέρες πολλές, όσο κράτησαν οι επιχειρήσεις των Γερμανών, έμειναν άταφα, άλλα στα χωράφια και άλλα στα ρουμάνια και στους λόγγους, που από την Μαγιάτικη ζέστη είχε αρχίσει η αποσύνθεση τους και που για τους πρώτους νεκρούς ήταν αρκετά προχωρημένη.
Ή περισυλλογή των πτωμάτων ήταν όχι απλώς δύσκολο έργο, αλλά ένα πραγματικό δράμα για τους οικείους των. Αν δεν είσαι αυτόπτης μάρτυρας και δεν έζησες από κοντά εκείνες τις στιγμές, είναι αδύνατο να τις περιγράψεις. Τα δάκρυα των συγγενών και φίλων έχουν στερέψει τόσες ημέρες, για να συνοδεύσουν την τελευταία αυτή πράξη του δράματος.
Τα πτώματα περιτυλιγμένα με σεντόνια και τοποθετημένα σε πρόχειρα φέρετρα, που οι ίδιοι οι συγγενείς είχαν κατασκευάσει, φορτώνονταν σε μουλάρια ή τοποθετούνταν σε ξυλοκρέβατα και μεταφέρονταν από τους δικούς των, αφού ανά τέσσερις τα τοποθετούσαν στους ώμους των, από τον τόπο της εκτέλεσης στο Νεκροταφείο του χωριού, όπου ομαδικά ψελνόταν η νεκρώσιμη ακολουθία, στη μικρή εκκλησία του Νεκροταφείου και στη συνέχεια γινόταν η ταφή ομαδικά των περισσοτέρων.
Όλα τα πτώματα ήσαν τυμπανιαία και για αυτό η ταφή γινόταν όπως βρίσκονταν, χωρίς να τους αλλάξουν, χωρίς παπούτσια και χωρίς καμιά περιποίηση όπως θα άρμοζε στους μάρτυρες εκείνους της Πατρίδας μας. Ένας μόνο τάφους για τους τέσσερις νεκρούς της οικογένειας Μπιμπή. το ίδιο και για άλλες οικογένειες που θρηνούσαν περισσότερους από ένα νεκρούς.
Έτσι το δράμα των Χελιωτών που κράτησε περίπου δέκα ημέρες, πήρε ένα τέλος, αφού πίσω άφησε είκοσι εννέα νεκρούς, είκοσι εννέα φρεσκοσκαμμένους τάφος και εκατοντάδες μαυροφορεμένους στο χωριό, για να θυμίζουν στις γενιές που θα 'ρθουν την προσφορά των Χελιωτών στον Αγώνα της φυλής μας για την λευτεριά της, όπως πάντα συμβαίνει στον τόπο μας, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. 

Σελ.-286-
ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΤΟΥ Ε.Λ.Α.Σ. ΣΤΟ ΧΕΛΙ

88. Εισαγωγή
Οι Γερμανοί έφυγαν από το Χέλι αφήνοντας πίσω τους είκοσι εννιά νεκρούς. Οι Χελιώτες αφού μάζεψαν και έθαψαν τους νεκρούς των, έπεσαν σε βαθιά περισυλλογή. Δεν μπορούσαν ακόμα να πιστέψουν ότι μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα έχασαν είκοσι εννιά αγαπημένα τους πρόσωπα, ανθρώπους νέους, γεμάτους ζωή, ανθρώπους φιλήσυχους και αγαπητούς από όλο το χωριό.
Δεν μπορούσαν καλά-καλά να πιστέψουν ότι το χωριό τους έπαθε τόσο μεγάλο κακό, τέτοια συμφορά ήταν απίστευτη, να χάσουν για πάντα είκοσι εννιά αγαπημένα τους πρόσωπα, τους οποίους ποτέ δεν θα ξαναδούν. Επτά ολόκληρους μήνες εκατοντάδες Χελιώτες πολέμησαν στα Αλβανικά βουνά στα Βουλγαρικά σύνορα και στην Κρήτη και όλοι τους γύρισαν στα σπίτια τους στο τέλος του πολέμου ζωντανοί και τώρα ένα πέρασμα έκαναν οι Γερμανοί από το χωριό και σε λιγότερο από δέκα ημέρες σκόρπισαν τον όλεθρο και την καταστροφή.
Ένοχοι για το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα είναι βέβαια οι Γερμανοί κατακτητές. Αυτοί είναι οι φυσικοί αυτουργοί των είκοσι εννιά στυγνών εγκλημάτων. Δεν μπορεί όμως από το μυαλό κανενός Χελιώτη να φύγει η πεποίθηση, ότι για το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα που διαπράχθηκε στο χωριό τους, υπάρχουν και ηθικοί αυτουργοί και ότι αυτοί είναι μέσα από το χωριό ή και από τα γειτονικά στο Χέλι χωριά.
Υπάρχουν οπωσδήποτε συνένοχοι των Γερμανών στα εγκλήματα τους και αυτοί δυστυχώς ήσαν Έλληνες, αν μπορεί έτσι να ονομασθούν, επειδή μιλούσαν Ελληνικά, στη, ψυχή όμως και στα αισθήματα ήσαν όχι απλώς ταυτισμένοι με τους Γερμανούς κατακτητές, αλλά και πιο στυγνοί από αυτούς, αφού αυτοί πρωτοστατούσαν στα αποτρόπαια εγκλήματα στη διάρκεια των επιχειρήσεων των Γερμανών στην περιοχή του Χελιού.
Αρκετοί από αυτούς ήσαν γνωστοί, αλλά και πολλοί έμειναν άγνωστοι, καλυμμένοι με την Γερμανική στολή και ποτέ δεν θα μάθει κανείς ποιοι ήσαν. Στην Ιστορία όμως θα μείνουν για πάντα οι στιγματισμένοι, οι προδότες, οι εφιάλτες για τα τόσα θύματα του χωριού μας.

Σελ.-287-
Είπαν τότε πως όλοι αυτοί οι προδότες, οι συνεργάτες των Γερμανών, ήσαν άτομα ξένα προς το χωριό μας.
Πως όμως αυτοί γνώριζαν με την πιο μικρή λεπτομέρεια για τον καθένα Χελιώτη, που πιθανόν να στρατολογήθηκε από το ΕΑΜ χωρίς να το θέλει ή και που πιθανόν να ανέπτυξε κάποια άλλη αντιστασιακή δραστηριότητα, είτε μέσα από άλλες οργανώσεις, είτε μόνος του, ή και ακόμα χωρίς να έχει ανάμειξη πουθενά, να κατηγορήθηκε και να μπήκε στη λίστα των θυμάτων;
Όλες αυτές τις λεπτομέρειες οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους πρέπει να τις έμαθαν μέσα από το χωριό. Γεγονός λοιπόν αναμφισβήτητο είναι ότι οι πράκτορες και συνεργάτες των Γερμανών ασφαλώς είχαν τους πληροφοριοδότες μέσα από το χωριό και που δυστυχώς οι  πληροφοριοδότες αυτοί ήσαν άτομα με πλούσια αναρχική δράση και με στενή συνεργασία , πρώτα με τις αναρχικές οργανώσεις και αργότερα με τους Γερμανούς κατακτητές γιατί μόνο τέτοια άτομα μπορεί να φθάσουν στο σημείο να γίνουν προδότες και καταδότες των συγχωριανών τους.
Ο πρόεδρος του χωριού είχε δώσει το λόγο του στους Γερμανούς, μέσα στην αυλή του σχολείου, ότι το χωριό δεν θα δεχθεί πάλι αντάρτες και ότι θα τους πολεμήσει όσο μπορεί και την υπόσχεση αυτή την τήρησε. Ήταν όμως σωστή η απόφαση αυτή του προέδρου; Με την απόφαση αυτή ήταν σίγουρος ο πρόεδρος ότι  το χωριό δεν θα υποστεί καινούργια δεινά; Η πορεία των γεγονότων θα δείξει παρακάτω, ότι η απόφαση αυτή την οποία ακολούθησαν και ελάχιστοι χελιώτες όχι μόνο δεν προστάτεψε το χωριό αλλά έφερε καινούργια και μεγαλύτερα δεινα σε αυτό. Η εξιστόρηση πάρα κάτω των γεγονότων που ακολούθησαν θα δείξει περίτρανα πόσο έβλαψε το χωριό  η παραπάνω απόφαση των λίγων, των κρατούντων στο χωριό.

89. Ενέργειες των χελιωτών μετά την σφαγή από τους Γερμανούς
Μετά τα παραπάνω γεγονότα ο πρόεδρος του χωριού με μερικούς ακόμα από το χωριό πήραν την πρωτοβουλία και κατέβηκαν στο Ναύπλιο, ήρθαν σε επαφή με τα τάγματα ασφαλείας που είχαν τότε συγκροτηθεί και δρούσαν με την ανοχή των Γερμανών και που στην πραγματικότητα ήσαν όργανα τους αφού αυτοί τους εξόπλιζαν, και  από τα τάγματα ασφαλείας προμηθεύτηκαν 40-50 όπλα και αρκετά πυρομαχικά, με τα οποία νόμισαν ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους αντάρτες του Ε.Λ.ΑΣ. από εκεί και πέρα
Γύρισαν στο χωριό και σχημάτισαν μια ένοπλη ομάδα που ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει τους αντάρτες, όταν θα επιχειρούσαν να  κάνουν την εμφάνιση τους και πάλι μέσα στο χωριό.  Οι αντάρτες είχαν πληροφορηθεί όλα όσα συνέβαιναν στο χωριό  και όσο μπορούσαν στην αρχή προσπαθούσαν να βρίσκονται μακριά από αυτό, αποφεύγοντας να πλησιάζουν στο χωριό.
Κάθε βράδυ οι χελιώτες

Σελ.-288-
 έβγαζαν φρουρές και έστηναν πολλά φυλάκια γύρο από το χωριό για να προστατέψουν από νυχτερινή επίθεση ανταρτών. Ο Σαϊνης ο γενικός υπεύθυνος του ΕΑΜ στο χωριό και στη γύρο περιοχή, είχε εξαφανισθεί από το χωριό πριν μπουν μέσα οι Γερμανοί και ήταν άγνωστο που βρίσκονταν τόσες ημέρες. Κάποτε έγινε γνωστό ότι περιφερόταν και περνούσε τον καιρό του στην περιοχή πέρα από τα Φράκια, αποφεύγοντας και αυτός να γυρίσει μέσα στο χωριό. Οι Χελιώτες
  -----
όταν έμαθαν σε ποια περιοχή κρυβόταν ο Σάινης, οργάνωσαν ολόκληρη επιχείρηση για να τον βρουν και να τον συλλάβουν.
Ανακάλυψαν ότι κρυβόταν στην περιοχή Πίουγια, όπου περικυκλώθηκε από τους ένοπλους Χελιώτες, πιάστηκε εκεί και δέσμιος μεταφέρθηκε στο χωριό.
Οι κάτοικοι του χωριού που τον θεωρούσαν υπεύθυνο για όλα τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί στο Χέλι, τον αντιμετώπισαν με άγριες διαθέσεις και όλοι μαζί με πρωτοπόρους τις χήρες και τα ορφανά των θυμάτων των Γερμανών και με την προτροπή του Παπαγιώργη και άλλων πρωτεργατών του Χελιού, επιτέθηκαν εναντίον του και αφού πρώτα τον προπηλάκισαν, στη συνέχεια αφού εξαγριώθηκαν περισσότερο επιτέθηκαν με πολύ άγριες διαθέσεις και τον λιντσάρισαν στην κυριολεξία και έτσι μισοπεθαμένο τον έσερναν στους δρόμους μέσα στο χωριό και στη συνέχεια τον έσυραν μέχρι κάτω στο ρέμα και εκεί τον πέταξαν μέσα σε ένα λάκκο.
Κατά την διαδρομή από το χωριό στο ρέμα μισοπεθαμένος όπως ήταν ο Σαϊνης εκλιπαρούσε τον όχλο να τον λυπηθεί και να μην το σκοτώσει και όταν δεν έβλεπε έλεος από κανέναν, τότε τους απειλούσε και απευθυνόμενος σε όλους τους Χελιώτες έλεγε: " Με αυτά που κάνετε θα το πληρώσετε ακριβά όλοι σας μια μέρα. Οι αντάρτες θα σας κάψουν και θα σας σκοτώσουν όλους. Πόσο αλήθεια προφητικός ήταν ο Σαίνης με αυτά που έλεγε. Εκεί μέσα στη γούβα που τον είχαν πετάξει οι Χελιώτες, ο Σαίνης δέχτηκε και την χαριστική βολή από δύο Χελιώτες, έπειτα από προτροπή του Παπαγιώργη που πάντα βρισκόταν εκεί. Παρά το γεγονός όμως αυτό ο Σαίνης δεν ήθελε να πεθάνει.
Όλοι οι παραβρισκόμενοι εκεί Χελιώτες είχαν εκπλαγεί από το γεγονός αυτό και δε μπορούσαν να δώσουν καμιά εξήγηση, έπειτα από δύο σφαίρες που είχε φάει στο κεφάλι να παραμένει ακόμα ζωντανός. Τότε κάποιος χελιώτης τον πλησίασε και με ένα μαχαίρι του έκοψε τις φλέβες του ενός χεριού και όταν άρχισε να τρέχει το αίμα από τις φλέβες τελείωσε πια εκεί μέσα στη γούβα που βρισκόταν και εκεί έπειτα οι Χελιώτες τον σκέπασαν με πέτρες κλαδιά και χώματα. Μέσα εκεί στη γούβα έμεινε θαμμένος ο Σαίνης για αρκετό καιρό.
         Πολύ αργότερα είχε πάει στο Χέλι η γυναίκα του Βούλα, η οποία αναζήτησε το μέρος που είχε ταφή ο άντρας της και επισκέφθηκε το μέρος αυτό, έκανε δε τη σκέψη να τον πάρει και να τον μεταφέρει στην πατρίδα της, αλλά τελικά δεν πραγματοποιήθηκε η επιθυμία της αυτή ποτέ και έτσι ο Σαίνης έμεινε για πάντα θαμμένος στην τοποθεσία αυτή.

Σελ.-289-
90. Οι Χελιώτες σε ανοικτή ρήξη με τους Αντάρτες.
Οι Αντάρτες που στο διάστημα των επιχειρήσεων των Γερμανών είχαν καταφύγει άλλοι προς τη δυτική ορεινή Αργολίδα και άλλοι προς την Κορινθία και που δεν τόλμησαν ποτέ να αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς, μόλις οι Γερμανοί αποχώρησαν από την περιοχή αυτή, άρχισαν δειλά-δειλά να κάνουν την εμφάνιση τους και πάλι στην ορεινή περιοχή γύρω από το Χέλι και κυρίως προς την περιοχή της Επιδαύρου, χωρίς να τολμήσουν να μπουν μέσα στο χωριό, μια και είχαν πληροφορηθεί την τύχη του Σαΐνι και το γεγονός ότι οι Χελιώτες ήσαν οργισμένοι εναντίον τους, θεωρώντας τους σαν υπαίτιους των εκτελέσεων από τους Γερμανούς, ακόμα δε είχαν πληροφορηθεί πως οι Χελιώτες είχαν οπλιστεί από τα Τάγματα Ασφαλείας, οι αντάρτες συχνά μετακινούνταν από Επίδαυρο προς Γκούρα και αντίστροφα και χρησιμοποιούσαν τη διαδρομή Νέα Επίδαυρος - Φράκια - Τραπεζώνα - Κορινθία παρακάμπτοντας έτσι το Χέλι, επειδή πάντα φοβόντουσαν την αντεκδίκηση των Χελιωτών. Την Επίδαυρο θεωρούσαν πάντότε σαν ασφαλέστερο τόπο παραμονής και από εκεί με ασφάλεια μετακινούνταν προς την Ερμιονίδα και προς την Κορινθία.
Οι κάτοικοι του Χελιού ύστερα από τα γεγονότα με τον Σαίνη και έπειτα από την απόφαση που είχαν πάρει οι ιθύνοντες τότε του χωριού να αμυνθούν σε περίπτωση που οι αντάρτες επιχειρούσαν να μπούνε μέσα στο χωριό, περνούσαν στιγμές αγωνίας και φόβου μαζί για το τι μπορούσε να επακολουθήσει όταν οι αντάρτες θα έκαναν επίθεση εναντίον του χωριού.
Μετά την εκτέλεση του Σαίνη με τον φρικιαστικό τρόπο του λιθοβολισμού, τα πνεύματα στο χωριό βρίσκονταν σε αναβρασμό και οι κάτοικοι βρέθηκαν διχασμένοι, στους λίγους και αδιάλλακτους αντιεαμικούς, με ηγέτες τον Πρόεδρο, τον Παπά και άλλους, οι οποίοι είχαν κηρύξει ανοικτό πόλεμο εναντίον του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και στους πολλούς τους συντηρητικούς του χωριού που σαν στόχο είχαν την συμφιλίωση και την ειρήνευση μεταξύ όλων των κατοίκων του χωριού, γιατί σε διαφορετική περίπτωση πίστευαν, πως καινούργια τραγωδία έπρεπε να περιμένουν όλοι τους με άλλα θύματα, έτσι όπως το χωριό βρισκόταν σε απομόνωση, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα Αργούς και Ναυπλίου, αλλά και με εχθρικά τα πλησιέστερα προς αυτό χωριά Λίμνες και Γκέρμπεση.
Δυστυχώς η άποψη των λίγων, των δυνατών, γιατί αυτοί κρατούσαν στα χέρια τους τα όπλα, επικράτησε και αμέσως οι αυτοανακηρυχθέντες ηγέτες της ομάδας αυτής, αποφάσισαν ανοικτή σύγκρουση με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, αδιαφορώντας για τις συνέπειες αυτής της αναμέτρησης.
Αμέσως λοιπόν σχημάτισαν ομάδες των ενόπλων και τοποθέτησαν φρουρές γύρω από το χωριό, τις οποίες ενίσχυαν τη νύχτα, αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν πια σε αντάρτη του ΕΛΑΣ να μπει μέσα στο χωριό και να τους αντιμετωπίσουν δυναμικά με τα όπλα, στην περίπτωση που θα επιχειρούσαν κάτι τέτοιο, χωρίς φυσικά να σκεφθούν ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης και τι συνέπειες 

Σελ.-290-
θα είχε η απόφαση τους έπειτα από μια τέτοια σύγκρουση με δυνάμεις πιθανόν μεγαλύτερες από αυτές που διέθεταν εκείνοι.
Κάποια μέρα φθάνει στο χωριό ο Σπύρος Κουταβάκης και πληροφορεί τους κατοίκους ότι από τα Φράκια πέρασε μια μικρή ομάδα από αντάρτες, οι οποίοι αφού σταμάτησαν για λίγο να ξεκουραστούν και να εφοδιαστούν με νερό από τα πηγάδια που υπήρχαν εκεί, αναχώρησαν έπειτα με κατεύθυνση προς την Τραπεζώνα και από εκεί θα συνέχιζαν το δρόμο τους προς την Γκούρα της Κορινθίας. Αμέσως τότε οι κυβερνώντες το χωριό, Πρόεδρος, Παπάς και άλλοι γύρω από αυτούς, πήραν αμέσως την απόφαση να κινηθεί ένα ένοπλο τμήμα προς την Τραπεζώνα και εκεί να στήσουν ενέδρα στους αντάρτες και την κατάλληλη στιγμή να τους επιτεθούν και να τους εξοντώσουν όλους.
Οι πιο συντηρητικοί του χωριού προσπάθησαν να τους αποτρέψουν από του να πραγματοποιήσουν μια τέτοια απόφαση και να αφήσουν τους αντάρτες να περάσουν ανενόχλητοι από την Τραπεζώνα και να πάνε προς τις Λίμνες ή όπου αλλού ήθελαν, μια και δεν ενοχλούσαν κανέναν από το Χέλι, για να μην έχουν τραγικά επακόλουθα από την ενέργεια τους αυτή.
Μα οι αυτοανακηρυχθέντες ηγέτες του χωριού ήσαν αμετάπειστοι στην απόφαση τους αυτή και έτσι μαζί με μια ομάδα ενόπλων Χελιωτών ξεκίνησαν από το χωριό με προορισμό την Τραπεζώνα.
Όταν έφθασαν έξω από το χωριό και πριν πάρουν τον ανήφορο για την Τραπεζώνα συνάντησαν στο δρόμο τους τον γέρο Γαλάνη (Αναστάσιο Μανώλη) που ερχόταν από τα Φράκια και είχε ιδεί και αυτός τους αντάρτες, τους ρώτησε για που πάνε και όταν του είπαν ότι πάνε για να κτυπήσουν τους αντάρτες, τότε τους σταμάτησε και τους είπε: "Βρε παιδιά που πηγαίνετε; αφήστε τους ήσυχους να πάνε στην ευχή του θεού, γιατί αλλιώς θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα " Και τότε ο Παπαγιώργης βγάζει το πιστόλι του το προτείνει στο Γαλάνη και του λέει: "Βρε Γαλάνη τι είναι αυτά που μας λες τώρα; θα σε καθαρίσω και εσένα", ενώ ο Γαλάνης συνέχιζε να τους λέει: "Οι αντάρτες πέρασαν και πήγαν στο διάβολο, άστε τους και μην τους ενοχλείτε".
Αυτοί όμως είχαν πάρει την απόφαση τους, κανένας δεν μπορούσε να τους σταματήσει και προχώρησαν προς την Τραπεζώνα. Στο μεταξύ οι αντάρτες είχαν ανέβει στις κμπλούλες και επειδή η ζέστη ήταν αφόρητη σταμάτησαν εκεί και ξάπλωσαν κάτω από ένα μεγάλο πουρνάρι για να ξεκουραστούν. Στην κατάλληλη στιγμή οι Χελιώτες τους επιτέθηκαν και οι αντάρτες ξαφνιασμένοι από αυτό το αναπάντεχο το έβαλαν στα πόδια.
Στη σύγκρουση που ακολούθησε σκοτώθηκε ένας αντάρτης, τον οποίον όμως στη φυγή τους οι αντάρτες τον πήρανε μαζί τους, αλλά δύο από αυτούς δεν μπόρεσαν να γλιτώσουν και πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Χελιώτες.
Ο ένας λεγόταν Παναγής και ήταν από την Κοκκινιά του Πειραιά και ο άλλος Κώστας Μυλωνάς και ήταν από το Γκέρμπεση (Μηδέα) ήταν ένα παιδί δέκα οχτώ χρονών τότε. Όταν τέλειωσαν οι επιχειρήσεις και αφού οι υπόλοιποι αντάρτες ξέφυγαν, οι Χελιώτες επέστρεψαν στο χωριό φέρνοντας μαζί τους και τους δύο αιχμαλώτους,

Σελ.-291-
 τους οποίους παρουσίασαν στο χωριό και εκεί ο Παπαγιώργης με το περίστροφο στο χέρι παρότρυνε τους Χελιώτες να τους σκοτώσουν και τους δύο. Κανένας όμως από τους κατοίκους του χωριού δεν προχώρησε στην ενέργεια αυτή, γιατί οι περισσότεροι ήθελαν να αποφύγουν τις ακρότητες, επειδή φοβόντουσαν τις ενδεχόμενες θλιβερές συνέπειες για όλο το χωριό και δυστυχώς είχαν απόλυτο δίκαιο, όπως εξελίχθηκαν αργότερα τα γεγονότα.
Στο σημείο αυτό μάλιστα μεσολάβησε από το χωριό ο Σττύρος Ταμττάκης, ειδικά για τον Μυλωνά να μην τον σκοτώσουν, γιατί όπως έλεγε ήταν πολύ φίλος με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν ένας καλός και φιλήσυχος άνθρωπος. Και πάλι στο σημείο αυτό ο Παπαγιώργης απείλησε τον Σπύρο Ταμπάκη που ενδιαφερόταν για έναν αντάρτη να μην τον σκοτώσουν.
Στη συνέχεια πήραν τον Παναγή και τον οδήγησαν στο ίδιο μέρος που είχαν θάψει τον Σαίνη και εκεί τον εκτέλεσαν χωρίς να γίνει γνωστό ποιος ήταν ο εκτελεστής του και ποιος του έδωσε την χαριστική βολή και στη συνέχεια τον σκέπασαν και αυτόν εκεί με πέτρες και χώματα, πριν καλά-καλά ξεψυχήσει. Τον Μυλωνά τελικά δεν τον σκότωσαν, αλλά τον μεταφέρανε δεμένο στο Κοινοτικό Γραφείο, τον έβαλαν εκεί να καθίσει σε μια καρέκλα και υποχρέωσαν όλο το χωριό να περάσει από μπροστά του και άλλοι μεν τον χαστούκιζαν, άλλοι δε απλώς τον έφτυναν.
Τέλος αφού έτσι στο χωριό προπηλακίστηκε ο Μυλωνάς, οδηγήθηκε έπειτα στο Ναύπλιο και παραδόθηκε στους τσολιάδες, οι οποίοι τον έκλεισαν μέσα στη φυλακή, αλλά μετά από λίγες ημέρες κατόρθωσε να δραπετεύσει και να ξαναβγεί πάλι στο βουνό, όπου βρήκε τους παλιούς συντρόφους του και τους διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί κατά την αιχμαλωσία του και με λεπτομέρειες περιέγραψε τη συμπεριφορά των Χελιωτών σε αυτόν και την εκτέλεση του συντρόφου του Παναγή.
Μέχρι αυτή τη στιγμή κατ' αυτόν τον τρόπο είχαν εξελιχθεί τα γεγονότα και οι σχέσεις ενόπλων κατοίκων του χωριού και ανταρτών του ΕΛΑΣ είχαν φθάσει σε οξύτητα, σε σημείο που η ένοπλη αναμέτρηση ήταν πια αναπόφευκτη και δεν άργησε να έλθει εκείνη η στιγμή που είχαν προβλέψει οι περισσότεροι φιλήσυχοι Χελιώτες με συνέπειες κάτι παραπάνω από τραγικές. Οι αντάρτες από τότε έβαλαν σκοπό τους να πιάσουν ζωντανό τον Παπαγιώργη και αποπειράθηκαν δύο φορές για να πραγματοποιήσουν το σχέδιο τους αυτό.
Την πρώτη φορά δεν κατάφεραν να μπουν καθόλου μέσα στο χωριό, την δεύτερη όμως φορά, μπήκαν και έφθασαν μέχρι τον σπίτι του Παπαγιώργη, μα δεν βρήκαν ψυχή μέσα, γιατί ο Παπαγιώργης είχε πάντα το φόβο των ανταρτών και είχε λάβει τα μέτρα του και μαζί με όλη την οικογένεια του άλλαζε σπίτι κάθε βράδυ. Οι αντάρτες λοιπόν αφού δεν τον βρήκαν μέσα στο σπίτι του αρκέστηκαν μόνο να βάλουν φωτιά και να το κάψουν.
Στο μεταξύ στο Αρχηγείο των ανταρτών στη Γκούρα είχαν γίνει γνωστά όλα τα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα στο Χέλι, η εκτέλεση του Σαίνη και ο τρόπος που πραγματοποιήθηκε αυτή, η σύγκρουση των Χελιωτών με τους αντάρτες στην Τραπεζώνα,

Σελ.-292-
η σύλληψη των δύο αιχμαλώτων, η εκτέλεση του Παναγή, η διαπόμπευση του Μυλωνά στο Χέλι και έπειτα από όλα αυτά, το θέμα Χέλι παραπέμφθηκε στο Λαϊκό Δικαστήριο στη Γκούρα και μετά από σύντομη διαδικασία, πάρθηκε η τρομερή απόφαση, το Χέλι να καταστραφεί ολοκληρωτικά, να καούν όλα τα σπίτια και να σφαχτούν όλοι οι κάτοικοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά και να μη μείνει τίποτα που να θυμίζει ότι εκεί επάνω υπήρχε κάποιο χωριό Χέλι.
Αλλά όπως αφηγούνται αντάρτες της εποχής εκείνης, στο σημείο ακριβώς της ανάγνωσης της πάρα πάνω απόφασης του Λαϊκού Δικαστηρίου, επενέβη ο Χελιώτης Κωνσταντίνος Μάρας και απέτρεψε την απόφαση αυτή που τελικά περιορίστηκε στο να καούν τα σπίτια όλων των υπευθύνων και να περιορισθεί η ποινή του θανάτου μόνο για τους υπεύθυνους των γεγονότων που είχαν λάβει χώρα στο χωριό.

Σελ-293-

Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΣΤΟ ΧΕΛΙ

91. Η Επίθεση των ανταρτών του Ε.ΛΑ.Σ. κατά του Χελιού
Οι Χελιώτες περνούν δραματικές ημέρες και ζούνε με το φόβο κάποιας επίθεσης των ανταρτών και έχουν αρχίσει να οργανώνουν την άμυνα τους.
Κάθε βράδυ τοποθετούν σκοπούς σε επίκαιρες θέσεις γύρω από το χωριό, για να αντιμετωπίσουν κάθε επίθεση των ανταρτών που περίμεναν να εκδηλωθεί ημέρα με την ημέρα.
Από το άλλο μέρος οι αντάρτες του ΕΛΑΣ έχουν αποφασίσει τη σκληρή τιμωρία των Χελιωτών και προετοιμάζουν τη γενική τους επίθεση, κατά του χωριού για να εκδικηθούν τους δύο θανάτους, του υπευθύνου του χωριού Σαίνη και του ένοπλου αντάρτη του ΕΛΑΣ, που οι Χελιώτες είχαν πιάσει αιχμάλωτο, στη σύγκρουση τους με τους αντάρτες στην Τραπεζώνα.
Οι ένοπλοι του χωριού υπολογίζονταν σε 40-50 άντρες με όπλα παλαιά και άγνωστο αν τα πυρομαχικά που διέθεταν ήσαν αρκετά για μια καλή άμυνα του χωριού, σε κάποια επίθεση των ανταρτών που ήταν δυνατόν να γίνει και οι οποίοι οπωσδήποτε θα ήσαν περισσότεροι και καλύτερα εξοπλισμένοι. Και όπως περίμεναν δεν άργησε να έρθει η αποφράδα εκείνη ημέρα για το Χέλι.
Ξημέρωνε 29 Ιουλίου 1944 ημέρα Κυριακή, δύο ημέρες μετά την τοπική γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα και αρκετός κόσμος, λόγω της Κυριακής προετοιμαζόταν για την εκκλησία, ενώ οι φύλακες βρισκόντουσαν όλη τη νύχτα στις σκοπιές τους. Δεν είχαν περάσει καλά-καλά δυο μήνες από τότε που οι Γερμανοί πέρασαν από το Χέλι και είχαν αφήσει πίσω τους είκοσι εννιά νεκρούς και καινούργια δεινά προοιωνίζονταν για το χωριό με απρόβλεπτες συνέπειες.
Τετρακόσιοι περίπου αντάρτες, οι περισσότεροι νεοφώτιστοι κομμουνιστές από τα χωριά Γκέρμπεση (Μηδέα) και Λίμνες, καθοδηγούμενοι από παλαιούς κομμουνιστές και έμπειρους αντάρτες, καλά οπλισμένοι όλοι τους, τα χαράματα της Κυριακής 29-7-1944, επιτέθηκαν κατά του Χελιού, δίνοντας το σύνθημα με φωτοβολίδες που διέσχιζαν τον ουρανό, ουρλιάζοντας και πυροβολώντας μέσα στο μισοσκόταδο και σε λίγα μόνο λεπτά κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν την άμυνα του χωριού από τα γύρω φυλάκια και μπήκαν μέσα στο χωριό από διάφορα σημεία σχεδόν από όλες τις προσβάσεις.
Στα πρώτα σπίτια των σημείων εισβολής έβαλαν αμέσως φωτιά και αυτά

Σελ.-294-
 λαμπάδιασαν αμέσως έτσι που οι φλόγες τους φώτιζαν καλά όλο το χωριό. Οι φωτιές, οι καπνοί από τα καιγόμενα σπίτια, οι πυροβολισμοί των επιτιθεμένων και οι αλαλαγμοί τους, δημιούργησαν τον πανικό μεταξύ των κατοίκων του χωριού οι οποίοι έντρομοι και αλλόφρονες έτρεχαν από εδώ και από εκεί, για να προφυλαχθούν από τις σφαίρες και τη φονική μανία των επιδρομέων.
Οι λίγοι ένοπλοί του χωριού, πανικόβλητοι και αυτοί μαζί με ένα κομμάτι άμαχου πλήθους, κατοίκων του χωριού, συγκεντρώθηκαν στο ανατολικό μέρος του χωριού, προσπαθώντας να φύγουν προς τα Φρακια. αλλά ένα πολυβόλο των ανταρτών στημένο στο Αλώνι του Μπιμπή, καθήλωνε όλους όσους προσπαθούσαν να διαφύγουν από το βορειοανατολικό, ανατολικό και νοτιοανατολικό μέρος του χωριού.
Κάποιος όμως ένοπλος Χελιώτης πιθανότατα ο Περικλής Οικονόμου (Μούρτος) επεσήμανε τον πολυβολητή και κατόρθωσε με αλλεπάλληλους πυροβολισμούς να εξουδετερώσει το πολυβόλο, σκοτώνοντας η τραυματίζοντας σοβαρά τον πολυβολητή και έτσι όλοι ο\ ένοπλοι και αρκετοί άλλοι κάτοικοι του χωριού, μπόρεσαν να βγουν από το χωριό και να τραπούν σε φυγή προς τα Φράκια, αφού αρκετοί από αυτούς πέταξαν και τα όπλα τους για να γλιτώσουν μόνο το κεφάλι τους, αδιαφορώντας για τους άλλους κατοίκους που τους άφηναν πίσω τους στο έλεος των ανταρτών.
Η φωτιά και οι σφαίρες δημιουργούν και τα πρώτα θύματα του χωριού, τώρα όχι από τους κατακτητές, αλλά από αυτούς που θέλουν να λέγονται Έλληνες και οι οποίοι αντί να εκπληρώσουν το χρέος των, να ελευθερώσουν την πατρίδα μας από τον βάρβαρο κατακτητή, έρχονται να ολοκληρώσουν το καταστροφικό τους έργο που άρχισαν οι Γερμανικές ορδές πριν δυο μήνες στο άμοιρο αυτό χωριό. Το πρώτο σπίτι που κάηκε, ήταν μοναχικό λίγο έξω από το χωριό προς το νότιο μέρος στο δρόμο που οδηγούσε από το χωριό προς το Ναύπλιο και το Αργός.
Το σπίτι αυτό ανήκε στον Δημήτριο Αναστασίου Ζαφείρη, ο οποίος στην προσπάθεια του να γλιτώσει το σπίτι από τη φωτιά που έβαλαν οι αντάρτες, μαζί με την γυναίκα του Αλεξάνδρα, εκτελέστηκαν επί τόπου από τους αντάρτες. Είναι τα δυο πρώτα θύματα των εισβολέων ανταρτών που δυστυχώς δεν ήσαν και τα μόνα. Η άτυχη ομογένεια Ζαφείρη, θύμα της στυγνής τυραννίας των κομμουνιστών, άφησε πίσω της εκτός από τα αποκαΐδια του σπιτιού τους με όλα τα υπάρχοντα μέσα και δύο μωρά παιδιά.
Η ίδια ομάδα Ανταρτών προχώρησε προς τα επάνω και φθάνοντας στα πρώτα σπίτια του χωριού, αναζήτησε το σπίτι του Ιωάννη Δεδεμπίλη που ήταν το πρώτο στην αρχή του χωριού από εκείνη την πλευρά. Μόλις οι αντάρτες έφθασαν έξω από το σπίτι, ρώτησαν κάποια γειτόνισσα ττου συνάντησαν εκεί, αν το σπίτι εκείνο ήταν του Ιωάννη Δεδεμπίλη και αυτή για να μην το καταδώσει απάντησε αρνητικά όχι, οπότε οι αντάρτες έβαλαν αμέσως φωτιά στο σπίτι που ήταν μπροστά τους, αφού είχαν βεβαιωθεί από την γυναίκα που ρώτησαν, ότι το σπίτι αυτό δεν ήταν του Ιωάννη Δεδεμπίλη.
Αργότερα δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι αντάρτες, που ήσαν κυρίως Λιμνιάτες, είχαν εντολή να προστατέψουν το σπίτι του Ιωάννη Δεδεμπίλη, ίσως γιατί η στάνη του Δεδεμπίλη 

Σελ.-295-
συνορεύει με την περιοχή των Λιμνών και πιθανόν ο Δεδεμπίλης να είχε γνωριμίες και διασυνδέσεις με αυτούς και γι' αυτό το λόγο οι αντάρτες ρώτησαν, αν το σπίτι αυτό που ήταν μπροστά τους ήταν του Δεδεμπίλη, με πρόθεση να το προστατεύσουν και αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν ήταν, έβαλαν φωτιά αμέσως και το έκαψαν.
Τι τραγική όμως ειρωνεία για την οικογένεια Δεδεμπίλη, άλλη ήταν η μοίρα γι  αυτούς, γιατί με την εισβολή των ανταρτών όλη ή άμαχη οικογένεια του Δεδεμπίλη που βρισκόταν μέσα στο σπίτι εκείνη τη στιγμή  κατέβηκε και κρύφτηκε στο υπόγειο του σπιτιού, ελπίζοντας έτσι ότι θα μπορούσε να προστατευθεί από τη μανία των Ανταρτών. Μα εκεί μέσα όμως κρυμμένοι βρήκαν όλοι τους φρικτό θάνατο από τη φωτιά, κάηκαν όλοι ζωντανοί και καταπλακώθηκαν ύστερα από τα αποκαΐδια του σπιτιού. Οκτώ συνολικά άνθρωποι άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά, θάφτηκαν κυριολεκτικά μέσα στο σπίτι τους και σε αυτά τα θύματα πρέπει να προστεθεί και ένα έμβρυο αρκετών μηνών, γιατί μία από τις γυναίκες που κάηκαν εκεί μέσα ήταν έγκυος. Τα οκτώ θύματα της οικογένειας Δεδεμπίλη είναι τα παρακάτω:

1.   Δεδεμπίλης Αναστάσιος Ιωάννου
2.   Δεδεμπίλη Χριστίνα Ιωάννου, μητέρα του Αναστασίου
3.   Δεδεμπίλη Μαριγώ Αναστασίου, σύζυγος του Αναστασίου
4.   Δεδεμπίλης Ιωάννης Αναστασίου, βρέφος του Αναστασίου
5.   Δεδεμπίλη Παγώνα Δημητρίου, νύφη του Ιωάννη. Δεδεμπίλη
6.   Δεδεμπίλη Μαρίνα Ιωάννου, κόρη Ι. Δεδεμπίλη 14 ετών
7    Δεδεμπίλη Σοφία Ιωάννου, κόρη Ι. Δεδεμπίλη 9 ετών
8.   Δεδεμπίλη Ελένη Ιωάννου
Οι αντάρτες ανενόχλητοι πια μπήκαν μέσα στο χωριό από όλα τα σημεία και επιδόθηκαν στο καταστροφικό τους έργο, καίγοντας σπίτια και σκοτώνοντας ανθρώπους που συναντούσαν μπροστά τους. Περισσότερα από πενήντα σπίτια έγιναν παρανάλωμα του πυρός.
Μέσα στο χωριό τραυματίσθηκε θανάσιμα από σφαίρα και πέθανε μετά από λίγο σπίτι του τελείως αβοήθητος ο Ζαφείρης Ιωάννης του Κωνσταντίνου, ο οποίος λίγες ημέρες πριν είχε φθάσει στο χωριό, αφού τελείωσε το Γυμνάσιο Ναυπλίου και προετοιμαζόταν να φύγει για την Αθήνα για ανώτερες σπουδές.
Στη θέση Άγιος Παντελεήμονας πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε ο Ηλίας Γεώργιος του Ιωάννου στην προσπάθεια του να φύγει από το χωριό για να γλιτώσει το μαχαίρι των Ανταρτών. Μέσα στο χωριό από τους πυροβολισμούς των ανταρτών σκοτώθηκαν οι Μάρκος Δημήτριος Αθανασίου, Μάρκου Σοφία Αθανασίου και Μπέλεσης Ιωάννης Αναστασίου.
Επίσης μέσα στα σπίτια τους και στην προσπάθεια τους να σβήσουν τις φωτιές που είχαν ανάψει οι αντάρτες και να γλιτώσουν τα σπίτια τους, πυροβολήθηκαν και σκοτώθηκαν οι παρακάτω:

Σελ.-296-
1.         Οικονόμου Δημήτριος Σωτηρίου
2.         Οικονόμου Σοφία Μιχαήλ
3.         Σοφού ζωή Ιωάννου
4.         Χρήστου Γεωργία Ιωάννου
Στη συνέχεια όλοι οι κάτοικοι του χωριού, όσοι βέβαια είχαν μείνει και φυσικά είχαν παραμείνει στο χωριό όλοι οι φιλήσυχοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά, μαζεύτηκαν βίαια μέσα στο προαύλιο του Σχολείου, στο ίδιο ακριβώς μέρος που και πριν δύο μήνες τους είχαν μαζέψει οι Γερμανοί
   -----
κατακτητές και εκεί μπροστά στους έντρομους κατοίκους του χωριού, ξεχώρισαν τον Τζαρίμα Σωτήριο του Αναστασίου τον οποίον κατάσφαξαν βυθίζοντας το μαχαίρι στο λαιμό, όπως ακριβώς έσφαζαν στο χωριό τα αρνιά και τα κατσίκια γιατί ο άμοιρος είχε διαπράξει ένα τερατούργημα, όταν οι αντάρτες μπήκαν στο χωριό, από το δυτικό μέρος, συνάντησαν πρώτα το σπίτι του και έβαλαν αμέσως φωτιά και αυτός προσπάθησε να την σβήσει και στην προσπάθεια του αυτή τραυμάτισε ελαφρά έναν αντάρτη που βρισκόταν μπροστά του με κάποιο αιχμηρό όργανο (Δικράνι) που κρατούσε στα χέρια του.
Η σκηνή της σφαγής του Σωτηρίου Τζαρίμα έχει μείνει ανεξίτηλη σε όσους βρίσκονταν εκείνη την ώρα μπροστά και γλίτωσαν έπειτα το μαχαίρι των ανταρτών.
Ένα μικρό παιδί οκτάχρονο τότε που βρισκόταν εκεί, αφηγείται σήμερα άνδρας πια 60 χρόνων. "Τον είχαν πιάσει δυο αντάρτες και τον κτυπούσαν ο ένας από το ένα μέρος και ο άλλος από το άλλο. Και οι δυο τους κρατούσαν στο ένα τους χέρι από ένα μεγάλο μαχαίρι, μυτερό και κοφτερό και την ώρα που τον κτυπούσαν, όπως έγειρε το πρόσωπο του ο Τζαρίμας για να προφυλαχθεί από τον έναν που τον κτυπούσε, τότε ο άλλος με πραγματική μανία του βύθισε το μαχαίρι στο λαιμό, έτσι που μου φάνηκε ότι ολόκληρο το χέρι του αντάρτη χώθηκε μέσα στο λαιμό του θύματος. Ένας ρόγχος ακούστηκε και ο άνθρωπος σωριάστηκε στο έδαφος σφαδάζοντας μέχρι που ξεψύχησε ".
Μετά τη σφαγή του Σωτηρίου Τζαρίμα κάποιος επικεφαλής των ανταρτών ανέβηκε στη μικρή βεράντα του Σχολείου και είπε προς τους συγκεντρωμένους εκεί Χελιώτες, πως αν μας φέρετε εδώ τους πρωταίτιους του χωρίου θα σας αφήσουμε όλους ελεύθερους, αλλιώς θα την πληρώσετε όλοι εσείς και αμέσως διάβασε τη λίστα των καταζητούμενων.
1.   Παπαγιώργης
2.   Πασπαλιάρης Χρήστος , Πρόεδρος
3.   Λυκίδης Παναγιώτης
4.   Ζαφείρης Ιωάννης Παν.
5.   Καπετανάκης Κων/νος Ιωάννη,
δ.   Ζαφείρη Ελένη σύζυγος Ι. Ζαφείρη
7.   Καπετανάκη Βασιλική συζ.  Κ. Καπετ.
8.   Τόσκα Ελένη κόρη του Ι. Τόσκα
Όλοι όμως αυτοί οι καταζητούμενοι άνδρες ήσαν οπλισμένοι και είχαν ήδη φύγει από το χωριό και ήταν αδύνατο να βρεθεί έστω και ένας από αυτούς  οπότε  οι  αντάρτες έβαλαν  μπροστά το  σχέδιο  τους  για  να εξοντώσουν τους Χελιώτες.

Σελ.-297-
92. Σύλληψη των Ομήρων και Λεηλασία του Χωριού.
Μεταξύ των ανταρτών βρισκόταν και ο Μυλωνάς που είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τους Χελιώτες, στην Τραπεζώνα, ο οποίος ανέβηκε στη μικρή βεράντα του Σχολείου και από εκεί άρχισε να κάνει τις επιλογές των μελλοθάνατων. Είπε εκεί στο πλήθος ότι θυμόταν όλους όσους είχαν περάσει από μπροστά του, εκεί στο Κοινοτικό Γραφείο που ήταν αιχμάλωτος και δεμένος και τον είχαν ραπίσει ή και φτύσει κατάμουτρα.
Πρώτον που αναγνώρισε ήταν ο Δημήτριος Μπιμπής με διακριτικά χαρακτηριστικά, φορούσε στο κεφάλι ένα μαύρο μαντήλι, λόγω πένθους από τον θάνατο των τριών αδελφών του που είχαν εκτελεστεί από τους Γερμανούς. Ο Μυλωνάς τον κάλεσε εκεί κοντά και έδωσε εντολή σε δύο αντάρτες να τον δείρουν και αμέσως άρχισαν και οι δυο να τον κτυπούν μέχρι σημείου που έπεσε αναίσθητος κάτω και ο ένας από τους αντάρτες τον καλούσε να σηκωθεί, αυτός όμως δεν μπορούσε και τότε ο άλλος αντάρτης έσκυψε κάτω πήρε στα χέρια του μία μεγάλη πέτρα και ήταν έτοιμος να την πετάξει επάνω στο κεφάλι του.
Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε όρθιος ο πατέρας του Δημητρίου Μπιμπή, Ιωάννης Μπιμπής και πηγαίνοντας κοντά στους αντάρτες τους ικέτευε λέγοντας: " Βρε παιδιά όλα μου τα παιδιά τα σκότωσαν οι Γερμανοί, αυτός εδώ μόνο μου έμεινε και εσείς θέλετε να σκοτώσετε και αυτόν;" και αντί άλλης απαντήσεως ο αντάρτης του είπε: "Πατέρας του είσαι εσύ; έλα λοιπόν κοντά μαζί του". Με αυτόν τον τρόπο συνέχισαν τις επιλογές από το πλήθος και κράτησαν εκεί πολλά άτομα, τους δε υπόλοιπους τους άφησαν ελεύθερους.
Στη διάρκεια της επιλογής κάποιος αντάρτης παρακινούσε τον Παναγιώτη Σοφό (Ντακαρούνη) να φύγει, μα αυτός παρέμεινε εκεί για να ακολουθήσει τη μοίρα των άλλων. Από το σχολείο δραπέτευσε πηδώντας από το παράθυρο, χωρίς να τον αντιληφθούν οι αντάρτες, ο Ιωάννης Εμμανουήλ (Εγγλέζος) και είχε προσπαθήσει να πάρει μαζί του και τον κουνιάδο του Δημήτριο Μπιμπή, ο οποίος όμως δεν τον ακολούθησε και παρέμεινε εκεί για να είναι κατόπιν ο πρώτος που επελέγη για μελλοθάνατος.
Δύο άλλοι επίσης αντάρτες απελευθέρωσαν τον Γεώργιο Οικονόμου (Τσούφη) που ήταν γνωστός τους και του είπαν να φύγει και φεύγοντας τους υποσχέθηκε πως θα πιάσει από τους καταζητούμενους δύο-τρεις και θα τους φέρει εκεί. έφυγε όμως χωρίς να ξαναγυρίσει πίσω αφού αγνόησε και την υπόσχεση που τους είχε δώσει.

          Σελ.-298-
Τα άτομα που κράτησαν για ομήρους στην επιλογή που έκαναν ήταν τα παρακάτω εξήντα τέσσερα.
1 Ασπρος Αναστάσιος Δημητρίου
2 Βαρδάκας Αναστάσιος Χρήστου
3 Βαρδάκας Δημήτριος Αθανασίου
4 Γεώργας Αθανάσιος Παναγιώτου
5 Δρουγκας Παναγιώτης Αναγνώστου      
6 Εμμανουήλ Αναστάσιος Κωνσταντίνου
7 Ζαφείρης Αναστάσιος Δημητρίου
8 Ζέρβας Ανστάσιος Δημητρίου
9 Ζέρβας Νικόλαος Δημητρίου
10 Καραγιάννης Αθανάσιος Νικολάου
11 Κατσαρός Δημήτριος Γεωργίου
12 Κόλλια Αικατερίνη Σταυρου
13 Κόλλιας Αθανάσιος Ιωάννου
14 Κόλλιας Γεώργιος Κυριάκου
15 Κωστούρος Χρήστος Ιωάννου
16 Κωστούρου Δήμητρα Χρήστου
17 Μακρής Αναστάσιος Αθανασίου
18 Μανώλης Αναστάσιος Εμμανουήλ
19 Μανώλης Δημήτριος Εμμανουήλ
20 Μανώλης Χρήστος Εμμανουήλ
21 Μανώλης Χρήστος Δημητρίου
22 Μάρα Μαγδαληνή Γεωργίου
23 Μάρας Γεώργιος Αναστασίου
24 Μάρας Δημήτριος Γεωργίου
25 Μάρκου Αθανάσιος Δημητρίου
26 Μάρκου Αναστάσιος Ιωάννου
27 Μάρκου Αναστάσιος Δημητρίου
28 Μπέλεση Δήμητρα Δημητρίου
29 Μπέλεσης Κωνσταντίνος Δημητρίου
30 Μπιμπής Δημήτριος Ιωάννου
31 Μπιμπής Ιωάννης Δημητρίου
32 Οικονόμου Αικατερίνη Ιωάννου
33.Οικονόμου Γεώργιος Γεωργίου 
34.Οικονόμου Γεώργιος Ευαγγέλου
35.Οικονόμου Δημήτριος Ιωάννου
36.Οικονόμου Ιωάννης Δημητρίου
 37.Οικονόμου Ιωάννης Σπυρίδωνος     
38.Οικονόμου Ιωάννης Παναγιώτου
39.Οικονόμου Νικόλαος Αναστασίου
 40.Οικονόμου Παντελής Αναστασίου
41.Πασπσλιάρης Αθανάσιος Δημητρίου 
42.Πασπαλιάρης Γεώργιος Αθανασίου
43.Πασπαλιάρης Ιωάννης Αθανασίου
44.Πασπαλιάρης Σταύρος Ιωάννου
 45.Πίτσας Κωνσταντίνος Αθανασίου
 46.Σοφός Παναγιώτης Δημητρίου
47.Σχίζας Δημήτριος Γεωργίου
 48.Ταμπάκης Δημήτριος Ιωάννου
49.Τζαρίμας Γεώργιος Αναστασίου 
50.Τζαρίμας Παναγιώτης Αναστασίου
51.Τόσκα Αικατερίνη Γεωργίου
52.Τόσκα Γκόλφω Γεωργίου
53.Τόσκα Μαρίνα Γεωργίου
54.Τόσκα Μαρίνα Ιωάννου
55.Τόσκας Αναστάσιος Παναγιώτου 
56.Τόσκας Δημήτριος Παναγιώτου
57.Τόσκας Ιωάννης Χρήστου 
58.Τόσκας Χρήστος Δημητρίου
59.Τριμπόνιας Αναστάσιος Δημητρίου
60.Τριμπόνιας Δημήτριος Παναγιώτου
61.Τριμπόνιας Ιωάννης Δημητρίου 
62.Τριμπόνιας Ιωάννης Παναγιώτου 
63.Χρήστου Άννα Γεωργίου 
 64.Χρήστου Χρήστος Αθανασίου

 Αφού οι αντάρτες έκαναν την επιλογή αυτών των εξήντα τεσσάρων ομήρων, η πρώτη τους δουλειά ήταν να τους δέσουν τα χέρια πίσω με καλώδια ή σύρματα ή ότι άλλο είχαν στη διάθεση τους πιο πρόχειρο, για να μη μπορεί κανείς από αυτούς να τους διαφύγει.
Αμέσως μετά αφού μερικοί αντάρτες έμειναν εκεί για να φυλάνε τους ομήρους, οι υπόλοιποι βγήκαν από το Σχολείο και επιδόθηκαν στη λεηλασία όλων των σπιτιών

Σελ.-299-
 του χωριού που δεν είχαν καεί και όλα τα λεηλατηθέντα και αρπαγέντα πράγματα των Χελιωτών, από προίκες κοριτσιών, άλλα είδη ρουχισμού, είδη τροφίμων, λάδια, τυριά, βούτυρα, σιτάρια, δέματα καπνού και ότι άλλα χρήσιμα μπορούσαν να πάρουν και να τα μεταφέρουν, όλα τα φόρτωσαν σε διακόσια περίπου μουλάρια τα οποία  άρπαξαν και αυτά από το χωριό και όλα τα μεταφέρανε λάφυρα στα χωριά τους Λίμνες και Γκέρμττεση, από όπου οι περισσότεροι από αυτούς κατάγονταν.

93. Πορεία των Ομήρων προς τον τόπο του Μαρτυρίου.
Όλους τους παραπάνω ομήρους δεμένους πισθάγκωνα όπως τους είχαν, τους πήρανε από το Σχολείο και τους οδήγησαν εκεί κοντά στο Μεγάλο Πουρνάρι της Λούτσας και εκεί τους έβαλαν να καθίσουν στον ίσκιο γιατί ήταν ήδη μεσημέρι και η καλοκαιρινή ζέστη ήταν αφόρητη. Φαίνεται πως σταμάτησαν εκεί για να συσκεφθούν οι αντάρτες ποια διαδρομή θα ακολουθούσαν για να τους οδηγήσουν στον τόπο που εκ των προτέρων είχαν επιλέξει για τον ομαδικό τους τάφο.
Αφού παρέμειναν λίγη ώρα εκεί, σηκώθηκαν και τους τοποθέτησαν σε μια ατέλειωτη φάλαγγα και ξεκίνησαν παίρνοντας το δρόμο, που οδηγούσε στον Πηλιαρό. Πέρασαν έξω από το παλαιό εκκλησάκι ΜΕΤΟΧΙ, ακολουθώντας ένα δύσβατο μονοπάτι που οδηγούσε προς το Λυγουριό, σε μια πορεία θανάτου, με τα πόδια φυσικά, χωρίς καθόλου στη διαδρομή τους να τους ενοχλήσει κανένας.
Οι ένοπλοι του χωριού νοιάστηκαν μόνο για τα δικά τους κεφάλια και αδιαφόρησαν τελείως για τους ομήρους που πήραν οι αντάρτες, παρά το γεγονός ότι μεταξύ των ομήρων ήσαν και άτομα δικά τους, γονείς, γυναίκες, αδέλφια και ανήλικα ακόμα παιδιά. Αυτοί μετά την κατάληψη του χωριού και την πυρπόληση του από τους αντάρτες, έφυγαν προς τα Φράκια και από εκεί πεζοπορώντας ανάμεσα από βουνά και λαγκάδια, κατέβηκαν στο Ναύπλιο, όπου εντάχθηκαν στα Τάγματα Ασφαλείας, γιατί εκεί ένοιωθαν περισσότερο ασφαλείς.
Όταν η φάλαγγα των ομήρων είχε φθάσει στα χωραφάκια, τότε οι Τσολιάδες του Ναυπλίου, που στο μεταξύ είχαν πληροφορηθεί για την επίθεση των ανταρτών στο Χέλι και είχαν ξεκινήσει από το Ναύπλιο πεζοπορώντας έφθασαν κατά το απόγευμα στην τοποθεσία Βίγκλιεζα και από εκεί είδαν τους καπνούς από τα καιγόμενα σπίτια του Χελιού και άρχισαν να κατηφορίζουν με σκοπό να πλησιάσουν στο χωριό.
Τότε έτρεξε προς τα εκεί ο Οικονόμου Χαράλαμπος του Μιχαήλ και τους πληροφόρησε τι ακριβώς είχε συμβεί στο χωριό, και τους ικέτευε να επέμβουν για να σώσουν τους ομήρους που είχαν πάρει οι αντάρτες και που ακόμη βρίσκονταν εκεί κοντά στα χωραφάκια και αυτοί απάντησαν ότι δεν είχαν τέτοια εντολή να επέμβουν, αλλά τότε γιατί είχαν έλθει; μόνο για να ιδούν και να φύγουν;
Τότε ο Χαράλαμπος Οικονόμου τους είπε: " Δώστε μας τα όπλα να πάμε εμείς τουλάχιστον να σώσουμε τους ανθρώπους μας, μα ούτε και αυτό έγινε και άφησαν τους ανθρώπους να οδηγηθούν προς την σφαγή, μένοντας αυτοί απαθείς θεατές 

Σελ.-300-
σε όλα τα γεγονότα που συνέβαιναν στο χωριό. Η συνοδεία συνέχιζε την πορεία της και έφθασε στον Πηλιαρό. Εκεί έκαναν πάλι μια μικρή στάση για να πιουν νερό και να ξεκουραστούν κυρίως οι συνοδοί.
Στον Πηλιαρό κάποιος αντάρτης κάλεσε τον όμηρο Αναστάσιο Εμμανουήλ για τον οποίον ενδιαφερόταν φαίνεται να τον ελευθερώσει, του έλυσε τα χέρια και του είπε: "Μπάρμπα Τάσο πήγαινε πιο κάτω στο πηγάδι να βγάλεις νερό και μόλις εμείς ξεκινήσουμε, εσύ να πέσεις κάτω πίσω από το αλώνι του πηγαδιού για να μη φαίνεσαι από εμάς και θα μείνεις εκεί μέχρις ότου εμείς απομακρυνθούμε και έπειτα να σηκωθείς και να φύγεις γρήγορα για το χωριό, γιατί όλοι οι άλλοι εδώ Χελιώτες είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν."
Έτσι ο Εμμανουήλ Αναστάσιος γλίτωσε το μαχαίρι και οι όμηροι έμειναν πλέον εξήντα τρεις. Η συνοδεία συνέχιζε την πορεία της προς το Λυγουριό και όταν είχε φθάσει κοντά στον Γκύκλο, κάπου μακριά από κει ένα τσοπάνης (πιθανόν ο Γκατζίφας) έριξε δύο Τουφεκιές με το δίκαννο στον αέρα και οι αντάρτες με το άκουσμα των πυροβολισμών, τρομοκρατήθηκαν και αφού εγκατέλειψαν πρόσκαιρα τους ομήρους σκόρπισαν για να σωθούν.
Από το επεισόδιο αυτό γίνεται φανερό ότι αν οι ένοπλοι του χωριού ή οι Τσολιάδες επενέβαιναν κάπου στο δρόμο θα μπορούσαν να είχαν σωθεί οι όμηροι με πολύ λίγα ίσως θύματα. Η πορεία συνεχίστηκε προς το Λυγουριό και όταν συνάντησαν το Δημόσιο δρόμο Λυγουριού-Επιδαυρου, ακολούθησαν πια αυτόν τον δρόμο και έφθασαν πεζοπορώντας πάντα στην Νέα Επίδαυρο (Πιάδα) και στρατοπέδευσαν κοντά στην Εκκλησία του Αγίου Λεωνίδη, όπου και διανυχτέρευσαν και παρέμειναν εκεί και ολόκληρη την άλλη ημέρα.
Την επόμενη βραδιά στη περιοχή εκείνη κοντά σε ένα πηγάδι, σκότωσαν δύο παιδιά των Μαλταίων, τους: Κωστούρο Αναστάσιο του Γεωργίου και Κωστούρο Ιωάννη του Νικολάου, τα οποία είχαν πιάσει πριν ακόμα κάνουν την επίθεση οι αντάρτες στο Χέλι, με την κατηγορία ότι είχαν προδώσει στους Τσολιάδες κάποιον αντάρτη Παπαμάρκου από το Κατσίγκρι που κρυβόταν κάπου εκεί στον σημερινό Άγιο Δημήτριο.
Την τρίτη ημέρα ξεκίνησαν από την Πιάδα, νηστικοί, διψασμένοι, κατάκοποι, βουβοί και αμίλητοι με μόνη εξαίρεση τα κλάματα των μικρών παιδιών που και σε αυτά τα δάκρυα είχαν στερέψει στις τρεις αυτές ημέρες που περπατούσαν στο δρόμο του μαρτυρίου, χωρίς το κλάμα τους να σταματήσει καθόλου.
Σε αυτή τη μαρτυρική πορεία δεν μπορούσαν να αντέξουν μερικοί γέροντες που και αυτοί ήσαν κρατούμενοι και οι οποίοι έπεσαν λιπόθυμοι κάτω, αλλά γι' αυτούς οι αιμοσταγείς συνοδοί τους και δεσμοφύλακες, βρήκαν εύκολο τρόπο να απαλλαγούν και να απαλλάξουν και τους ίδιους από το φοβερό μαρτύριο της συνεχούς πορείας και η λύση που τελικά έδωσαν ήταν η θανάτωση τους με μια μαχαιριά στο λαιμό και στη συνέχεια η εγκατάλειψη τους μέσα στους ελαιώνες που βάδιζαν και εκεί έμειναν άταφοι για αρκετές ημέρες.
Οι πρώτοι αυτοί μάρτυρες από την φάλαγγα των ομήρων στη διάρκεια της πορείας των ήσαν:

Σελ.-301-
1.         Ζαφείρης Αναστάσιος Δημητρίου
2.         Μάρκου Αθανάσιος Δημητρίου και
3.         Πασπαλιάρης Αθανάσιος Δημητρίου
Τη νύχτα 31-7-1944 προς ξημέρωμα της τετάρτης 1-8-1944 η φάλαγγα των εξήντα πια ομήρων που είχαν απομείνει, φρουρούμενοι αυστηρά από τους αντάρτες έφθασαν και στρατοπέδευσαν σε μια ερημική περιοχή κοντά στο Μοναστήρι της Αγνούντας της Νέας Επιδαύρου, τοποθεσία που με επιμέλεια τόσες ημέρες είχαν επιλέξει σαν τόπο εκτέλεσης όλων των ομήρων, γιατί εκεί κοντά βρισκόταν ένα ξεροπήγαδο βάθους 5-6 μέτρων έτοιμος ομαδικός τάφος για τους εξήντα ομήρους.
Οι όμηροι κατάκοποι, πεινασμένοι, διψασμένοι και νυσταγμένοι, αφού από την Κυριακή το πρωί που τους είχαν πιάσει ούτε έφαγαν τίποτα, ούτε ήπιαν νερό μα και ούτε κοιμήθηκαν καθόλου, ξάπλωσαν κάτω στο έδαφος και περίμεναν με αγωνία πάντα να ιδούν ποιο θα ήταν το τέλος του μαρτυρίου τους. Ελπίζανε και περίμεναν κάποια βοήθεια από τους δικούς τους, από τους ανθρώπους που βρίσκονταν ελεύθεροι στο Ναύπλιο ή σε οποιοδήποτε άλλο μέρος και που δεν έφθασε ποτέ.
Οι αντάρτες είχαν ήδη πάρει την απόφαση τους να εξοντώσουν όλους τους ομήρους, χωρίς να αφήσουν κανέναν, είχαν δε ακόμα σχεδιάσει και τον τρόπο της εκτέλεσης τους. Δεν έπρεπε να γλιτώσει κανένας για να είναι μάρτυρας των όσων θα συνέβαιναν εκεί εκείνο το βράδυ.

94. Η Σφαγή των Εξήντα Ομήρων
Τη νύχτα αυτή έβαλαν μπροστά το τελικό τους σχέδιο για την εκτέλεση και των εξήντα ομήρων. Από τον τόπο που είχαν στρατοπεδεύσει έπαιρναν τους ομήρους κατά μικρές ομάδες 2-3 και τους οδηγούσαν λίγα μέτρα μακρύτερα σε μέρος που δεν φαινόντουσαν λόγω της πυκνής βλάστησης, για να τους κάνουν δήθεν μια μικρή ανάκριση.
Αντί όμως για ανάκριση εκεί που τους πήγαιναν, τους περίμεναν οι δήμιοι στο χείλος του πηγαδιού και δεμένοι όπως ήσαν εκεί χειροπόδαρα με σύρματα και καλώδια, έναν- έναν τους πλησίαζαν και αφού πρώτα έδιναν στον καθένα δύο-τρεις μαχαιριές γύρω από το λαιμό, φαίνεται πως ήσαν καλοί χασάπηδες, γιατί τους έκοβαν αμέσως την καρωτίδα και χωρίς να περιμένουν να ξεψυχήσουν τους πετούσαν μέσα στο ξεροπήγαδο για να πεθάνουν εκεί, ο ένας κοντά στον άλλον, από ακατάσχετη αιμορραγία.
Το αποτρόπαιο έργο τους συνεχίστηκε μέχρι να σφαγούν και οι πενήντα εννέα από τους εξήντα ομήρους και όλους τους έριξαν μέσα στο πηγάδι τον έναν πάνω στον άλλον. Είχαν αφήσει μόνο ζωντανό ακόμα ένα παιδάκι οκτώ χρονών, τον Κωστάκη Μπέλεση του Δημητρίου, τον οποίον έδιωχναν να φύγει, αλλά αυτό τρομοκρατημένο μέσα στην νύχτα έκλαιγε και ζητούσε συνέχεια την μητέρα του

Σελ.-302-
 που ήδη την είχαν σφάξει και την είχαν ρίξει μέσα στο πηγάδι και τότε για να απαλλαγούν από το παιδάκι αυτό και να μην ακούν τις φωνές του και τα κλάματα του, κατά τις πρωινές ώρες πήραν και αυτό, το έσφαξαν και το πέταξαν μέσα στο πηγάδι.
Η σφαγή ανθρώπων ήταν πια μια ρουτίνα για τους αντάρτες, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Όλες τις σκηνές της σφαγής παρακολουθούσαν από εκεί κοντά κάποιοι Καρβουνιάρηδες που δούλευαν και διανυκτέρευαν στη περιοχή εκείνη και δεν μπορούσαν τη νύχτα εκείνη να απομακρυνθούν επειδή φοβόντουσαν μήπως οι αντάρτες τους αντιληφθούν και ίσως τότε να είχαν και αυτοί την ίδια τύχη με τους Χελιώτες.
Για μεγαλύτερη δε ασφάλεια ανέβηκαν επάνω σε μεγάλα δέντρα και χωρίς να το θέλουν έγιναν μάρτυρες όλης της διαδικασίας της σφαγής. Δεν έβλεπαν γιατί ήταν νύχτα, άκουγαν όμως όλη τη νύχτα τις φωνές και τα βογκητά αυτών που σφάζονταν και για πολλές ώρες μετά αφού οι σφαγείς είχαν τελειώσει το έργο τους, συνέχιζαν να ακούν οιμωγές μέσα από το πηγάδι, χωρίς να τολμήσουν να πλησιάσουν κοντά για να δώσουν κάποια βοήθεια.
Οι ίδιοι αυτοί μάρτυρες, χωρίς να το θέλουν, έλεγαν πως οι οιμωγές ακούγονταν και την άλλη ημέρα της σφαγής, γιατί φαίνεται πως οι μαχαιριές που δεχόντουσαν τα θύματα δεν προκαλούσαν αμέσως τον θάνατο σε όλους και έτσι το μαρτύριο των άτυχων μαρτύρων, συνεχιζόταν μέσα στο πηγάδι για πολλές ώρες και αυτό ήταν το πιο φρικτό από όλα.
Οι αιμοσταγείς δήμιοι αφού τέλειωσαν το μακάβριο έργο της σφαγής και πέταξαν όλα τα θύματα μέσα στο πηγάδι, έκοψαν στη συνέχεια κλαδιά από τους παρακείμενους θάμνους, τα οποία πέταξαν μέσα στο πηγάδι για να καλύψουν τα πτώματα και έπειτα κύλησαν και έριξαν μέσα στο πηγάδι επάνω στα κλαδιά έναν ογκόλιθο που είχαν αποσπάσει από το στόμιο του πηγαδιού, τελειώνοντας έτσι το έργο τους και σφραγίζοντας το πηγάδι για να μη μπορεί κανείς να βγει από εκεί μέσα και ας παρέμενε ζωντανός για αρκετές ώρες.
Όταν το έργο τους τελείωσε και οι αντάρτες αποσύρθηκαν κάπου εκεί κοντά, τότε και οι αθέλητοι μάρτυρες της σφαγής μπόρεσαν να απομακρυνθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση και έτσι γλίτωσαν από το μαχαίρι των ανταρτών. Οι αντάρτες παρέμειναν στη περιοχή αυτή για 3-4 ημέρες και γι' αυτό κανένας δεν μπορούσε να πλησιάσει το πηγάδι που ήταν ο τάφος των ομήρων. Αργότερα διαπιστώθηκε πως μέσα στο πηγάδι εκτός από τους εξήντα Χελιώτες, σφάχτηκαν και ρίχτηκαν μέσα και άλλα άτομα από τη Νέα Επίδαυρο που είχαν πιαστεί εκείνες τις ημέρες, αλλά και άλλοι που κατά τύχη βρέθηκαν μπροστά τους, στην πορεία τους για τον τόπο της σφαγής.
Αφού πέρασαν από τότε 2-3 μήνες και οι αντάρτες είχαν φύγει από την περιοχή εκείνη, μερικοί συγγενείς των ομήρων από το Χέλι, πήγαν και αναζήτησαν τον τόπο της σφαγής. Για την περιοχή που έγινε η σφαγή, υπήρχαν σχετικές πληροφορίες, δεν ήταν δε καθόλου δύσκολο να βρεθεί το πηγάδι, γιατί η δυσοσμία που έβγαινε από μέσα ήταν τόσο έντονη, που από πολύ μακριά μπορούσε να επισημανθεί,

Σελ.-303-
 ήταν όμως αδύνατο να πλησιάσουν εκεί κοντά για να ιδούν με τα μάτια τους τον ομαδικό τάφο των δικών τους ανθρώπων. Μέσα στο πηγάδι έμειναν τα πτώματα για ένα ολόκληρο χρόνο,
Έγινε η απελευθέρωση της χώρας μας, οι κατακτητές έφυγαν, μεσολάβησαν τα Δεκεμβριανά, για μερικούς μήνες ακόμα η ύπαιθρος χώρα ήταν ανταρτοκρατούμενη, η κυκλοφορία των πολιτών δεν ήταν ακόμα ασφαλής και ο καιρός περνούσε, έως ότου παγιωθεί η τάξη και η ασφάλεια και είχαμε φθάσει έτσι στα μέσα του καλοκαιριού οπότε αποφασίστηκε από τους Χελιώτες, να πάνε στην Αγναντα, να παραλάβουν τα πτώματα και να τα μεταφέρουν στο χωριό για την κανονική τους ταφή.

95. Γεγονότα που μεσολάβησαν μέχρι την εκταφή των πτωμάτων
Οι ένοπλοι του χωριού ήταν αδύνατο να επιστρέψουν πάλι στο χωριό, μια και η περιοχή ολόκληρη έμενε ανταρτοκρατούμενη και οι περισσότεροι κάτοικοι του Χελιού κατέβηκαν στο Ναύπλιο μαζί με τις οικογένειες τους, όσα βέβαια μέλη είχαν γλιτώσει από το μαχαίρι των ανταρτών. Οι ένοπλοι άνδρες είχαν ενταχθεί στα Τάγματα Ασφαλείας μέχρι και τον Οκτώβρη του 1944 που πραγματοποιήθηκε η αποχώρηση των Γερμανών από τον Ελληνικό χώρο.
Δεν είχαν περάσει πολλές ημέρες από τη σφαγή των ομήρων και ένα πρωινό παρουσιάστηκε στο χωριό περιστοιχιζόμενος από πολλούς μαχητές αντάρτες, ο Κωνσταντίνος Μάρας, υπεύθυνος του ΕΑΜ Πελοποννήσου και πολιτικός καθοδηγητής της ίδιας περιοχής, ο οποίος προσποιούμενος άγνοια για όσα στο χωριό είχαν συμβεί, έχυνε κροκοδείλια δάκρυα για τον άδικο χαμό τόσων ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους ήσαν και τα πρώτα του εξαδέλφια, Γεώργιος Μάρας και η σύζυγος του Μαγδαληνή, που στο σπίτι τους τον φιλοξενούσαν για πέντε ολόκληρα χρόνια, όταν εξόριστος από την δικτατορία του Μεταξά, βρισκόταν στο Χέλι.
Ούτε τα εξαδέλφια του βρήκε ζωντανά, μα ούτε και το σπίτι που τον φιλοξενούσε τα πέντε αυτά χρόνια, υπήρχε πια και αυτό μαζί με τα υπάρχοντα του είχε μεταβληθεί σε ένα σωρό από ερείπια, έπειτα από τη φωτιά που είχαν βάλει οι αντάρτες στο χωριό. Έκλαιγε και οδύρετο, λέγοντας πως αν τον είχαν ειδοποιήσει έγκαιρα, δεν θα επέτρεπε ποτέ να γίνει τέτοιο κακό στο χωριό που ήταν και δική του πατρίδα.
Κανένας όμως στο χωριό δεν μπορούσε να πιστέψει ποτέ, ότι όλα τα γεγονότα που είχαν συμβεί σε αυτό και που είχαν συνταράξει το πανελλήνιο, έγιναν χωρίς τη γνώση του Γενικού πολιτικού υπευθύνου της Πελοποννήσου Κωνσταντίνου Μάρα. Ο Κώστας Μάρας έδωσε υποσχέσεις στο χωριό πως τίποτα άλλο δεν επρόκειτο να συμβεί σε αυτό. Μα τι άλλο μπορούσε να συμβεί πέρα από το γεγονός, ότι ογδόντα πέντε συνολικά άτομα σφάχτηκαν κατά τον αγριότερο τρόπο και πάνω από πενήντα σπίτια είχαν γίνει παρανάλωμα του πυρός, μαζί με τα υπάρχοντα τους μέσα.

Σελ.-304-
Κατάλαβε τότε και ο ίδιος πως μέσα στο χωριό, ανάμεσα στους πατριώτες του, δεν είχε πια καμιά θέση και αναγκάστηκε να φύγει το γρηγορότερο, χωρίς ποτέ να ξαναγυρίσει στο χωριό έστω και σαν επισκέπτης.
Έτσι οι Χελιώτες βυθισμένοι στη θλίψη και στην απόγνωση, περνούν τον καιρό τους, αναλογιζόμενοι το μεγάλο κακό που απροσδόκητα τους είχε βρει, λίγους μόνο μήνες, πριν από την αποχώρηση των κατακτητών από τη χώρα μας και θρηνούσαν έτσι άλλα ογδόντα πέντε θύματα, που προστέθηκαν στα είκοσι εννέα πρώτα θύματα των Γερμανών , συνολικά εκατόν δέκα τέσσερα θύματα μέσα σε δύο μήνες, άνθρωποι αθώοι που είχαν πληρώσει με τη ζωή τους την απερισκεψία ορισμένων ατόμων μέσα από το χωριό, οι οποίοι αρκέστηκαν να προστατέψουν μόνο το δικό τους τομάρι, αδιαφορώντας για τη ζωή των άλλων και για τους συγγενείς τους ακόμα τους οποίους εγκατέλειψαν στο έλεος των σφαγιαστών.
Μετά την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944, τα Τάγματα Ασφαλείας στο Ναύπλιο διαλύθηκαν και όλοι οι Ταγματασφαλίτες Χελιώτες διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη, αρκετοί δε από αυτούς κατέφυγαν στην Αθήνα, για να σώσουν το κεφάλι τους, αφού κανείς δεν τους ήξερε και επομένως ήσαν ασφαλείς. Εκεί στην Αθήνα βρέθηκε μεταξύ των άλλων και ο Παπαγιώργης, χωρίς ράσα και χωρίς γένια, περιμένοντας και αυτός να ηρεμίσουν τα πράγματα για να ξαναγυρίσει πάλι στο χωριό.
Και ενώ όλοι οι Έλληνες γιορτάζουν την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τους βάρβαρους κατακτητές, μονάχα οι Χελιώτες δεν γιορτάζουν παρά θρηνούν τους δικούς τους ανθρώπους που η μοίρα τους έταξε να μη γευθούν τη λευτεριά της πατρίδας τους. Πικρό είναι το παράπονο των περισσοτέρων από τους συγγενείς των θυμάτων, γιατί οι άνθρωποι τους που σήμερα δεν υπάρχουν πια στη ζωή, είχαν βρεθεί μεταξύ δύο πυρών, των Γερμανών και των ανταρτών.
Τι να ειπούν οι άμοιροι αυτοί και που να εκφράσουν τον πόνο τους και το παράπονο τους αναλογιζόμενοι πως ενώ οι Γερμανοί κατακτητές σκότωσαν είκοσι εννέα ανθρώπους τους και δύο μήνες αργότερα ήλθαν οι αντάρτες Έλληνες τώρα αυτοί και πήραν από κοντά τους ότι είχαν αφήσει οι Γερμανοί, γονείς, αδέλφια, παιδιά των εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς, για να τους σφάξουν έπειτα αυτοί κατά τον αγριότερο τρόπο.
Από το ένα μέρος οι οικογένειες αυτές κατηγορήθηκαν από τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους σαν αριστερές και συνεργαζόμενες με τους αντάρτες του ΕΑΜ και δύο μήνες αργότερα οι ίδιες οικογένειες κατηγορήθηκαν από τους αντάρτες σαν αντιδραστικές και εξοντώθηκαν τελείως, ενώ αυτοί που ουσιαστικά υπηρέτησαν και τους αντάρτες και τους Γερμανούς, δεν έπαθαν τίποτα.
Οι γενιές που έρχονται ας κρίνουν τα γεγονότα αυτά και ας δικαιώσουν ή καταδικάσουν κατά τη δική τους κρίση, τις σκέψεις αυτές των απογόνων όλων των θυμάτων της κατοχής.

Σελ.-305-
96. Εκταφή των Θυμάτων από το Πηγάδι
Είναι πια καλοκαίρι του 1945,τα πράγματα έχουν ηρεμήσει αρκετά και κάποια σχετική ασφάλεια υπάρχει παντού. Δεν υπάρχουν ούτε κατακτητές πια στον τόπο μας, μα ούτε και άτακτα τμήματα ανταρτών που να ταλαιπωρούν τον τόπο. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού έχουν γυρίσει σπίτια τους, όσοι βέβαια έχουν απομείνει, αφού εκατόν δέκα τέσσερα άτομα απουσιάζουν από το προσκλητήριο της ζωής.
Οι συγγενείς των θυμάτων που βρίσκονταν μέσα στο πηγάδι της Αγνάντας μαζεύτηκαν τότε και πήραν τη μεγάλη απόφαση, να πάνε στον τόπο του μαρτυρίου των εξήντα Χελιωτών, να βγάλουν τα πτώματα από το πηγάδι και να τα μεταφέρουν στο χωριό, για να τα εναποθέσουν στο κοιμητήριο του χωριού τους με δόξα και τιμές όπως αξίζει στα αθώα αυτά θύματα, τους μάρτυρες των αγώνων για την απελευθέρωση και την προστασία της Πατρίδας μας. Αρχίζουν οι σχετικές προετοιμασίες. Κατασκευάζονται πρώτα από όλα εξήντα πρόχειρα φέρετρα μέσα στα οποία θα τοποθετηθούν ότι θα έχουν απομείνει από τα εξήντα πτώματα που βρίσκονται ακόμα μέσα στο πηγάδι της Αγνάντας ένα ακριβώς χρόνο
Νύχτα πριν ξημερώσει η 25η Ιουλίου 1945, φορτώνονται τα φέρετρα ανά δύο στα μουλάρια και μια φάλαγγα χαροκαμένων χωρικών ξεκινάει από το μαρτυρικό Χέλι για να φθάσει στο πηγάδι της Αγνάντας, να βγάλουν από μέσα τα εξήντα πτώματα των σφαγιασθέντων συγγενών, από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και να τα μεταφέρουν στο χωριό για την ταφή. Η πορεία προς την Αγναντα γίνεται νύχτα μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι και με το ξημέρωμα η φάλαγγα βρίσκεται μπροστά στο πηγάδι με τα πτώματα των Χελιωτών.
Εκεί βρίσκονται και οι συγγενείς των θυμάτων από τη Νέα Επίδαυρο και τις άλλες περιοχές που οι δικοί τους σφάχτηκαν μαζί με τους Χελιώτες και πετάχτηκαν και αυτοί μέσα στο ίδιο πηγάδι. Στην Αγναντα εκεί στο χώρο γύρω από το πηγάδι είχαν φθάσει πρωί-πρωί και οι αρχές του Νομού από το Ναύπλιο. Ο Ανακριτής του β' τμήματος κ. Κόλλιας Σπυρίδων, συνοδευόμενος από τους Γιατρούς Γεώργιο Οικονομόπουλο και Βασίλειο Τόσκα που είχαν οριστεί από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές, σαν Ιατροδικαστές. Μαζί τους και ο Νομίατρος Αργολίδας κ. Δημήτριος Στάϊκος και δημοσιογράφοι του τοπικού τύπου, με σκοπό να ενεργήσουν αυτοψία και νεκροψία στα πτώματα των αγρίως σφαγιασθέντων εξήντα ανδρών, γυναικών και παιδιών κατοίκων του Χελιού, αλλά και των άλλων πτωμάτων από την περιοχή εκείνη που βρίσκονταν μαζί μέσα στο πηγάδι.
Στο μαρτυρικό τόπο της σφαγής εκτός από τις αρχές του Νομού και τους συγγενείς των θυμάτων, είχαν μαζευτεί και ένα πλήθος κόσμου, τόσο από το Χέλι, όσο και από τα γύρω χωριά της Επιδαύρου και της Δήμαινας, για να παρακολουθήσουν την μακάβρια τελετή της ανάσυρσης των πτωμάτων μέσα από το πηγάδι και της αναγνώρισης αυτών από τους συγγενείς των.
Όταν ο καυτερός ήλιος του Ιουλίου άρχισε να ανεβαίνει πάνω από τον ορίζοντα, νέοι του χωριού, παιδιά κυρίως γονιών που βρίσκονταν μέσα στο πηγάδι, αλλά και αδέλφια των θυμάτων, κατέβηκαν με σχοινιά μέσα στο πηγάδι, 

Σελ.-306-
αφού πρώτα κάλυψαν τα πρόσωπα τους, εκτός από τα μάτια, με μαντήλια ραντισμένα με κολόνια για να μετριάσουν την δυσοσμία που ένοιωθαν μέσα στο πηγάδι και άρχισαν αμέσως το έργο τους.
Πρώτα με προσοχή αφαίρεσαν όλα τα κλαδιά των θάμνων που οι αντάρτες είχαν ρίξει μέσα στο πηγάδι, επάνω από τα πτώματα και αφού πρώτα αυτά ανασύρθηκαν, άρχισαν έπειτα να ξεχωρίζονται ένα-ένα τα πτώματα, να τυλίγονται προσεκτικά με σεντόνια και αφού τα έδεναν με τριχιές, τα ανέβαζαν επάνω και εκεί σε ένα πλάτωμα που υπήρχε, τα τοποθετούσαν σε παράταξη για να ακολουθήσει έπειτα η αναγνώριση από τους συγγενείς και φίλους. Μέσα στο πηγάδι υπήρχε κάποια δυσκολία στο να ξεχωρίζουν τα πτώματα, γιατί αυτά ήσαν καταπλακωμένα από ένα μεγάλο ογκόλιθο που οι αδίστακτοι σφαγείς είχαν ρίξει μέσα επάνω στα πτώματα για να αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενο, κάποιος επιζών από τη σφαγή να βγει έξω από το πηγάδι. Ο ογκόλιθος αυτός ήταν αδύνατο να ανασυρθεί έξω από το πηγάδι, με τα μέσα που υπήρχαν τότε εκεί και γι' αυτό το λόγο έπρεπε από καιρού εις καιρόν να μετακινείται μέσα στο πηγάδι με κύλιση, για να ελευθερώνονται τα πτώματα και να γίνεται εύκολη η αποκόλληση αυτών και το ανέβασμα επάνω.
Σε αυτές τις τραγικές στιγμές η μοίρα με έφερε εδώ να παραβρίσκομαι και εγώ σε αυτόν τον τόπο για να παραλάβω τον πατέρα μου και τον μεγάλο μου αδελφό που βρίσκονταν εκεί μέσα σφαγμένοι μαζί με τους άλλους Χελιώτες. Όλα τα πτώματα βρέθηκαν ακέραια και μουμιοποιημένα, ο πατέρας μου ολάκερος, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δεν ήσαν καθόλου αλλοιωμένα και πολύ εύκολα μπορούσε κανείς να τον αναγνωρίσει.
Το ίδιο συνέβαινε και με όλα τα άλλα πτώματα και δεν παρουσιάστηκε καμιά δυσκολία στην αναγνώριση τους. Ο αδελφός μου βρέθηκε και αυτός στην ίδια κατάσταση, με μόνη τη διαφορά ότι σε αυτόν το κεφάλι του βρέθηκε τελείως αποκομμένο από το σώμα του και λίγο πιο μακριά από αυτό. Ήταν η μοναδική περίπτωση από όλα τα πτώματα, που βρέθηκε ακέφαλο και το κεφάλι του ξεχωριστά από το σώμα του.
Ίσως η μανία του σφαγέα να ήταν τόση μεγάλη που να του ξέφυγε το μαχαίρι και να κόπηκε ο λαιμός του Δημητρίου Μπιμπή πέρα για πέρα. Στις τσέπες των θυμάτων βρέθηκαν και όλα τους τα προσωπικά αντικείμενα, πορτοφόλια, ταυτότητες, ακόμα και χρήματα, χωρίς βέβαια καμιά αξία, αφού την εποχή της σφαγής ο πληθωρισμός κάλπαζε από το πρωί μέχρι το βράδυ δέκα φορές επάνω.
Η μακάβρια αυτή τελετή, να ανασυρθούν τα πτώματα έξω και να γίνει η αναγνώριση τους, κράτησε αρκετές ώρες και μετά ακολούθησε η διαδικασία της αυτοψίας και νεκροψίας, από τον ανακριτή και τους Ιατροδικαστές.
Διαπιστώθηκε ότι όλα τα πτώματα έφεραν τα ρούχα τους, είχαν δεμένα τα χέρια τους πίσω με καλώδια και με σύρματα, σε πολλούς δε ήσαν δεμένα και τα πόδια τους κάτω. Είχαν όλοι τραύματα στο λαιμό με δύο-τρεις μαχαιριές και δεν υπήρχε καμιά άλλη κάκωση σε ολόκληρο το σώμα, εκτός του Δημητρίου Μπιμπή που βρέθηκε το κεφάλι του τελείως αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα.

Σελ.-307-
Κανένας δεν είχε θανατωθεί με πυροβόλο όπλο, όλοι ήσαν σφαγμένοι και όλοι τους, πλην ενός που ο θάνατος ήταν ακαριαίος, είχαν πεθάνει από ακατάσχετη αιμορραγία, άλλοι μεν γρήγορα όταν τα τραύματα στο λαιμό ήσαν καίρια και άλλοι αργά, όταν τα τραύματα ήσαν επιπόλαια.
Το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς πέθαναν πολύ αργά, επαληθεύτηκε από τις μαρτυρίες των ανθρώπων, που τυχαία βρίσκονταν εκεί κοντά και έζησαν τις τραγικές εκείνες στιγμές, οι οποίοι άκουγαν και τις οιμωγές μέσα από το πηγάδι όλη τη νύχτα της σφαγής, όπως και προηγούμενα έχει αναφερθεί

97. Μεταφορά των Πτωμάτων στο Χέλι και Ταφή Αυτών.
Όταν τελείωσε το έργο των Ιατροδικαστών και έγινε και η αναγνώριση όλων των πτωμάτων από τους συγγενείς, τα πτώματα συρρικνωμένα όπως ήσαν τυλίχτηκαν σε λευκά σεντόνια και τοποθετήθηκαν μέσα στα πρόχειρα φέρετρα, τα οποία στη συνέχεια φορτώθηκαν ανά δύο φέρετρα σε ένα μουλάρι, γιατί το βάρος ήταν μικρό και επέτρεπε τη φόρτωση ανά δύο και αφού όλα ήσαν έτοιμα, ξεκίνησε η φάλαγγα των μουλαριών με τους συγγενείς μαζί, σε μια μακρά και πένθιμη συνοδεία και αφού ακολουθήσαμε την αντίστροφη πορεία στο δύσβατο μονοπάτι ανάμεσα από βουνά και λαγκάδια και ύστερα από έξι περίπου ώρες πορεία μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, φθάσαμε στο χωριό αργά το απόγευμα.
Όλο το χωριό συγκεντρωμένο έξω στην πρόσβαση σε αυτό από την Επίδαυρο με φωνές και κατάρες προς τους δολοφόνους υποδέχεται τα άξια κουφάρια των προσφιλών των προσώπων και τα συνοδεύει προς το Νεκροταφείο του Χωριού. Εκεί αρχίζει μια άλλη τελετή, η τελευταία αυτής της τραγωδίας, η τελετή της κηδείας και της ταφής των πτωμάτων στο κοιμητήριο του χωριού, στους ίδιους νωπούς τάφους, για τους περισσότερους, που πριν ένα χρόνο είχαν ταφή και τα θύματα των Γερμανών κατακτητών.
Τι τραγική ειρωνεία αλήθεια μέσα στον ίδιο τάφο να βρίσκονται άτομα της ίδιας οικογένειας, θύματα και των Γερμανών κατακτητών και των Ανταρτών. Νέοι θρήνοι και κοπετοί ακολούθησαν την τελευταία αυτή πράξη του δράματος που είχε παιχθεί το τελευταίο χρόνο της Γερμανικής κατοχής και το πρώτο χρόνο της ελεύθερης πια Ελλάδας, σε αυτό το άμοιρο και απομακρυσμένο χωριό της Αργολίδας, το γνωστό τότε με το όνομα Χέλι και σήμερα Αραχναίο.
Είναι το μοναδικό χωριό στην Αργολίδα που στη κατοχή υπέστη τόσα πολλά δεινά και που δημιουργήθηκαν εκατόν δέκα τέσσερα συνολικά θύματα, από τους Γερμανούς και τους αντάρτες, στα οποία αν προστεθεί και ο Καφάσης, θύμα και αυτός των ανταρτών, τότε τα θύματα ανέρχονται συνολικά στα εκατόν δέκα πέντε.

Σελ.-308-
98. Δημοσίευμα της Τοπικής Εφημερίδας της Αργολίδας "ΝΕΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ" στις 29-7-1945

          Παραθέτουμε αυτούσια μια περιγραφή αυτής της τελευταίας πράξεως του δράματος των Χελιωτών, όπως το είδε και το περιέγραψε ο συντάκτης της   εβδομαδιαίας    τοπικής   εφημερίδας   της   εποχής   εκείνης   "ΝΕΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ" που παρακολούθησε όλη την τελετή αυτή, της εκταφής,της   μεταφοράς και της ταφής των Νεκρών στο χωριό.                                                        
  Τίτλος του δημοσιεύματος είναι: "ΤΟ ΣΦΑΓΈΙΟ ΤΗΣ ΑΓΝΑΝΤΑΣ"   
 "Την παρελθούσα εβδομάδα ο Ανακριτής του Β' τμήματος κ.Σπύρος Κόλλιας  συνοδευόμενος  από   τους  ως  Ιατροδικαστών  προσληφθέντων Ιατρών κ.κ. Γεώργιο Οικονομόπουλο, Βασίλειο Τόσκα και του Νομίατρου κ  Δημητρίου Στάϊκου, μετέβη εις την πλησίον της από ημίσεως αιώνος περίπου εγκαταλελειμμένης και ερειπωμένης Μονής Αγνούντος και εις απόστασιν ώρας, πέραν της Νέας Επιδαύρου τοποθεσία  Αγνάντας, προς ενέργειαν αυτοψίας επί των πτωμάτων των αγρίως εκεί σφαγέντων εξήντα Χελιωτών, ανδρών, γυναικών και μικρών παιδιών.
Εις τον μαρτυρικό τόπον του σφαγείου είχαν συρρεύσει κάτοικοι του χωρίου Αραχναίου συν γυναιξί και τέκνοις, έχοντες κομίσει εξήντα φέρετρα προς παραλαβήν των πτωμάτων των προσφιλών των συγγενών ασχολούμενοι εν μέσω κοπετών και μοιρολογιών των γυναικών εις την αναγνώριση των οικείων των. Εκ της πολύωρου αυτοψίας διαπιστώθηκε ότι όλα τα πτώματα, σκελετομένα ήδη μετά παρέλευσιν έτους περίπου από της κατά την πρώτην Αυγούστου 1944 ομαδικής σφαγής των, έφερον ακόμη τα ενδύματα των, είχον κομμένο τον λαιμόν και δεμένας τας χείρας δια σύρματος εκ των όπισθεν, πολλά δε δεδεμένους και τους πόδας των.
Το πλέον φρικτόν εκ του μακάβριου σωρού των κατακειμένων πτωμάτων ήτο το θέαμα των αγρίως σφαγιασθέντων μικρών παιδιών, τα οποία ως εξηκριβώθη, κατά τας τελευταίας στιγμάς των εις μάτην εξελιπάρουν το έλεος των αποτρόπαιων δημίων τους, πλην βεβαίως μερικών νηπίων τα οποία μη λαλούντα και μη νοούντα, μόνον με τους γόους των εν μέσω εκείνης της φρικτής σφαγής των γονέων και των αδελφών των θα ενόμιζε κανείς ότι ήθελαν να μαλάξουν την θηριώδη ψυχή των κακούργων και να λυπηθούν τη τρυφερωτάτην ηλικίαν των.
Το έργον της αυτοψίας εξηκολούθησε και επί των πτωμάτων εκείνων τα οποία ακόμη ευρίσκοντο εντός του πλησίον ευρύτατου ξηροπηγάδου βάθους 4-5 μέτρων, οπόθεν ανεσύροντο δια να τεθούν και αυτά με την σειράν των εντός των φέρετρων. Την όλην συγκλονιστικήν σκηνήν της συγκεντρώσεως των πτωμάτων, της τοποθετήσεως των εντός των φέρετρων απηθανάτησε ο φωτογραφικός φακός. Εδώ και εκεί όμιλοι απορφανισθέντων Χελιωτών και χαροκαμένων γυναικών, χηρών και κοριτσιών διηγούμενοι τας δραματικός σκηνάς της κανιβαλικής επιδρομής των τετρακοσίων ανταρτοκομμουνιστών κατά του χωρίου των, της πυρπολήσεως των οικιών των, της σφαγής εντός του χωρίου ετέρων είκοσι χελιωτών και της συλλήψεως εξήντα τριών άλλων, της μαρτυρικής πορείας τούτων, δεδεμένων 

Σελ.-309,310-
όλων δια σύρματος, από του χωρίου των εις την πενταώρου εκείθεν απέχουσαν τοποθεσίαν " ΑΓΝΑΝΤΑ ",την εκτέλεσην καθ' οδόν τριών υπερηλίκων, μη δυναμένων να ακολουθήσωσι τους πορευομένους προς το μαρτύριο της Αγναντας, τη σύλληψη μεταγενεστέρως δύο άλλων Χελιωτών και την εκτέλεση αυτών στην ίδια περίπου τοποθεσία και αφηγούμενοι τέλος το θαύμα της ιδικής των σωτηρίας, κρυβέντων εις άγνωστον εις τους κανιβάλους επιδρομείς σπήλαιον, επάνω από το χωριό, εξέσπων εις κατάρας κατά των απαίσιων καταστροφέων του χωρίου και ειδεχθών σφαγέων των προσφιλών των οικείων, οι οποίοι περί τους 300-400 υπό την οδηγίαν παλαιών γνωστών κομμουνιστών είχον στρατολογηθεί εκ των νεοφώτιστων αναρχοκομμουνιστών, κατοίκων των χωρίων Γκέρμπεση και Λιμνών, απογυμνώσαντες και όλα τα σπίτια του χωρίου Χέλι από τα υπάρχοντα των.
-----
Μετά το πέρας του έργου της αυτοψίας, εφορτώθησαν τα φέρετρα επί ζώων και εις μακράν και πένθιμον συνοδείαν, μετεφέρθησαν μετά εξάωρον δια μέσου των ορέων πορείαν εις το χωρίον Χέλι. Απερίγραπτοι ήσαν αι δραματικώταται σκηναί αι οποίαι έλαβον χώραν κατά την αφιξιν της Θλιβερός και πένθιμου συνοδείας των εξήντα φέρετρων εις το Χέλι. Ολοι οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού πλέον των χιλίων, υποδέχθησαν τους προσφιλείς των νεκρούς εν μέσω σπαρακτικών κοπετών και θρήνων, η βοή των οποίων μέχρις ουρανού φθονούσα, κατεξέσχιζε την καρδίαν και του στωικωτέρου και ψυχραιμωτέρου των ανθρώπων. Υπό τας σπαραξικάρδιους αυτάς εκδηλώσεις του πόνου και του πένθους των κατοίκων του Χελιού εγένετο η ταφή των νεκρών, θυμάτων του αναρχόκομμουνισμού εις το Νεκροταφείον του χωριού. Ήδη παραθέτουμε τα ονόματα και των ογδοήκοντα πέντε συνολικά σφαγιασθέντων Χελιωτών υπό των αναρχοκομμουνιστων εις την καταστροφικήν εκείνην επιδρομήν κατά του Χωρίου Χέλι.

1.    Ασπρος Αναστάσιος Δημητρίου
2.    Βαρδάκας Αναστάσιος Χρήστου
3.    Βαρδάκας Δημήτριος Αθανασίου
4.    Γεώργας Αθανάσιος Παναγιώτου
5.    Δεδεμπίλη Ε\ένη Ιωάννου
6.    Δεδεμπίλη Μαριγώ Αναστασίου
7.    Δεδεμπίλη Μαρίνα Ιωάννου
8.    Δεδεμπίλη Παγώνα Δημητρίου
9.    Δεδεμπίλη Σοφία Ιωάννου
10.  Δεδεμπίλη Χριστίνα Ιωάννου
11.   Δεδεμπίλης Αναστάσιος Ιωάννου
12.   Δεδεμπίλης Ιωάννης Αναστασίου
13.   Δρούγκας Παναγιώτης Αναγνώστου
14.   Ζαφείρη Αλεξάνδρα Δημητρίου
15.   Ζαφείρης Αναστάσιος Δημητρίου
16.   Ζαφείρης Δημήτριος Αναστασίου
17.   Ζαφείρης Ιωάννης Κωνσταντίνου
18    Ζέρβας Αναστάσιος Δημητρίου
19.   Ζέρβας Νικόλαος Δημητρίου
20.   Ηλίας Γεώργιος Ιωάννου
21.   Καραγιάννης Αθανάσιος Νικολάου
22.   Κατσαρός Δημήτριος Γεωργίου
23.   Κάλλια Αικατερίνη Σταύρου
24.   Κόλλιας Αθανάσιος Ιωάννου
25.   Κόλλιας Γεώργιος Κυριάκου
2 6.  Κωστούρος Α ναστάσιο ς Γεωργιου
27.   Κωστούρος Ιωάννης Νικολάου
28.   Κωστούρος Χρήστος Ιωάννου
29.   Κωστούρου Δήμητρα Χρήστου   .
30.   Μακρής Αναστάσιος Αθανασίου
31.   Μανώλης Α ναστάσιος Εμμανουήλ
32.   Μανώλης Δημήτριος Εμμανουήλ
33.   Μανώλης Χρήστος Εμμανουήλ
34.   Μανώλης Χρήστος Δημητρίου
35.   Μάρα Μαγδαληνή Γεωργίου
36.   Μόρας Γεώργιος Αναστασίου
37.   Μάρας Δημήτριος Γεωργίου
38.   Μάρκος Αθανάσιος Δημητρίου
39.   Μάρκος Αναστάσιος Δημητρίου
40.   Μάρκος Δημήτριος Αθανασίου
41.   Μάρκου Αναστασία Ιωάννου
42.   Μάρκου Σοφία Αθανασίου
43.   Μπέλεση Δήμητρα Δημητρίου
44.   Μπέλεσης Ιωάννης Αναστασίου
45.   Μπέλεσης Κωνσταντίνος Δημητρίου
46.   Μπιμπής Δημήτριος Ιωάννου
47.   Μπιμπής Ιωάννης Δημητρίου
48.   Οικονόμου Αικατερίνη Ιωάννου
49.   Οικονόμου Γεώργιος Γεωργίου
50.   Οικονόμου Δημήτριος Ευαγγέλου
51.   Οικονόμου Δημήτριος Σωτηρίου
52.   Οικονόμου Δημήτριος Ιωάννου
53.   Οικονόμου Ιωάννης Δημητρίου
54.   Οικονόμου Ιωάννης Παναγιώτου
55.   Οικονόμου Ιωάννης Σπυρίδωνος
56.   Οικονόμου Νικόλαος Αναστασίου
57.   Οικονόμου ΠαντελήςΑναστασίου
58.   Οικονόμου Σοφία Μιχαήλ
59.   Πασπαλιάρης Αθανάσιος Δημητρίου
60.   Πασπαλιάρης Γεώργιος Αθανασίου
61.   Πασπαλιάρης Ιωάννης Αθανασίου
62.   Πασπαλιάρης Σταύρος Ιωάννου
63.   Πίτσας Κωνσταντίνος Αθανασίου
64.   Σοφός Παναγιώτης Δημητρίου
65.   Σοφού Ζωή Ιωάννου
66.   Σχίζας Δημήτριος Γεωργίου
67.   Ταμπάκης Δημήτριος Ιωάννου
68.   Τζαρίμας Γεώργιος Αναστασίου
69.   Τζαρίμας Παναγιώτης Αναστασίου
70.   Τζαρίμας Σωτήριος Αναστασίου
71.   Τόσκα Αικατερίνη Γεωργίου
72.    Τόσκα Γκόλφω Γεωργίου
73.    Τόσκα Μαρίνα Γεωργίου
74.    Τόσκα Μαρίνα Ιωάννου
75.    Τόσκας Αναστάσιος Παναγιώτου
76.    Τόσκας Δημήτριος Παναγιώτου
77.    Τόσκας Ιωάννης Χρήστου
78.    Τόσκας Χρήστος Δημητρίου
79.    Τριμπόνιας Αναστάσιος Αθανασίου
80.    Τριμπόνιας Δημήτριος Παναγιώτου
81.   Τριμπόνιας Ιωάννης Δημητρίου
82.   Τριμπόνιας Ιωάννης Παναγιώτου
83.   Χρήστου Αννα Γεωργίου
84.   Χρήστου Γεωργία Ιωάννου
85.   Χρήστου Χρήστος Αθανασίου

Έτσι τελειώνει η μεγάλη αυτή τραγωδία του Χελιού που πληρώθηκε στη διάρκεια της Κατοχής με εκατόν δέκα πέντε νεκρούς αδιακρίτως φύλου και ηλικίας από ενός μέχρι ογδόντα πέντε ετών. Αλλά και έμβρυα λίγων μηνών πλήρωσαν με τη ζωή τους την θηριωδία των κατακτητών και των Ανταρτών, που δεν έχουν υπολογισθεί στα εκατόν δέκα πέντε θύματα, αφού αρκετές από τις μητέρες θύματα βρίσκονταν σε ενδιαφέρουσα κατάσταση ".*
=============
 Σημειώσεις:
1) Ο Βασίλειος Σαϊνης του Γεωργίου ήταν ξενοδοχϋπάλληλος. Γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας το 1909 και κατοικούσε στο Λουτράκι ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ. Φονεύθηκε από τους Χελιώτες τον Ιούλιο του 1944.   
2) Ευχαριστίες στην θυγατέρα του Π. ΜΠΙΜΠΗ την ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ γιά την παραχώρηση του βιβλίου του πατρός της και γιά την άδεια να αναδημοσιεύσω από αυτό. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που μου είπε η κ. Αναστασία, ότι ο πατήρ της συνέγραψε το βιβλίο με καμιά πρόθεση να το ΕΜΠΟΡΕΥΤΕΙ!!! 
        
Πρόσθεση δικιά μου: "ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΔΕΝ ΕΜΠΟΡΕΥΕΤΑΙ"!!! 


ΑΓΝΑΝΤΑ(Πηγάδι Κρήπιζας)


















































=======================================================================
=======================================================================
































































              ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
     1) Ο Γ. Παπαλιλής γιά την ιστορία θα έπρεπε  να   αναφέρει γιατί καταδικάστηκε σε θάνατο, έστω και εάν ήταν άδικο!  (Απορίας άξιο γιατί αποσιωπάται από πάμπολλους μέχρι σήμερα  αυτό!!)
  2)Στο βιβλίο του Γ. ΠΑΠΑΛΙΛΗ αναφέρεται ότι ο Τάκης Μελισσηνός ήταν με τα Τάγματα Ασφαλείας στο Χέλι (σελ.30), αυτό το αποσιωπά ο Στέλιος Περράκης στο βιβλίο του "Φάντασμα του Εμφυλίου" , παρότι στην βιβλιογραφία του αναφέρεται το παραπάνω βιβλίο!

        3) Παρατίθεται παρακάτω τα περί της απολογίας του διοικητού του 6ου Λόχου του ΕΛΑΣ μετά την κατά του μήνυση,το 1945 από τους Χελιώτες, Ίλαρχο Ζαφείρη Αναστάσιο και τους Δημήτριο Οικονόμου, Ιωάννη Σοφό και Πέτρο Πασπαλιάρη  , γιά τα γεγονότα στο Αραχναίο(Χέλι). 
      Οι καταθέσεις του ιδίου  δημοσιεύονται στο βιβλίο του Γιάννη Πριόβολου, «Μόνιμοι αξιωματικοί στον ΕΛΑΣ οικειοθελώς ή εξ ανάγκης» (Εκδόσεις Αλφειός)
   Επισημαίνοντας και το γενικότερο "ΤΡΑΓΕΛΑΦΙΚΟ της ΤΡΙΑΡΧΊΑΣ" του ΕΛΑΣ σύμφωνα με τα πρότυπα της "Ρώσικης Εεπανάστασης"!!!Δηλαδή:Στρατιωτικός διοικητής -Καπετάνιος-Πολιτικός Επίτροπος! 
    
       Ο Διοικητής του 6ου Λόχου θα πρέπει να ήταν ο αναφερόμενος στο βιβλίο του Βαζαίου ως: ""Τότε υπολοχ. Τούτουνας Τάσος(Αναστάσιος) Διοικητής Λόχου Γενναίος άριστος χαρακτήρ. Ο Λόχος του διέλυσε την Σχολήν έφ. Αξ/κών πυρ/κού της Γερμαν. Μεραρχίας. -Από βιβλίο Εμμ. Βαζαίου.""
================

Η ερώτηση του ανακριτή έχει ως εξής: «Εκ καταθέσεων εις την στρατιωτικών υπηρεσίαν προέκυψεν εις βάρος σου ότι: Την 29ην Ιουλίου 1944, επικεφαλής τμήματος ανταρτών του ΕΛΑΣ, μετέβητε εις το χωρίον Αραχναίον Ναυπλίου, το οποίον αφού κυκλώσατε, προέβητε εις τας κάτωθι ενεργείας.
1) Χωρίς να προταχθεί αντίστασης, δεδομένου ότι εις το χωρίον ούτε Γερμανοί υπήρχαν, αλλά ούτε και άλλον στρατιωτικό τμήμα (Τάγμα Ασφαλείας ή Χωροφυλακής), ήρξατε πυρών κατά του χωρίου και των εν αυτό κατοίκων και εν συνεχεία προέβητε εις τον εμπρησμό 40 περίπου οικιών
2) αποτέλεσμα υπήρξε ο φόνος και ο δια πυρός θάνατος 23 κατοίκων, γερόντων, γυναικών, παιδιών και νηπίων 3) εν συνεχεία διατάξατε συγκέντρωση των κα­τοίκων αποτελουμένων από γέροντες και γυναικόπαιδα, κα­θότι οι άνδρες είχαν εγκαίρως διαφύγει.
Η συγκέντρωση εγένετο εις το σχολείον του χωρίου, εκεί δε ενώπιον των αλλοφρόνων γυναικών των προέβητε εις την σφαγήν του εξηκονταετούς γέροντος Σωτηρίου Τζαρίμα.
Συγχρόνως δε οι άνδρες σας εξετράπησαν εις βιαιότητας, κακοποιήσεις και ξυλοδαρμούς των κατοίκων δια βαρέων οργάνων.
4) Μετά ταύτα παραλάβατε αναχωρήσαντες 65 ομήρους, γέροντες, παιδιά, έξι γυναίκας τους οποίους αφού ενεκλωβίσατε εις συρμάτινον σκοινίον τους οδηγήσατε δίκην αγέλης εις το χωρίον Λυγουριό, ένθα και εγένετο η εκτέλεση δια μαχαίρας την 30ην Ιουλίου του 1944, του εβδομηνταετούς γέροντος Αθανασίου Μάρκου.
5) Από το Λύγουριό οδηγήσατε τους υπολοίπους 64 ομήρους στο χωρίον Νέα Επίδαυρος, ένθα εξετελέσατε ετέρους δυο γέροντας, τους Αντώνιον Ζαφειρίου και Αθανάσιον Πασπαλιάρη και
 6) τους εναπομείναντες 62 ομήρους οδηγήσατε εις την τοποθεσίαν Αγνούντα όπου και συνετελέσθη η τελευταία φάση της τραγωδίας εκτελεσθέντων όλων.
Κατά τας καταθέσεις τα θύματα είχον δεμένας τας χείρας δια συρμάτων, εσφάγησαν δε δίκην προβάτων δια μαχαίρας. Τι γνωρίζει να καταθέσει επί των ως άνω σε βάρος σου καταγγελιών;

Ακολουθεί η απάντηση του αξιωματικού.
«Για να καταστήσω πλέον σαφώς την κατάθεση μου, πρέ­πει να διατυπώσω ορισμένα τινά περί του τρόπου κατά τον οποίον εννοείτο η ύπαρξη παντός στρατιωτικού στα τμή­ματα των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Καίτοι είναι γνωστό, επανα­λαμβάνω ότι πραγματικός διοικητής εκάστου στρατιωτικού τμήματος ετύγχανε ο καπετάνιος, ο οποίος ήταν υπεύθυνος διοικητής, του στρατιωτικού ερωτούμενου την τελευταία στιγμή από των καθαρώς στρατιωτικών ενεργειών. Το αυτό συνέβη και στην δική μου περίπτωση.
Ούτω, την 19ην Ιουλίου του 1944, εάν ενθυμούμαι καλώς, με κάλεσε ο καπετάνιος του λόχου μου, τον οποίο διοικούσα, ονομαζόμενος Μήτρου Βασίλειος, δικηγόρος, κλάσεως του 1936, ή του 1937, εκ Λεβιδίου Τριπόλεως, ήδη αγνώ­στου διαμονής ως εξαφανισθείς διωκόμενος ο οποίος μου παρουσίασε διαταγή του διοικητού του 6ου Συντάγματος Κορίνθου (ΕΛΑΣ), φέρουσα υπογραφή Βαζαίος, Πελοπίδας, Μενέλαος, δια της οποίας διετάσσετο η μετακίνησις του λόχου προς την κατεύθυνση Ερμιονίδος Τροιζήνας, προς δημιουργίαν αντιπερισπασμού στους Γερμανούς προς ανακούφισιν του υπό σοβαρού γερμανικού τμήματος αγωνιζομένου και πιεζόμενου 6ου Συντάγματος.
Την διαταγήν ταύτην εκτελέσαμε αφιχθέντες την 27η Ιου­λίου του 1944 έξω της πόλεως Κορίνθου διεκπεραιωθέντες την επομένη στην περιοχή Ναυπλίου, όπου και αφίχθημεν στο χωρίον Λίμνη. Λησμόνησα να προσθέσω, ότι από την δύναμη του λόχου, εξ ενενήντα περίπου ανδρών καθαρώς στρατιωτικής οργανώσεως προσετέθησαν, κατόπιν της αυ­τής ως αν διαταγής του 6ου Συντάγματος πέντε υπεύθυνοι καθοδηγητές, συνοδευόμενοι από ομάδα ανδρών αποτε­λούμενη από δέκα περίπου πρόσωπα.
Οι καθοδηγητές ήταν εφοδιασμένοι με έγγραφον διαταγήν του συντάγματος (καπετάνιου) και του Πελοποννησιακού γραφείου δια της οποίας ορίζονταν ως υπεύθυνοι δια την όλην δράσιν του λόχου.
Εκ των πέντε τούτων υπευθύνων ενθυμούμαι τα ονόματα των κάτωθι 1) δημοδιδάσκαλον Μήτσο εκ Λουτρακίου, αλλή­θωρο κατά τον δεξιόν, αν ενθυμούμαι, οφθαλμόν, γνωστότατον σε όλη την περιοχή του Λουτρακίου και του Αραχναίου. *(*O Δημ. Αθ. Ανδρεαδάκης ή "Μήτσος ο Γκαβός" ή "Δάσκαλος" (Δεν ήταν δάσκαλος απλώς είχε "λόγο δασκάλου") από το Λουτράκι Κορινθίας γεννηθέντος το 1919,περιφεριακό στέλεχος ΕΑΜ-ΚΚΕ-ΟΠΛΑ Αργολίδος επί κατοχής και ίσως και μετά της ΟΠΛΑ, αφού δεν εντάχτηκε ως μάχιμος στο Δημοκρατικό Στρατό. Από το 1945 κρυβόταν και δραστηριοποιούταν σε ομάδα (διαφώτισης!!!) στους ορεινούς όγκους Γεράνεια ... Ελικώνας. Τον Απρίλιο του 1948(29-4-48).στη περιοχή Δήλεσι Αττικής(Πάρνηθος-Οινόφυτα-Συκάμινο) όταν "έπεσε" σε ενέδρα με άλλους τέσσερις και αφού τραυματίστηκε από έκρηξη χειροβομβίδας εξέπνευσε από ακατάσχετη αιμορραγία και ετάφη σε ομαδικό τάφο στο νεκροταφείο του Δήλεσι! Είχε καταδικαστεί ερήμην στο Ναύπλιο το 1945 για τις σφαγές στις Λίμνες Αργολίδος!
    Ήταν από εύπορη οικογένεια του Λουτρακίου, ο παππούς του ήταν Μικρασιάτης, ο πατέρας του μαζί με τον θείο του είχαν κεντρικά ξενοδοχεία εκεί (Το ΕΘΝΙΚΟΝ και το ΒΥΡΩΝ),  είχε φοιτήσει γυμνασιακές σπουδές στην ιερατική σχολή Κορίνθου. Από την πολυπληθή οικογένειά του άλλα δύο αδέρφια ο Λευτέρης και ο Κωστάκης(Κων/νος)  φονεύτηκαν ό μεν πρώτος κατά την κατοχή-8ος του 1944- από τους Γερμανούς και ο δεύτερος αρχές του 1949 στο ΔΣΕ όπου ήταν ενταγμένος.
        Η Γυναίκα του ήταν η Κική(Κυριακή-Μαρία) Μασμανίδη που η οικογένειά της, ομογενείς-ποντιακής καταγωγής- από τo SOCHI Ρωσίας, είχε εγκατασταθεί στα Αθίκια Κορινθίας από το 1938 όταν ήρθαν στην Ελλάδα μετά τις διώξεις των Ελλήνων από τον Στάλιν. Εκεί ο πατέρας της Φωκίων εφονεύθη από θραύσμα βόμβας από τον βομβαρδισμό των Γερμανών όταν πρωτοκατέλαβαν την Κορινθία , όπως και ο αδερφός της Γιάννης από "Γερμανοτσιολιάδες" το Μάϊο του 1944 στη τοποθεσία-εκκλησία Παναγιά Ρη(ει)τού των Αθικίων *(*μαζί του εκεί εκτελέστηκε και ο Αθικιώτης Χρήστος Δημ.Τόγιας και θάφτηκαν κοντά στην εκκλησία από τους εντοποίους τους),η ίδια ήταν αντάρτισσα στον ΕΛΑΣ ως ασυρματίστρια και κατόπιν στον Δημ. Στρατό. Συνελήφθηκε  το 1948 και έκανε φυλακή στη Λάρισα μέχρι το 1950. Απέκτησαν ένα γιό με Δημ. Ανρεαδάκη το 1943 ή 1944!2) Κάποιος «Λευτέρης» κοντός σταράτος εκ της περιοχής Παλαιάς Κορίνθου 3) Κάποιος «Γιώργος» υψηλός μελαχρινός εκ της περιοχής της Κορινθίας. Των δυο άλλων τα ονό­ματα δεν ενθυμούμαι. Επίσης δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζω επώνυμα, διότι κατά το παραδεδεγμένο σύστημα ουδέποτε δίδονταν άλλα τούτων γνωρίσματα. Πάντως ετύγχαναν γνωστοί σε όλη την περιοχή, καθόσον όλοι τούτοι είχαν χρωματιστεί πολιτικοί υπεύθυνοι και καθοδηγητές της περιοχής ταύτης σε προηγούμενο χρόνο.
Όταν αφίχθημεν εις το χωρίον λίμνες, οι καθοδηγητές ήρθαν σε επαφή με ομοϊδεάτες των, χωρικούς του χωρίου τού­του, παρά των οποίων έλαβαν πληροφορίες ότι εις το χωριό Αραχναίο είχαν οργανωθεί οι κάτοικοι, ότι δεν επέτρεπαν στους Λιμναίους να τους πλησιάζουν, και ότι είχαν αναπτύξει φυλάκια απειλούντες ότι ήσαν ικανοί να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε δύναμιν. Συγχρόνως κατηγόρησαν -οι αυτοί ως άνω καταδότες- ότι οι Αραχνιώτες συλλάμβαναν και πέριξ κατοίκους τους οποίους παρέδιδον στους εν Ναυπλίω ευρισκομένους Γερμανούς και ότι είχαν δύναμη εκατόν περίπου όπλων.
Πάντα τα ανωτέρω εγώ πληροφορήθηκα από τον καπετάνιο του λόχου μου, και τους άλλους καθοδηγητές μου στο συμβούλιο το οποίον έκαμαν αυτοί και οι ομοϊδεάτες των χωρικοί των Λιμνών, λαβών την διαταγή όπως κινήσω το τμήμα μου προς Αραχναίο. Κινηθήκαμε την νύχτα της 28ης προς την 29ην Ιουλίου αφιχθέντες στο Αραχναίο την αυγή της 29ης Ιουλίου.
Όταν σημειώθηκε το τμήμα μας υπό των κατοίκων του χω­ρίου Αραχναίον, άρχισε να βάλλεται τούτο υπό διεσπαρμένων ανδρών, εκ των οικιών των, δι' όπλων και ενός ή δυο αυτομάτων και χειροβομβίδων.
Κατόπιν τούτου άρχισε μάχη, ενώ εν τω μεταξύ, οι καθοδηγηταί ως γνωστοί στο χωρίον, άρχιζαν να φωνάζουν ονομαστικώς διαφόρους εν των κατοίκων, λέγοντες να παύσουν τους πυροβολισμούς και ότι δεν πρόκειται να τους κάμουν τίποτε.
Το τοιούτον εις ουδέν συντέλεσε, οι δε καθοδηγητές διέταξαν τους άνδρες του τμήματος μου, ευθύς ως πλησιάσουν το χωριό να προβούν σε εμπρησμό των οικιών όταν συναντούσαν αντίστασιν.
Ευθύς ως οι άνδρες του τμήματος μου επλησίασαν το χωριό, άρχισαν να βάζουν φωτιά πράγμα το οποίον ευθύς ως αντελήφθην, προκάλεσε τις διαμαρτυρίες μου προς τους καθοδηγητές και τον καπετάνιο. Τους είπα ότι μπορεί να έφταιγαν Έλληνες αλλά τα σπίτια δεν έφταιγαν δια να τα καίγουν και να καταστρέφουν, κατ' αυτόν τον τρόπο, την εθνική περιουσία. Το αποτέλεσμα ήταν να απειληθώ και να κατηγορηθώ ότι υποστηρίζω αυτούς. Προ αυτής της κατα­στάσεως ευρεθείς τους δήλωνα, δια να τους φοβίσω, ότι ο καπνός και η λάμψη της πυρκαγιάς θα σημείωνε την εμφάνι­ση μας στους εν Ναυπλίω Γερμανούς, πράγμα, το οποίον θα μας εξέθετε εις ακραίον κίνδυνον.
Το τοιούτον υπήρξε και η σωτηρία του χωριού, διότι οι καθοδηγητές είχαν σκοπό να διατάξουν το κάψιμο όλου του χωριού. Εν τω μεταξύ είχε αρχίσει η προσπάθεια κατασβέσεως των πυρκαγιών, ενώ συνεχιζόταν, ταυτοχρόνως η ρίψις πυροβολισμών εκ μέρους των αποσυρθέντων κατοίκων του χωρίου οι οποίοι είχον καταλάβει τα παρακείμενα υψώματα.
Μετ' ολίγον κατάπαυσαν και οι πυροβολισμοί, καθόσον οι αποσυρθέντες κάτοικοι ετράπησαν εις τα όρη. Εν τω μεταξύ, μόλις εισήλθα στο χωριό, παρακολούθησα, τη συγκέντρωση των κατοίκων που είχαν διατάξει οι καθοδηγητές στο σχο­λείο του χωριού.
Επειδή ομολογώ, ότι παρέστην μάρτυς βαναυσοτήτων και ξυλοδαρμού αγρίου, σε βαθμό, ώστε να εξαναστεί η ψυχή μου, διαμαρτυρήθηκα δε εντόνως δια την τοιαύτη ενέργεια σε βάρος γερόντων και γυναικών και επειδή όχι μόνον δεν ελήφθην υπόψιν αλλά έτσι ίσως και να τους εξαγρίωνα περισσότερο, κατόρθωσα να παραλάβω μίαν έγκυο γυναίκαν, την οποίαν αφού οδήγησα στην οικεία της αποσύρθην στο κάτω μέρος του χωριού, όπου υπήρχαν άνδρες του τμήματος.
Επειδή εβράδυναν να εμφανιστούν από το σχολείο ο καπετάνιος μου, μετέβην εγώ, όπου αντελήφθην ότι γινόταν επιλογή των κατοίκων και πληροφορηθείς ότι επρόκειτο να παραλάβουν ομήρους άρχισα και πάλιν να διαμαρτύρομαι προβάλλων την στρατιωτικήν μου ιδιότητα ότι δεν ήταν δυ­νατόν να έχουμε μαζί μας ομήρους κατά την στιγμήν την οποίαν δεν απεκλείετο να ερχόμαστε σε σύγκρουση με τους Γερμανούς.
Ουδέν ελήφθη υπόψη, ει μη μόνον μου εδόθη η απάντησις ότι ούτοι ήσαν υπεύθυνοι και ότι ήταν δουλειά δική τους να τους αναλάβουν και να τους φρουρήσουν με τους άνδρες που είχαν μαζί τους.
Ως προς την εκτέλεση του γέροντος Τζαρίμα Σωτηρίου ουδέν γνωρίζω. Πρώτη φοράν το ακούω. Εάν δε πραγματοποι­ήθηκε αυτό, θα έγινε κατά την απουσίαν μου, με εντολήν και ευθύνην των καθοδηγητών. Και αν ακόμη ευρισκόμουν εκεί, ουδέν θα ήταν δυνατόν να πράξω.
Προ της αναχωρήσεως εκ του χωρίου οι καθοδηγητές προέβησαν δια των συνοδών των ανδρών στον εμπρησμό τριών ή τεσσάρων οικιών, ανηκουσών στον πρόεδρο, τον ιερέα του χωριού Χρήστου Γεωργίου, και δυοτριών κατοίκων, τους οποίους οι χωρικοί αιτιώντο ως υπευθύνους του εξοπλισμού των εκ μέρους των Γερμανών και διότι επίσης οι ανωτέρω εφέροντο, κατά τους καθοδηγητές, ως υπαίτιοι εκτελέσεων και φόνων πολλών ανταρτών.
Ως εκ των υστέρων αντελήφθην, έφτασα στο συμπέρασμα ότι η διοίκησις του Συντάγματος και προφανώς ο καπετά­νιος τούτου σε συνεργασία μετά του Πελοποννησιακού γραφείου, διέθεσαν τους καθοδηγητές δια να προβούν στις όποιες ενέργειες προέβησαν, οι οποίες έγιναν κατ' επιταγή ή αυθαιρέτως.
Επίσης καταθέτω ότι μετά τη συγκέντρωση των ομήρων, και λόγω των διαμαρτυριών μου, οι καθοδηγητές αφήκαν τρεις εκ των συλληφθέντων ελευθέρους στους οποίους παρήγγειλαν όπως μεταβούν προς τους διαφυγόντες ενό­πλους, τους οποίους να ειδοποιήσουν και πείσουν όπως εντός εικοσιτεσσάρων ωρών, προσέλθουν και παραδωθούν για να απελευθερωθούν οι όμηροι.
Δεν γνωρίζω εάν οι εν λόγω μετέβησαν και το κατόπιν με­σολάβησε, διότι το απόγευμα της ίδιας μέρας αναχώρησα με το τμήμα μου προς Ληγουριό.
Στο Ληγουριό το τμήμα μου έφθασε κατά τη δύση του ηλί­ου. Λίγο δε βραδύτερον ακολούθησαν οι όμηροι με τους κα­θοδηγητές και τους συνοδούς ενόπλους τους οποίους ούτοι διέθετον.
Εγώ με το τμήμα μου κατέλαβα θέσεις στη νοτιοδυτική πλευρά του χωριού προς αντιμετώπισιν ενδεχομένης προ­σβολής εκ μέρους των Γερμανών εκ της κατευθύνσεως του Ναυπλίου.
Οι όμηροι και οι καθοδηγητές εισήλθαν στο χωριό και διανυκτέρευσαν σε μια εκκλησία. Έκτοτε ουδεμία επαφή είχα με τους ομήρους και τους συνοδούς πλην των καθοδηγητών οι οποίοι προσέρχονταν στο τμήμα μου.
Για το φόνο του γέροντος Αθανασίου Μάρκου ουδέν γνωρίζω, και πρώτην φοράν λαμβάνω γνώσιν. Το μόνον που έμαθα ήταν η πληροφορία η οποία διαδόθηκε μεταξύ των ανδρών, ότι απέθαναν δυο από τους ομήρους δια τους οποίους λεγόταν ότι υπέκυψαν από τους ξυλοδαρμούς και τις κακοποιήσεις.
Περί σφαγών στο Λυγουριό (γέρων Αθανάσιος Μάρκου) και στη Ν. Επίδαυρο (γέροντες Αντώνιος Ζαχαρίου και Αθα­νάσιος Πασπαλιάρης), ως και ανωτέρω κατέθεσα, ουδέν γνωρίζω, διότι επαναλαμβάνω δεν είχα επαφή ουδεμία πλέ­ον. Εάν ήσαν αυτοί περί των οποίων η διάδοσης ότι υπέκυψαν κατά τους ξυλοδαρμούς και τις κακο­ποιήσεις, αρμοδία δια να το εξακριβώσει είναι η ανάκρισις.
Η μετά ταύτα εξέλιξις των γεγονότων είναι η ακόλουθος. Την επομένη πρωία αναχώρησα με το τμήμα εκ Ληγουριό έφθασα στη Νέα Επίδαυρο, όπου παρέμεινα επί μία ημέρα και την επομένη, κατόπιν πληροφορίας ότι οι Γερμανοί έρ­χονταν για να μας προσβάλλουν αναπτύχθηκα επί των εκεί υψωμάτων, όπου και εδόθη μάχη διαρκέσασα πεντάωρον.
Οι όμηροι με τους συνοδούς των, ως έμαθα, είχον μετα­φερθεί, την ιδίαν ημέρα κατά την οποίαν αναχωρήσαμε εκ Ληγουριού, στη Νέα Επίδαυρο όπου και διανυκτέρευσαν μέσα στο σχολείο.
Και την επομένη, κατόπιν της πληροφορίας ότι κινούνται οι Γερμανοί, κινήθηκαν προς την έδρα του συντάγματος, ως μου είπαν οι καθοδηγητές οι οποίοι μάλιστα είχαν παραλάβει μια διμοιρία με την οποίαν μετέβησαν εις την πάλαιαν Επίδαυρο, όπου προέβη σαν σε εμπρησμό μερικών κατοικιών ως επληροφορήθηκα.
Η διμοιρία αυτή επανήλθε στο τμήμα μετά οκτώ περίπου ώρας. Εγώ δεν παρευρισκόμουν στην εκτέλεση των 65 ομή­ρων, ούτε γνωρίζω που έλαβε χώρα αυτή. Έμαθα περί αυτής στην έδρα του συντάγματος εν ορεινή Κορινθία, όπου οι καθοδηγητές γνώρισαν τούτο στον διοικητή του συντάγ­ματος ταγματάρχη πεζικού Βαζαίο Εμμανουήλ, στον οποίον προσπαθούσαν να δικαιολογηθούν με διαφόρους δικαιολογίας ως π.χ επίθεση των Γερμανών (Bloco).
Κατά τον χρόνο τον οποίον αποχωρούσαν οι καθοδηγητές με τους 15 περίπου ιδικούς των άνδρας, πιθανώς της ΟΠΛΑ, συνοδεύοντες τους συλληφθέντος ομήρους εγώ υπέστην επίθεσιν τη μεσημβρία της ημέρας εκείνης από τμήμα­τα δυνάμεως 200 περίπου ανδρών Γερμανών και ταγματασφαλιτών.
Επακολούθησε μάχη η οποία διήρκησε μέχρι της δύσεως του ηλίου οπότε αναπτύχθηκα προς την έδρα του συντάγματος.
Ούτω δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω την τύχη των απαχθέντων υπό των καθοδηγητών ομήρων και ούτω είμαι ξένος προς τους επακολουθήσαντες φόνους αυτών, τους οποίους επληροφορήθηκα, ως αναφέρω, στο σύνταγμα.
Αμέσως παρουσιάστηκα στον διοικητή του συντάγματος Βαζαίο, και διαμαρτυρήθηκα για όλα τα γενόμενα έκτροπα και του ανέφερα όλα τα λαβόντα χώρα γεγονότα. Υποχρεώθηκα δε παρ' αυτού όπως υποβάλλω γραπτή αναφορά, πράγμα το οποίον έπραξα.
Εγώ υπήρξα άνθρωπος με αισθήματα και εμποτισμένος από τις αρχές του πολιτισμένου πολέμου και ουδέποτε ήταν δυνατόν να ανεχθώ, πολύ περισσότερο δε να εγκρίνω πράξεις ατιμάζουσες την έννοια του πολιτισμού και αποτελού­σας παραβιάσει των διεθνών κανόνων, διατελών υπό κατά­σταση βίας στον ΕΛΑΣ και μη δυνάμενος άλλο τι να πράξω προσπαθούσα στο μέτρο του δυνατού να αντιδρώ.
Ούτω στην περίπτωση των γεγονότων του Αραχναίου με κίνδυνο της ιδίας μου ζωής προσπάθησα και κατόρθωσα να περιορίσω την πυρπόληση ολόκληρου του χωριού.
Τέλος ως στρατιωτικός διοικητής τμήματος πλήν της μάχης, ουδαμού αλλού αναμίχθηκα, ούτε και είχα προς τού­το δικαίωμα. Πλην των καθαρώς στρατιωτικών καθηκόντων, πάντα τα άλλα ρυθμίζονταν κατόπιν διαταγών και υποδείξεων των πολιτικών καθοδηγητών μετά των ιδικών των ανδρών. Ο λόχος, ως στρατιωτικό τμήμα, ούτε σε ξυλοδαρμούς, ούτε σε εκτελέσεις έλαβε μέρος.
----------------------
«Κατά τας επιθετικάς επιχειρήσεις του συντάγματος, έδειξεν εξαιρετικό θάρρος, ψυχραιμία, αυταπάρνησην και αποφασιστικότητα μεγάλην συντελέσας τα μέγιστα εις την επιτυχή έκβασιν των επιθέσεων του τάγματος του», γράφει ο αξιωματικός του για τις επιχειρήσεις στην Αλβανία όπου έλαβε μέρος προκειμένου να τον προτείνει για προαγωγή.
Ο ίδιος περιγράφει την ένταξη του στο ΕΑΜ ως εξής:
«Την προγουμένην ημέραν της αναχωρήσεως μου εις Αθήνας, 17 Οκτωβρίου 1943, με παρεκάλεσε ο εξάδελφος μου Θ ... Μ... να κάνομε μια βόλτα εφόσον θα αναχωρούσα την επομένην. Δέχθηκα μη υποπτευθείς διότι τον εθεωρούσαμε άνθρωπον ιδικόν μας και εμπιστσύνης.

Μη γνωρίζοντας ότι ήταν μέλος του ΕΑΜ και μας πλησίαζε μόνον δια να συγκεντρώνει πληροφορίας.
Όταν απομακρύνθημεν από το κέντρον της πόλεως με έρριψε εις ενέδραν πέντε οπλοφόρων της οργανώσεως Ε.Α.Μ., όπου προτείνοντες τα περίστροφα με διέταξαν να ακολου­θήσω.
Εν συνεχεία με οδήγησαν εις το χωρίον Βουνόν της Τεγέας και μετά εις μακρινόν στρατόπεδον της Λακωνίας (Βουρβούρων) όπου παρέμεινα πλέον του μηνός μετά του γεω­πόνου εκ Τριπόλεως εφέδρου υπολοχαγού Κοντά Γεωργίου του ανθυπασπιστού Ψαράκη Ευτυχίου και ενός Παπακώστα Ανδρέα και άλλων αγνώστων.
Εις το διάστημα αυτό μας έδωσαν να εννοήσωμεν ότι μόνος τρόπος σωτήριος ήτο η κατάταξις στον ΕΛΑΣ. Τελικώς αποφάσισα να καταταγώ στον ΕΛΑΣ κατόπιν των προτάσεων που μου έκαμναν καθημερινώς και των δηλώσεων των συμμαχικών σταθμών του Λονδίνου Καΐρου, ότι ο ΕΛΑΣ είναι συμμαχικός στρατός και τμήμα της 8ης στρατιάς.
Τον Ιανουάριο του 1944 απεπειράθη να απόδραση. Συνελήφθη και πέρασε στρατοδικείο «με την κατηγορία ότι επιχειρούσαμε να τους δηλητηριάσουμε και να φύγουμε.
«Ευτυχώς όμως ουδέν κατόρθωσαν να ανακαλύψουν και μας απάλλαξαν επί του παρόντος».
Ένα μήνα μετά τον Φεβρουάριο, του αναθέτουν τον 6ο λόχο του 12ου συντάγματος με καπετάνιο τον Β. Μήτρο, δικηγόρο από το Λεβίδι, υπό τις άμεσες διαταγές του συνταγματάρχη Βαζαίου.
Σύμφωνα με τις αναφορές του υπολοχαγού Α.Τ. μετά την απελευθέρωση, ο 6ος λόχος πήρε μέρος σε επιχειρήσεις κατά των Γερμανών στον Παλαιόπυργο Γορτυνίας, στην οδό Άργους-Τριπόλεως, στο Ψάρι Κορινθίας, στη Στυμφαλία και στα Φίχτια Άργους.
«Δυστυχώς όμως», αναφέρει, «έτυχε να βρεθώμεν αντιμέτωποι, και Ελλήνων οργανωμένων εις τάγματα ασφαλείας που ήρχοντο μετά των Γερμανών και προς μεγάλη μου θλίψη έβλεπον την κατάστασιν αυτήν».
Ο 6ος λόχος διεξήγαγε την «επιχείρηση» κατά του Αραχναίου. Ανέλαβε την επίθεση κατά των ταγμάτων στον Αχλαδόκαμπο.
Η επίθεση στο Βαλτέτσι έγινε υπό την αρχηγία του ίδιου του Άρη Βελουχιώτη με 112 εκτελέσεις ανδρών των ταγμάτων και αμάχων. Ακολούθησε τον ΕΛΑΣ μέχρι την Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1944.
Ο ίδιος αναφέρει ότι τραυματίστηκε στου Γκύζη στην προσπάθεια του να φθάσει το στρατόπεδο της ορεινής ταξιαρχίας του Ρίμινι και να παραδοθεί. Συνελήφθη από έναν επιλοχία και δυο χωροφύλακες. Ο αξιωματικός, αμνηστεύτηκε με το νόμο, αλλά τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο αρμόδιο όργανο του στρατού αποφάσισε την απόταξη του.
Μέχρι όμως το 1947 όπου ελήφθη η οριστική απόφαση παρέμενε στο στράτευμα. Αυτό προκάλεσε αναφορά παραπόνων.
Στο βιβλίο του Γιάννη Πριόβολου δημοσιεύεται «αναφορά παραπόνων» του ίλαρχου Αναστάσιου Ζαφείρη, που είχε χάσει τον αδελφό του στη σφαγή του Αραχναίου. Έλεγε η αναφορά.
«Λαμβάνω την τιμή να αναφέρω ότι παραπονούμαι δια την υπηρεσία διότι ευρίσκεται εν υπηρεσία ο λοχαγός πεζικού Α... Τ... ο οποίος την 29ην Ιουλίου του 1944 επέδραμεν, επι­κεφαλής 300 ελασιτών, εναντίον της ιδιαιτέρας μου πατρί­δος Αραχναίον Ναυπλίου και αφού εφόνευσεν περί τους δέκα χωρικούς εκ των οποίων και τον αδελφό μου ηλικίας 19 ετών σπουδαστή, συνέλαβαν 83 ετέρους, ως επί το πλεί στον γυναικόπαιδα και γέρους, τους οποίους μετέφεραν εις ετέραν τοποθεσίαν πλησίον της Νέας Επιδαύρου "Αγνούντα" και τους εξετέλεσαν δια σφαγής: Επί πλέον δε πλείστα οικήματα μεταξύ των οποίων και το δικό μου επυρπόλησαν.
Κατά την διάρκειαν του κινήματος ο ανωτέρω λοχαγός συνελήφθη αιχμάλωτος τραυματισθείς εις μάχην μετά της ΙΙΙης Ορεινής Ταξιαρχίας εις συνοικισμόν Ζωγράφου.
Δια τους ανωτέρω λόγους, δια λόγους στοιχιεώδους ηθικής ο ανωτέρω αξιωματικός ουδεμίαν θέσιν δύναται να έχει εις το στράτευμα αν και θα έπρεπε τουλάχιστον να έχει κα­ταδικασθεί εκ της Δικαιοσύνης ως ηθικός αυτουργός των προαναφερθεισών ομαδικών σφαγών και ουχί να περιφέρε­ται εντός των Αθηνών εν στολή.
Δια τα ανωτέρω παρακαλώ υμάς όπως ευαρεστούμενοι ότι δει και εκλείψει η ανωτέρω παρανομία δεδομένου ότι κάθε άνθρωπος έχει μέχρι ορίου υπομονήν αλλ' εφ' όσον δια λόγους τους οποίους αγνοώ οι νόμοι δεν επιβάλλονται μου δίδεται το δικαίωμα να τους επιβάλω ο ίδιος εκδικούμε­νος τον αναίτιον θάνατον του αδελφού μου».\

=================================

   
               4) Παρατίθενται παρακάτω εικόνες από μνημεία όπου φαίνεται ότι στα αρβανίτικα-αδελφά γειτονικά χωριά  ΜΙΔΕΑ , ΛΙΜΝΕΣ, ΑΡΑΧΝΑΙΟ(ΧΕΛΙ)  έγινε πραγματικό "Μακελειό" αδελφοσφαγής ((συγκρίνοντας και τα επώνυμα! Όπως με το επώνυμο ΓΕΩΡΓΑΣ -δώδεκα νεκροί  και από τις δύο "πλευρες" (7 - 4 και 1 από το Χέλι)!).

 ΜΝΗΜΕΊΟ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝΟΡΙ-ΣΦΑΓΙΑΣΘΈΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΛΑ ΜΙΔΕΑ-τες ΚΑΙ ΛΙΜΝΙΑΤΕΣ (Περιλαμβάνονται και μικρά παιδιά)






======================================================================
 ΜΝΗΜΕΊΟ ΣΤΗΝ ΜΙΔΕΑ





==================================================================
 ΜΝΗΜΕΊΟ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΛΙΜΝΕΣ



===============================================================================================
ΜΝΗΜΕΙΟ ΣΤΗΝ ΑΓΝΑΝΤΑ



=================================================================

 ΜΝΗΜΕΙΟ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΑΓΙΟΝΟΡΙ -Ίσος από τα λίγα Μνημεία που περιλαμβάνει θήτες και θύματα και από τις δύο "πλευρές", μάλιστα και αδέλφια!!!


=================================================================
12-02-13
ΣΩΤΗΡΗΣ ΡΙΖΟΓΙΑΝΝΗΣ
=================================================================
Y.Γ.
      1.«Όταν υπόγραψαν τη συμφωνία της Βάρκιζας (Σιάντος – Παρτσαλίδης) και πάλι με περισσότερες υποχρεώσεις απ΄ ό,τι είχαν εντολή, σε μας έλεγαν «κρυφά», πως αυτό ήταν αναγκαίο για την ανασυγρότηση των δυνάμεων, ιδίως στην Αθήνα! Και για να μειωθεί η εντύπωση της διάλυσης (παράδοσης) των δικών μας ενόπλων δυνάμεων, μας δόθηκε εντολή να μην παραδώσουμε όλο τον οπλισμό, μα ένα μέρος να το κρύψουμε για το μέλλον!» 

     "Τέτοιο χάσιμο του ταξικού κριτηρίου και τέτοιος πανικός φαντάζομαι στην ιστορία των επαναστάσεων δεν υπάρχουν!
     Πρίν ακόμα διαλύσουμε τον ΕΛΑΣ κανονίσαμε τι οπλισμό θα κρύψει κάθε σύνταγμα και πού.
   Ορίστηκαν οι περιοχές, οι άνθρωποι και η ποσότητα του οπλισμού.Ο οπλισμός κρύφτηκε:
   1) Περιοχή Κισσάβου- Μαυροβουνίου απ΄ το 54 Σύνταγμα Πεζικού. Χρησιμοποιήθηκαν ο Π.Ε. του συντάγματος Γ. Βαϊτσης, ο Κ. Κατσίνος, ο Γ. Μαρούδας και άλλοι του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Απ΄τον οπλισμό αυτό, γερμανικής προέλευσης, δε βρήκαν σχεδόν τίποτα τα όργανα του αντιδραστικού κράτους και ν΄ αυτόν εξοπλίστηκαν περίπου 800-900 άνδρες του Δημοκρατικού Στρατού.
     2) Στην περιοχή Τυρνάβου- Ελασώνος (Οξυά- Ν. Όλυμπος). Εδώ έκρυψε οπλισμό το 4ο Σύνταγμα Πεζικού του ΕΛΑΣ. Κι  εδώ τα όπλα ήταν αρκετά φιά να εξοπλιστούν περίπου 1300- 1500 άνδρες του Δημοκρατικού Στρατού.
     3) Στην περιοχή Χασίων (Αντιχάσια- Καλαμπάκα) έκρυψε οπλισμό το 50 Σύνταγμα Πεζικού. Σώθηκε σχεδόν όλος. Ανακαταλύφθηκαν τα ορεινά πυροβόλα.
     4) Στην περιοχή Καρδίτσας έκρυψε οπλισμό το 1/38 Σύνταγμα Πεζικού. Ανακαλύφθηκε ελάχιστος και τα αντιαρματικά πολυβόλα.
     5) Δόθηκαν σε πολλούς ελασίτες (των ορεινών περιοχών) ατομικά όπλα και ιδίως αυτόματα να τα φυλάξουν με δική τους ευθύνη.
     Διαβάζοντας τώρα γιά τη δουλειά του κρυψίματοςτου οπλισμού, μπορεί κανείς να νομίσει πως ήταν εύκολο πράγμα και δε χρειάστηκε πονοκέφαλος. Όχι!......."
(Από το βιβλίο ΓΙΩΡΓΗ ΜΠΛΑΝΑ- ΚΙΣΣΑΒΟΣ -¨ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1946-1949¨/ 1971)
------------------------
      2.«Οι μεγαλέμποροι ούτοι, κατά την Κατοχήν, ροφήσαντες το αίμα του λαού δι΄ αγρίου και ανηθίκου μαυραγοριτισμού, δίδουν τεράστια ποσά εις το Κ.Κ.Ε. ίνα, όπως λέγεται εις την καθομιλουμένην, εξασφαλίσουν και πισινήν. Τουτέστιν, ίνα όταν έλθη ο τρίτος γύρος, αυτοί γλυτώσουν τα ευτελή τομάρια των!!»
 (Από το βιβλίο του ΤΡΥΦΩΝΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ¨Η ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΕΑΜ¨ 1946)
(Το 1946 που γράφτηκε το βιβλιο πως ήταν γνωστό ότι θα γίνει ο¨τρίτος γύρος¨ του εμφυλίου;;;)